
Καρῖνες Ῥεθύμνου.
Δὲν ἐβάσταγα ἄλλο νὰ προσμένω
κι ἐπαὲ καθισμένος ἐχάζευα τὴν ἀκριοῥεματιά
κι ἔφευγε μετὰ ἡ θωριά μου,
ἐκειὰ εἰς τὰ ὑψηλὰ ὅρη ἀντίκρυ μου.
Λαλοῦσαν τὰ κοκκόρια πὼς ἔρχεται τὸ φῶς Συνέχεια
Καρῖνες Ῥεθύμνου.
Δὲν ἐβάσταγα ἄλλο νὰ προσμένω
κι ἐπαὲ καθισμένος ἐχάζευα τὴν ἀκριοῥεματιά
κι ἔφευγε μετὰ ἡ θωριά μου,
ἐκειὰ εἰς τὰ ὑψηλὰ ὅρη ἀντίκρυ μου.
Λαλοῦσαν τὰ κοκκόρια πὼς ἔρχεται τὸ φῶς Συνέχεια
— Δὲν εἶναι ὁ κόσμος πλέον λαμπερός·
ἀπ’ τὴν ἄλλην κυττῶ
καὶ ἰδοῦ ὁ Μέγας Φόβος…
ὦ, παντοῦ κακόν.