Τὸ ὄνειρο τοῦ Λασκαράτου
(ἀπόσπασμα)

Ἤταν νὰ ξημερώσῃ Μεγάλο Σάββατο, ποὺ εἶδα στὸν ὕπνο μου πὼς ἀπέθανα.
Ἐπέθανα, καὶ ὡς στρίψη ματιοῦ εὑρέθην εἰς τὸν ἄλλον κόσμον. Ἐκεῖ ὡς ἀπὸ ἐνστίγματος, ἔτρεξα εὐθὺς γιὰ τὸν Παράδεισον κι ἔλαβα τὴν τόσον καλὴν τύχη νὰ φθάσω εἰς τὴν στιγμὴν ποὺ ὁ Θεὸς ἔβγαινε νὰ πάῃ περίπατο.
Μιλιούνιοι Ἅγιοι τὸν ἐπεριστοιχούσαν βαστῶνες ἀγγελούδια λάτινα, σὰν ἐκεῖνα τῶν ἐκκλησιῶν, κι ἐγὼ ἐστοχάσθην νὰ ὠφεληθῶ ἀπὸ ἐκείνην τὴν ἀναστάτωση, ἀπὸ ἐκείνην τὴν σκοτούρα, διὰ νὰ ἔμβω λαθρεμπορικῶς πῶς εἰς τὸν Παράδεισον, ἀποφεύγοντας τελωνειακὰς ἐρεύνας, σὰν ὅπου κι ἐγὼ εἶχα κάτι νὰ κρύψω. Συνέχεια →