Τὸ βιβλίον «Χαμένες Πατρίδες» τοῦ Καψῆ τὸ εἶχα διαβάσει πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια.
Δὲν θυμόμουν τὸ παρακάτω ἀπόσπασμα.
Ὅταν σήμερα τὸ ξαναδιάβασα μὲ ἔπιασαν καὶ πάλι τὰ δάκρυα.
Ποῦ νά πρωτοσταθῇ κάποιος;
Στίς ἀτελείωτες ἱστορίες αὐτῶν τῶν ἡρώων;
Στό ἄφθονο αἷμα πού πότισε τήν μάνα Γῆ;
Στόν ἀγώνα μίας φυλῆς νά κρατήσῃ κομμάτι ἀπό τόν ἀέρα της καί νά διεκδικήσῃ λίγη ἀκόμη ζωή ἐπί τοῦ πλανήτου;
Δὲν αἰσθάνομαι ἡττημένη ἀπὸ τὸν ἀγώνα στὴν Μικρὰ Ἀσία.
Ἀντιθέτως μάλλιστα!
Ὅλες οἱ δυνάμεις τοῦ πλανήτου, γιὰ μίαν ἀκόμη φορά, στάθηκαν ἀπέναντί μας.
Ὁ τρόμος, ὁ φόβος καὶ τὰ προσκυνήματα μᾶς ἔκαναν νὰ ὑποχωρήσουμε!
Ἀλλὰ δὲν φύγαμε ὥς νικημένοι. Νικητὲς φύγαμε! Κι ἄς ἀκολούθησαν τόσες σφαγές, τόσοι διωγμοί, τόσες γενοκτονίες! Ἦταν γιὰ νὰ μὴν τολμήσουμε σύντομα νὰ σηκώσουμε κεφάλι.
Ξέρουν αὐτοί… Παλαιά τους τέχνη…
Ἡ Μικρὰ Ἀσία ἐγκατελήφθῃ ἀπὸ τὶς κεφαλές μας. Ἄτιμη δημοκρατία θὰ μοῦ πεῖτε.
Ναί, ἄτιμη! Διότι βάσει τοῦ διεθνοῦς δικαίου, ἐμεῖς ἐπιλέξαμε τὶς κεφαλές. Συνεπῶς εἴμαστε συνυπεύθυνοι!
Λάθος!
Δὲν ἐπιλέξαμε ἐμεῖς τὶς κεφαλές. Ἄλλοι τὸ ἔπραξαν! Ξέρουμε δὰ πῶς ἀκριβῶς γίνονται οἱ ἐπιλογὲς πλέον. Τοὐλάχιστον ἔχουμε ἀρχίσει νὰ τὸ συνειδητοποιοῦμε ὥς ἕναν βαθμό.
Ἡ Μικρὰ Ἀσία δὲν χάθηκε διότι δὲν μπορούσαμε αὐτὸ ἤ ἐκεῖνο ἤ τὸ ἄλλο!
Ἡ Μικρὰ Ἀσία χάθηκε διότι κάποιοι δηλητηρίασαν, κάποιοι ἄλλοι τρόμαξαν καὶ κάποιοι ἄλλοι συμβιβάστηκαν. Ἡ Μικρὰ Ἀσία δὲν χάθηκε ἀπὸ λάθη στὰ πεδία τῶν μαχῶν, ἄν καὶ ὑπῆρξαν καὶ τέτοια!
Χάθηκε ἀπὸ λάθη συνειδησιακά!
Κι ὄχι, δὲν εἶχε συνενοχὴ ὁ λαός! Ἐκτὸς ἐὰν θεωροῦμε λαὸν τὶς μερικὲς χιλιάδες, τότε κομμουνιστῶν, ποὺ πάσχιζαν πάσει δυνάμει νὰ διαλύσουν τὸ στράτευμα.
Δὲν εἴχαμε τίποτα! Οὔτε κἄν ἀνεφοδιασμόν, ἤ στήριξιν ἀπὸ τὶς ἀρχές.
Κι ὅμως, μὲ αὐτὰ τὰ κουτσουρεμένα ὅπλα, μὲ τὶς τόσες δολιοφθορές, μὲ τὴν τόσην ἄρνησιν νικούσαμε.
Θά φθάναμε στήν Ἄγκυρα; Θά τήν κρατούσαμε; Θά διατηρούσαμε ὑποτελεῖς τόσους λαούς;
Δὲν ξέρω. Δὲν μὲ ἐνδιέφερε ποτὲ ἡ κατάκτησις ἀλλὰ ἡ διατήρησις καὶ ἡ διάσωσις τῆς μνήμης. Συνεπῶς δὲν ξέρω.
Ἀλλὰ σίγουρα σήμερα δὲν εἶναι καλλίτερα τὰ πράγματα, μετὰ ἀπὸ τόσες καὶ τόσες παρεμβάσεις ἄλλων, γιὰ τὶς ὁποῖες ποτὲ δὲν ἐρωτηθήκαμε.
Oι Ουλαμίτες
Πρέπει να σταθεί η Ιστορία μπροστά στο ηρωικό αυτό τμήμα. Καμμιά πολεμική έκθεση, κανένα επίσημο έγγραφο δεν αναφέρει τη δράση του. Κι όμως η θυσία του ουλαμού εφέδρων δεν πρέπει να λησμονηθεί. Ήταν οι υποψήφιοι αξιωματικοί μας. Δεν πρόφτασαν να κερδίσουν τις επωμίδες του ανθυπολοχαγού. Μόνο τη δόξα έδρεψαν άφθονη. Πολεμούσαν συνεχώς επί 5 ημέρες. Κι όμως, ούτε ένα βογγητό δεν ακούσθηκε μια μεμψιμοιρία. Έχασαν πολλούς, όλους όμως στο πεδίο της μάχης — ούτε έναν λιποτάκτη. Πείνασαν, δίψασαν, ταλαιπωρήθηκαν αλλά στο κοσμοχαλασμό της μάχης έκαναν ασκήσεις οπλασκίας. Την ώρα του κινδύνου όλοι θυμόντουσαν τους ουλαμίτες. Όταν η οχλοβοή της μάχης κόπασε, τους λησμόνησαν. Ούτε μια εύφημη μνεία δεν υπάρχει για τη χούφτα εκείνη των γενναίων. Κι όμως θα έπρεπε να ήταν το παράδειγμα για τους μετέπειτα συναδέλφους τους.
Αλλά την ώρα της μάχης οι ουλαμίτες δεν νοιάζονται για την υστεροφημία. Στο πλευρό τους, προς τα δυτικά, πολεμά ο Τσάκαλος και τον συναγωνίζονται. Διοικεί το 2ο Σύνταγμα ο γενναίος αξιωματικός και κατέχει δύο λόφους, που δέσποζαν της οδού προς Αλή Βεράν — ενός καρόδρομου, ποτισμένου με αίμα. Μαζί με το Δασωμένο Λόφο, οι θέσεις του 2ου Συντάγματος είναι το κλειδί της άμυνας. Στον Τσάκαλο έστειλε η Μοίρα δύο υπέροχα παλληκάρια: τον Τσάμη και τον Ζερβογιάννη. Γρήγορα όμως μετάνοιωσε και του στέλνει κι αυτόν, που θα τον έσερνε στο θάνατο. Είναι ο ταγματάρχης που κιοτεύει. Δειλιάζει και φεύγει και φεύγοντας συμπαρασύρει τους άνδρες του. Άστραψε ο Τσάκαλος. Να φύγει το Σύνταγμα του; Έχει διαταγή να «κρατηθεί επί των θέσεων του μέχρι της νυκτός». Μέχρις ότου το σκοτάδι λυτρώσει τα σακατεμένα τμήματα.
Ο Τσάκαλος βρίσκεται 200 μ. μόνο πίσω από τη πρώτη γραμμή. Έχει τη σημαία και μία χούφτα γενναίων — είναι οι εφεδρείες του. Η Γαλανόλευκη ξεδιπλώνεται και πάλι και με το περίστροφο στο χέρι ο Τσάκαλος ορμά. Γύρω όλοι είναι πεσμένοι στη γη. Το τουρκικό πυροβολικό βάλλει με ρυθμό… πολυβόλων. Το καυτό σίδερο έχει ανασκάψει την κοιλάδα. Οι οβίδες του είναι εγκαιροφλεγείς. Αλλά ο Τσάκαλος προχωρεί. Οι άνδρες του αναθαρρεύουν κι απωθούν τους Τούρκους. Η νίκη έχει σιμώσει. Και τη στιγμή εκείνη η ζηλόφθονη Μοίρα παίρνει τον Τσάκαλο. Μια εγκαιροφλεγή οβίδα τσακίζει τα πόδια του — τα κόβει σύρριζα από το κορμό. Ο Τσάκαλος πέφτει και στο γκρέμισμα του αντήχησε η καταραμένη κοιλάδα. Με τα χέρια του προσπαθεί να κρατήσει το αίμα, τη ζωή, που του φεύγει.
Ζητεί να τον στήσουν σ’ ένα μικρό βράχο. Θέλει να παρακολουθεί τους άνδρες του. Κι όταν τους βλέπει να προχωρούν, το πρόσωπο του φωτίζει ένα πονεμένο χαμόγελο. Αλλά ο θάνατος σκοτεινιάζει γρήγορα το βλέμμα του κι αγωνιά: «Πώς πάμε; Πέστε μου, πώς πάμε;» — «Νικήσαμε… οι Τούρκοι φεύγουν», του λένε, θέλοντας να γλυκάνουν τις τελευταίες του στιγμές. Τη μάχη την κέρδισε, έτσι τουλάχιστον, πιστεύει ο γενναίος αξιωματικός. Και στα τελευταία λεπτά της ζωής του αφήνει τη σκέψη να τρέξει πίσω, εκεί πέρα στη ξελογιάστρα Σμύρνη. Πίσω απ’ το διοικητήριο, σ’ ένα από τα σμυρνέϊκα αρχοντικά, μια κοπέλλα περιμένει τον ερχομό του — είναι η μνηστή του. «Να της δώσεις τα πράγματα μου, λέει σ’ ένα νεαρό αξιωματικό του. Και πες να μη λυπηθεί. Πεθαίνω ευχαριστημένος…». Έτσι πέθανε ο Τσάκαλος. Αλλά ποιον να πρωτοκλάψει κανείς; Λίγα μέτρα πιο μακρυά, ένα άλλο παλληκάρι, ο αντισυνταγματάρχης Καλλιαγκάκης αργοπεθαίνει κι αυτός. Μια οβίδα τον έχει σακατέψει. Δεν αφήνει όμως ν’ ασχοληθούν μαζί του. Συγκεντρώνει τις τελευταίες δυνάμεις του κι εμψυχώνει τους άνδρες του. Και το Σύνταγμα του, το 26ο, ορμά ακάθεκτο κατά των Τούρκων.
Αλλ’ ας αφήσουμε για λίγο έναν πολεμιστή — κάποιον από τις χιλιάδες των αφανών ηρώων του Αλή Βεράν, ν’ αφηγηθεί τη δραματική εκείνη εποποιία. Ο Χρήστος Σπανομανώλης, γράφει: « Οί αξιωματικοί μας ειδοποίησαν, ότι όχι μόνον δέν πρόβλεπεται ανάπαυσις, αλλά από τάς συγκεντρωθείσας πληροφορίας, ήμεθα σχεδόν περικυκλωμένοι από τόν εχθρόν καί θά εδίδαμεν την μεγαλυτέραν μάχην, που εδόθη ποτέ στην Μικράν Ασία. Στό δικό μου τμήμα ανέλαβε τό καθήκον αυτό εις ανθυπολοχαγός. Καί τι δέν μας υπέμνησε, θυμούμαι ακόμη τήν ήρωϊκή μορφή του, μέ χαμόγελαστα χείλη. «Λεβέντες μου, σήμερα, εδώ, ή Ελλάς θά δώση εξετάσεις. Σήμερα θ’ αποδείξωμε τί θά πή « Έλλην στρατιώτης». Δέν σας κρύβω, ότι θά πολεμήσωμε ενας πρός δέκα, αλλά μή ξεχνάτε καί τούς Τριακόσιους τού Λεωνίδα. Γνωρίζω, ότι είσθε καταπονημένοι, αλλά δέν μπορεί νά γίνη αλλοιώς. Ή διαταγή τού στρατηγού μας είναι «μέχρις εσχάτων. Νύν υπέρ πάντων ό άγων. Ό θεός μαζί μας. Ζήτω ή Ελλάς». «Τά μάτια όλων μας βούρκωσαν, γιατί καταλαβαίνετε τί μας περίμενε, έπειτα από τήν εξάντληση πού είχαμε, αλλ ‘ αυτό γιά ένα δευτερόλεπτο, μόνο από τις νηστείες, γινήκαμε άλλοι άνθρωποι καί αποφασίσαμε νά πουλήσουμε ακριβά τό πετσί μας.» Διαταγή τού στρατηγού νά προχωρήσωμεν, οπότε αμέσως αρχίζουν οί πρώτες κανονιές τών Τούρκων. Από τήν διεύθυνση τών πυρών καταλάβαμε, ότι είμεθα περικυκλωμένοι.» Καταιγισμός οβίδων «Σκόντα» τών 105 πάνω από τά κεφάλια μας μαζί μέ μυριάδες σφαίρες τού τουρκικού πεζικού. Άκροβολιζόμεθα καί περιμένομε μέ αγωνία τήν διαταγήν διά τήν πρώτην έξόρμησιν. Διαταγή τού αξιωματικού «έφ’ όπλου λόγχη»-πρόλογος γιά το τί θά επακολούθηση. Τά τουρκικά «Σκόντα» ξερνούν επάνω μας φωτιά καί ατσάλι, συντρίβοντας ανθρώπους, κάρρα, εφόδια, ζώα.» Άκούμε, τις ιαχές τών επερχομένων Τούρκων μέ τό « Αλλάχ, Αλλάχ».» Στήν κατάλληλη στιγμή δίδεται ή διαταγή τής έξορμήσεως μέ άλματα καί μέ τό δικό μας «Αέρα». «Χαλασμός κόσμου. Έπαψε τό πυροβολικό καί αρχίζει ό αγών τής λόγχης καί σώμα πρός σώμα τούς παίρνομε φαλάγγι. Πατούμε επάνω σέ σκοτωμένους Έλληνας, Τούρκους, τραυματίας, ούτε ξέρουμε. Πού καί πού αγκαλιασμένοι κάτω Τούρκοι καί Έλληνες».
Πρός στιγμή άπέτυχεν ή προσπάθεια τους καί αποσύρονται.» Αρχίζει πάλι τό πυροβολικό μας, πού ήτο σέ μικρή απόσταση άπό μας »Ακούμε τή διαταγή τού πυροβολικού:» Δυόμιση χιλιάδες μέτρα.» Χίλια πεντακόσια,» Οκτακόσια.»Σημείον, ότι πλησιάζουν πάλιν οί Τούρκοι. Διαταγή, πάλιν ανεφοδιασμός άκροβολισμός καί έτοιμοι πρός έφοδον. Καί είναι ακόμη 9η πρωινή. Παύει τό πυροβολικό τους καί αρχίζει τό δικό μας. Μυριάδες σφαίρες σφυρίζουν επάνω από τά κεφάλια μας, οπότε ξαφνικά βλέπομε εναν αντ/ρχην ολόρθο επάνω σ’ ενα βραχάκι νά μας φωνάζη: «Πού θά ξαναδήτε, βρέ παιδιά, αυτό τό μεγαλειώδες θέαμα; Άντε, παιδιά, όλοι μαζί Αέρα!…». Καί μας σύρει αυτός ό ημίθεος σέ νέα έφοδο. Πρώτος αυτός μέ τό περίστροφο. Άλλη φονική συμπλοκή. Κι’ οί Τούρκοι δέν τό βάζουν κάτω. Πολεμούν άγρια, σκληρά. Ή σάλπιγγα μας βαρά: Προχωρείτε…Προχωρείτε…» Πάλι υποχωρούν οι Τούρκοι καί επιστρέφομε γιά ανεφοδιασμό.
»Καί όμως είμεθα όλοι εκτός εαυτού. Άπό τό ενα μέρος οί δικοί μας. Δέν θέλουν νά πιστέψουν στό πεπρωμένο κι’ αρχίζουν νά βλέπουν μέσα στήν τόση συμφορά ν’ ανατέλη αμυδρά κάποια ελπίδα, αντλούν ψυχικές δυνάμεις άπό τήν αποτελεσματικότητα τής αντιστάσεως τους. Από τήν άλλη οί Τούρκοι, πού νόμισαν πώς δέν είχαν παρά νά λάβουν τόν κόπο νά περιμαζέψουν εκείνη τήν μάζα τών ενόπλων, κι έξαφνα σκοντάφτουν σέ μιάν άμυνα περισσότερο επίμονη καί πεισματώδη από ότι είχαν φαντασθή….»
Νύκτωσε. Κι η μάχη κόπασε. Οι Τούρκοι εξακολουθούν να βάλουν, αλλά στα τυφλά. Το σκοτάδι είναι πυκνό. Και τότε γράφεται ο επίλογος της τραγωδίας. Ο Τρικούπης δίνει διαταγή στα τμήματα του να «οπισθοχωρήσουν άκροποδητί» προς Μπανάζ. Στις 9.45′ το βράδυ αρχίζει η υποχώρηση. Φεύγουν κι αφήνουν πίσω τους τα πάντα — και τους τραυματίες. Τι σπαρακτικές στιγμές ήταν εκείνες!
Οι λαβωμένοι ήρωες, βλέποντας τους συντρόφους τους να φεύγουν, λυγίζουν το κουράγιο τους εγκαταλείπει κι εκλιπαρούν:
— Συνάδελφοι, πού μας αφήνετε; Πάρτε μας μαζί σας…Ποιος όμως να τους βοηθήσει; Φεύγουν με σκυφτό κεφάλι.
— Παιδιά… μάννες έχουμε κι εμείς… Θα μας σφάξουν. Κι όταν απελπίζονται ζητούν, τουλάχιστον, έναν εύσπλαχνο θάνατο:
— Σκοτώστε μας, μη μας αφήνετε έτσι… Συνάδελφε… μπήξε εδώ τη λόγχη σου…
Και σε μια παρακλητική κίνηση ξεγυμνώνουν τα στήθια, που τόσες φορές στάθηκαν ανδρικά στη πρώτη γραμμή. Έφυγαν οι στρατιώτες μας και μέσα στη νύκτα οι στάλες της βροχής έσμιγαν με το πικρό δάκρυ.
“Μέσα στο πανδαιμόνιο, την ώρα, που οι άλλοι υποχωρούν χωρίς τάξη, ένα τμήμα ξεχωρίζει. Είναι οι άνδρες του ουλαμού εφέδρων του Αφιόν. Ο διοικητής τους, αντισυνταγματάρχης Βλάχος, διατάζει ασκήσεις παρέλασης. Πόσο θυμίζουν τους 300 των Θερμοπυλών οι άνδρες εκείνοι — πριν απ’ τη μάχη η παρέλαση! Τους είχαν στείλει στον ουλαμό, για να γίνουν αξιωματικοί. Και μεταβάλλονται σ’ αθάνατους ήρωες.»
(Πηγή: Γ Ι Α Ν Ν ΗΣ Κ Α Ψ ΗΣ-ΧΑΜΕΝΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ) (δόκιμοι ἔφεδροι ἀξιωματικοί)
Ἀποποίηση εὐθύνης
Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.