«Κυττάζω» καὶ ὄχι «κοιτάζω».
Κυττάζω (κυττῶ) ἀπὸ τὸ κυπτάζω-κυπτῶ, σκύβω δηλαδὴ νὰ δῶ μὲ προσοχή.
«Κοιτάζω» ἀπὸ τὴν «κοίτη», δηλαδὴ τὸ κρεββάτι, τὴν κλίνη.
Κοιτάζω σημαίνει κοιμᾶμαι.
Κυττάζω-κυττῶ σημαίνει βλέπω.
«Κυττάζω» καὶ ὄχι «κοιτάζω».
Κυττάζω (κυττῶ) ἀπὸ τὸ κυπτάζω-κυπτῶ, σκύβω δηλαδὴ νὰ δῶ μὲ προσοχή.
«Κοιτάζω» ἀπὸ τὴν «κοίτη», δηλαδὴ τὸ κρεββάτι, τὴν κλίνη.
Κοιτάζω σημαίνει κοιμᾶμαι.
Κυττάζω-κυττῶ σημαίνει βλέπω.