Ὁ χρόνος εἶχε κάποτε εὐρυχωρία.
Δικά μου πρωϊνά ποὺ δὲ μοῦ τά ‘παιρνε κανείς,
πάμφωτα μεσημέρια ποὺ μὲ βασάνιζε ἡ ὑποχρέωση
ἄθελου ὕπνου, γεμάτα ἀπογεύματα,
καὶ νύχτες ἔνυπνες, ἐνόνειρες.
Σιγά – σιγά, ἄρχισαν νὰ μὲ κλέβουν.
Μοῦ ζήτησαν κάποια μικρὴ ἐξυπηρέτηση.
Ἁπλόχερα τὴν ἔδωσα. « Ἔχετε λίγη ὥρα γιά…»
«Θὰ σᾶς ἀνταμείψω..»
Δὲ μ’ ἔνοιαζε ἡ άνταμοιβή, ἡ ἀνταπόδοση.
Ἔδωσα ὧρες ἀφειδόλεφτα , ἔδωσα πρωϊνά,
ἔδωσα μεσημέρια, ἀπογεύματα,