Λασκαράτου ὄνειρο

Τὸ ὄνειρο τοῦ Λασκαράτου
(ἀπόσπασμα)

Ἤταν νὰ ξημερώσῃ Μεγάλο Σάββατο, ποὺ εἶδα στὸν ὕπνο μου πὼς ἀπέθανα.

Ἐπέθανα, καὶ ὡς στρίψη ματιοῦ εὑρέθην εἰς τὸν ἄλλον κόσμον. Ἐκεῖ ὡς ἀπὸ ἐνστίγματος, ἔτρεξα εὐθὺς γιὰ τὸν Παράδεισον κι ἔλαβα τὴν τόσον καλὴν τύχη νὰ φθάσω εἰς τὴν στιγμὴν ποὺ ὁ Θεὸς ἔβγαινε νὰ πάῃ περίπατο.

Μιλιούνιοι Ἅγιοι τὸν ἐπεριστοιχούσαν βαστῶνες ἀγγελούδια λάτινα, σὰν ἐκεῖνα τῶν ἐκκλησιῶν, κι ἐγὼ ἐστοχάσθην νὰ ὠφεληθῶ ἀπὸ ἐκείνην τὴν ἀναστάτωση, ἀπὸ ἐκείνην τὴν σκοτούρα, διὰ νὰ ἔμβω λαθρεμπορικῶς πῶς εἰς τὸν Παράδεισον, ἀποφεύγοντας τελωνειακὰς ἐρεύνας, σὰν ὅπου κι ἐγὼ εἶχα κάτι νὰ κρύψω. Συνέχεια

Συμβουλὲς πρὸς νέο πρωθυπουργό.

Συμβουλὲς πρὸς νέο πρωθυπουργό.
Στὶς 18 Ἰουνίου 1892 ὁ Ἀνδρέας Λασκαρᾶτος δημοσίευσε ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Χαρίλαο Τρικούπη, ποὺ μόλις εἶχε κερδίση θριαμβευτικὰ τὶς ἐκλογές, γράφοντας μεταξὺ ἄλλων:
Συνέχεια

Ἡ Ἄνοιξις

Ἐδῶναι, ἐδῶναι, ἐπλάκωσε.
Γυναῖκες μαζωχτεῖτε.
Ὀμπρός, συναπαντῆστε τη
Ὀμπρὸς νὰν τὴ δεχτεῖτε.

Νά, νἄρχεται ἡ γλυκιὰ Ἄνοιξη
Λουλουδοστολισμένη, Συνέχεια