Καθόμουν μόνος στο κυλικείο ενός νοσοκομείου και άκουσα έναν φοβερό διάλογο δίπλα μου.
Μάνα-πατέρας γύρω στα 75 και ο γιος μεταξύ 35-40. Μιλάει ο γιος με μισοκακόμοιρο ύφος για τα οικονομικά του προβλήματα. Έπιασα σκόρπιες λέξεις: «δεν έχω δουλειά», «δεν μου φτάνουν τα λεφτά», «έχω κι εγώ ανάγκες να βγω και να πιω ένα ποτό», «δεν πάει άλλο αυτή η κατάσταση»…
Προσπαθούσα να καταλάβω, και εν τω μεταξύ άρχισα να συμπαθώ το παλικάρι. «Βρε προβλήματα που έχει ο κόσμος», σκεφτόμουν. Κάποια στιγμή σήκωσε φωνή: «Λοιπόν λέγε». Αμίλητοι οι γονείς. «Γιατί δεν μιλάς; (στον πατέρα απευθυνόταν). Δώσε ό,τι έχεις να φύγω». Αμίλητος συνεχώς ο πατέρας έβαλε το χέρι στην τσέπη και του έδωσε ένα χαρτονόμισμα – δεν μπόρεσα να διακρίνω αξία.
Τα πήρε στο κρανίο ο τύπος. Συνέχεια