Ἄφησα τὸν Ἄνεμο
νὰ ξεσηκώσῃ τὴν ψυχὴ
ἀνέμελα στὰ μαλλιὰ νὰ παίξῃ·
ἐκεῖ στὴν ἄκρη τῆς σιωπῆς
ποὺ σμίγουν οἱ αἰσθήσεις,
ἀνάδεψε ὁ νοῦς
πρόθυμος νὰ πιστέψῃ
στὴ Γαλήνη…
Καὶ ὁ ἄνεμος δρόσιζε
τὰ πυρωμένα μάγουλα
καὶ ἔφερνε τὴν εὐωδιὰ
τῆς μακρινῆς βροχῆς…