Εἰς τοῦ ποταμοῦ τὴν ξεγνοιασιὰ
μὲ τὰ κελαριστὰ νερά,
μὲ τὴν ὡραίαν τὴν δροσιά,
καὶ τοὺς φρουρούς του τὰ πουλιά,
πόλεμος ἔγινε κακός·
εἰς τοῦ ποταμοῦ τὴν ῥεματιάν
ἦλθεν ἡ ἄγρια τ’ ἀνέμου ἡ ματιά,
νὰ διώξῃ τὴν ὡραίαν μικρούλαν χλόην.
– Φῦγε ἀπ’τὸν δρόμο μου μικρή,
δὲν θέλω νὰ σὲ λιώσω,
οὔτε ἀνθοὺς ἀπ’ τὸ κορμὶ
μὲ βιὰ νὰ σὲ διαλύσω.
-Καλῶς τὸν ἄνεμον τὸν ἀνδρειωμένον,
καλῶς τὸ στόμα τὸ πολύ·
δὲν σὲ φοβᾶμαι ἀνεμοδούρα,
τοῦ λιμανιοῦ εἶσαι μπουκαδούρα.
-Πᾶρε τὸ στόμα σου κουτέ
καὶ βάλε τὰ δυνατά σου,
οἱ ῥίζες μου εἶναι ἡρωϊκὲς
καὶ ἀπὸ λόγους μαθημένες.
-Εἶμαι ἡ χλόη ἄνεμε ἡ πρασινομάτα,
μὲ τὸ κορμὶ τὸ λυγερόν,
τοῦ ἐραστοῦ μου ἡ συντροφιά,
τοῦ ποταμού μου ἡ θηλυκιά.
-Πέρασε ξέρεις, ἄνεμε, ἡ βροχὴ
καὶ τώρα εἶμαι ἀνθισμένη,
διάλλεξα αὐτὴν τὴν ῥεματιά,
νὰ ζήσω εὐτυχισμένη.
-Θαρθοῦν κουτὲ γιὰ νὰ μὲ ἰδοῦν
τοῦ ἡλίου οἱ ἀχτῖδες
κι αὐτὲς τὸ ξέρεις πὼς μποροῦν,
γιὰ ἐμένα νἆναι ἀσπῖδες.
-Εἶμαι ὁ ἄνεμος τρελλή,
ὁ τρόμος, ὁ ξεριζώστης,
μοῦ φέρνεις γέλωταν πολύ,
δὲν ἔχεις φὼς διασώστην.
-Εἶμαι ὁ κλέπτης τῆς χαρᾶς
ποὺ εἰς τὰ ἄνθη σου ἐπάνω μένει,
τοῦ ποταμοῦ εἶμαι ὁ χαλαστὴς
τῆς ῥεματιᾶς ὁ βιαστής.
-Ἄνεμε χαζέ, ὀνειροπαρμένε,
πέρασαν μελισσόπουλα γιὰ ἐσένανε ῥωτώντας·
τὰ φίλεψα μὲ ὀμορφιὰ
καὶ φύγανε πετώντας.
-Ταξείδεψαν εἰς τὴν ῥεματιὰ
ποὺ ζῶ εὐτυχισμένη,
μοῦ ἀφῆσαν χρῶμα τῆς βροχῆς
καὶ τώρα εἶμαι ὁπλισμένη.
-Δὲν εἶμαι βλέπεις μόνη μου,
εἶμαι ἐρωτευμένη,
τ’ ἀγόρι μου εἶναι ὁ ποταμός,
αὐτὸς τοῦ ἡλίου εἶν’ἀδελφός.
-Μὴν τὴν ὁργὴν μου προκαλεῖς
ἄμυαλη χορταρένια,
οὔτε ὁ ἀδελφὸς του οὔτε αὐτός,
ἐμπρὸς μου θἆναι αἰώνια.
-Θὰ ξεριζώσω γύρω σου
ἀνθοὺς ἀλλὰ καὶ γέρους,
θὰ σὲ ἀφήσω μοναχήν,
μὲ ἐρωμένην τὴν αὐγήν.
-Θἆσαι χορτάρι λυγερόν
εἰς τῆς ῥεματιᾶς τὴν ζήσην
κι ὕστερα θἄλθη ὁ ποταμός,
τὰ μάτια σου νὰ κλείσῃ.
-Τ’ ἀγόρι σου εἶναι φονιᾶς,
τὴς ῥεματιᾶς ὁ δράκος
καὶ θἆσαι ἐσὺ τῆς γειτονιᾶς,
ὁ ἐφιὰλτης της ὁ μαῦρος.
-Ἄνεμε ἐσσαεί, ὁ ποταμὸς θὰ εἶναι ἐδῶ
κι ἐγὼ ὅλο ἀνθισμένη·
ξεριζωςέ με ἄτιμε,
ἐγὼ εἶμαι εὐτυχισμένη.
-Καἰ τὰ νερὰ του ἐὰν ὁδηγῇς,
τὰ φέρῃς νὰ μὲ πνίξουν,
τ’ἀστέρια διῶξε ἐὰν μπορῇς,
θἄρθουν νὰ μὲ ξυπνήσουν.
-Κάθε φορὰ ποὺ ἡ ζήλια σου
θὰ μὲ καταστρέφῃ,
θὰ στέλλῃ ὁ Ὡρίων τὴν αὐγήν,
νὰ μὲ ἀνασταίνῃ.
-Θὰ εἶμαι πάντα ὁ φθόνος σου
καὶ τῆς ὁργῆς σου ὁ πόνος,
φύγε τώρα ἄνεμε,
φύγε καταραμένε.
-Δὲν ἔχω χρόνον πρασινομάτα χλόη
καὶ τώρα θὰ πεθάνῃς,
θὰ γίνῃ ὁ ἀνθός σου πέρασμα
καὶ ὀ ποταμός σου ἐφιάλτης.
-Δὲν θὰ κυττάξω χλόη πίσω μου,
θ’ ἀφήσω ὄλο συντρίμια,
θὰ γίνῃ χαλασμὸς εἰς τὴν ῥεματιά,
δὲν θἄχῃς ἄνθη ἀγκαλιά.
-Ἄνεμε θἆμαι πάντα ἐλεύθερη
γεμάτη ὑπερηφάνεια,
γιὰ τούτη ἐδῶ τὴν ῥεματιά,
πᾶρε μου καὶ τὰ νιάτα.
-Δὲν ζῶ ἐγὼ γονατιστὴ
ἐμπρὸς εἰς τὴν ὁρμήν σου
καὶ μέσα ἀπὸ τὰ ἄνθη μου
θὰ ζήσῃ ἡ ψυχή μου.
-Γύρω μου θἆναι τὰ πουλιὰ
νὰ τραγουδοῦν τὴν λευτεριά,
καὶ τ’ ἀηδόνια ἄνεμε, πολλά,
τῆς ἄνοιξης κτίζουν φωλιά.