Ἀπὸ τὸν θαυμαστὸ κόσμο τοῦ Ὁμήρου. Βρὲ τὸν κερατά! Τοὺς ἔπιασε στὰ πράσα!

Ἀπαγορεύεται ἡ ἀναδημοσίευσις τῶν κειμένων τοῦ κυρίου Μιχαῆλ Ἀλεξανδρῆ δίχως τὴν ἄδειά του!!!
Παρακαλῶ πολὺ σεβαστεῖτε το…
Εὐχαριστῶ.

Φιλονόη

 

Τέτοιο τραγούδι μόνο ὁ Ὅμηρος ἔγραψε (θ266-367) καὶ μόνο ὁ Δημόδοκος τραγούδησε (ἔρωτας, μοιχεία, ἀποκάλυψη, γέλια). Ἀπὸ μένα τὰ σχόλια εἶναι περιττά. 

266 Κι εκείνος την κιθάρα παίζοντας γλυκό τραγούδι αρχίζει, πως η Αφροδίτη η ομορφοστέφανη κι ο Άρης σε αγάπη επέσαν και πως αρχή κρυφά πρωτόσμιξαν στου Ηφαίστου το παλάτι’ κι εκείνος δώρα της εχάρισε πολλά, και το κλινάρι

270 βαριά του ρήγα Ηφαίστου εντρόπιασε᾿ μα ο Γήλιος, που τους είδε να σμίγουν, έτρεξε στον Ήφαιστο και του ‘πε το μαντάτο. Κι αυτός, σαν άκουσε το μήνυμα και τον πικρό το λόγο, στο χαλκιδιό του επήγε κλώθοντας κακές δουλειές στα φρένα·και βάλθηκε, τρανό στο κούτσουρο πιθώνοντας αμόνι,
275 δίχτυα να φτιάνει, ασύντριφτα, άλυτα, για να βρεθούν δεμένοι.  Κι ως με τον Άρη τα ‘χε, χάλκεψε με πονηριά τα δίχτυα, κι έπειτα μπήκε μες στην κάμαρα, που πλάγιαζε τις νύχτες· κι άπλωσε γύρα τα πλεμάτια του στου κλιναριού τα πόδια, πολλά να κατεβαίνουν έβαλε κι από τα μεσοδόκια,
280 λεπτά σαν αραχνιές· δε δύνουνταν κανείς να τα ξεκρίνει, θεός κι ας ήταν τι με ξέχωρο τα ‘χε χαλκέψει δόλο. Κι αφού στην κλίνη γύρα εσκόρπισε τα δολερά του δίχτυα, στη Λήμνο τάχα, στο καλόχτιστο να πάει νησί κινούσε, που από τις άλλες χώρες πιότερη της είχε αγάπη πάντα.
285 Ο Άρης ωστόσο ο χρυσοχάλινος δε βίγλιζε του κάκου· τον Ήφαιστο θωρώντας που ‘φευγε, τον ξακουστό τεχνίτη, να πάει στου Ηφαίστου του περίλαμπρου κινούσε το παλάτι, να σμίξει με την ωριοστέφανη Κυθέρεια λαχταρώντας. Εκείνη απ᾿ τον τρανό τον κύρη της, το γιο του Κρόνου, ό,τι είχε
290 γυρίσει και καθόταν κι άνοιξεν εκείνος, κι όπως μπήκε, το χέρι σφίγγοντας της μίλησε κι αυτά της λέει τα λόγια: «Πάμε, καλή μου, να πλαγιάσουμε, τον πόθο να χαρούμε· ο Ήφαιστος τώρα εδώ δε βρίσκεται᾿ πια θα ‘χει πάει στη Λήμνο το δίχως άλλο, τους αγριόφωνους για ν᾿ ανταμώσει Σίντες.»
295 Είπε, κι εκείνης της καλάρεσε να κοιμηθούν αντάμα’ όμως στο στρώμα μόλις έπεσαν, τρογύρα τους απλώσαν κρυφά του πολυμήχανου Ήφαιστου τ᾿ άφαντα δίχτυα, κι ούτε πια είχαν τη δύναμη τα μέλη τους ν᾿ ασκώσουν, να κουνήσουν, και τότε το ‘νιωσαν πως πιάστηκαν και γλιτωμό δεν έχουν.
300 Στην ώρα πάνω ο Κουτσοπόδαρος, ο ξακουστός τεχνίτης, με βιάση διάγειρε στον Όλυμπο, πριχού στη Λήμνο φτάσει’ ο Ήλιος μαθές τους παραμόνευε και του ‘φερε μαντάτο. Και πήρε δρόμο για το σπίτι του με πικραμένα σπλάχνα, κι ως στάθη ομπρός στην πόρτα, η μάνητα βαριά τον συνεπήρε’
305 φωνή του ξέφυγε άγρια κι έκραξε τους αθανάτους όλους: «Πατέρα Δία και σεις αθάνατοι θεοί μακάριοι, ελάτε! Δέστε δουλειές για γέλια, αβάσταχτες, πως η Αφροδίτη δείχνει, του γιου του Κρόνου η κόρη, πάντα της σε μένα καταφρόνια, τι, είμαι κουτσός, και την αγάπη της την κρύβει για τον Άρη,
310 που ειν᾿ όμορφος και τα ποδάρια του γερά, μα εγώ σακάτης γεννήθηκα᾿ σ᾿ αυτό δεν έφταιξεν άλλος κανείς, μονάχα οι δυο γονιοί μου, που δεν έπρεπε να μ᾿ έχουν γεννημένο. Μα για κοιτάχτε τους πως κοίτουνται και χαίρουνται τον πόθο στην κλίνη τη δικιά μου! Η πίκρα μου θεριεύει που τους βλέπω.
315 Όμως κι αυτοί δεν το φαντάζουμαι πια να πλαγιάσουν έτσι καν μια στιγμή, κι ας είναι η αγάπη τους τρανή· την όρεξη τους κι οι δυο θα χάσουν! Μα τα βρόχια μου κι ο δόλος μου δεμένους θα τους κρατούν, ωσόπου ο κύρης της τα δώρα μου γυρίσει, που για τη σκύλα θυγατέρα του περίσσια του ‘χα δώσει·
320 γιατί, κι αν είναι η κόρη του όμορφη, καμιά δεν έχει πίστη!» Σαν είπε αυτά, στο χαλκοκάτωφλο συνάχτηκαν παλάτι οι αθάνατοι οι άλλοι: ήρθεν ο Απόλλωνας ο μακροσαγιτάρης, κι ο Ποσειδώνας ήρθε, κι έτρεξε κι ο Ερμής ο πρωτοκλέφτης, και μοναχά οι θεές στα σπίτια τους από ντροπή απόμειναν.
325 Κι οι αγαθοδότες όπως στάθηκαν, οι τρισμακαρισμένοι θεοί στην πόρτα αντίκρυ, σε άσβηστο ξέσπασαν όλοι γέλιο, του Ηφαίστου ως είδαν του πολύβουλου τα δίχτυα και τους δόλους· κι έτσι μιλούσεν ο καθένας τους στο διπλανό γυρνώντας: «Καμιά δουλειά κακή δεν πρόκοψε᾿ τον γρήγορο τον φτάνει ὁ ἀργός.
330 Για ιδές τον Ήφαιστο, που τσάκωσε τον Άρη, κουτσός, αργός, τον πιο γοργόποδο μες στους θεούς του Ολύμπου, με δόλο. Τώρα για το ντρόπιασμα χρωστάει κι απανωτίμι!» Τέτοια σταύρωναν συναλλήλως τους εκείνοι λόγια τότε, κι ο Απόλλωνας ο ρήγας μίλησε του Ερμή και τέτοια του ‘πε:
335 «Ερμή, του Δία γιε αγαθόδωρε, για πες μου, ψυχολάτη, με τη χρυσή Αφροδίτη δίπλα σου θα το ‘θελες στο στρώμα να κοίτεσαι και να ‘σαι με άλυτα πλεμάτια αλυσωμένος;» Κι ο ψυχολάτης του αποκρίθηκεν Αργοφονιάς και του ‘πε: «Μακάρι, μακρορίχτη Απόλλωνα! Κι ας ήταν ένα γύρο
340 τρεις φορές τόσα δίχτυα αρίφνητα να ζώνουν το κορμί μου, και σεις, θεοί, κι οι θέαινες όλες τους να μας θωρείτε, φτάνει με τη χρυσή Αφροδίτη δίπλα μου να κοίτουμαι στο στρώμα!» Έτσι μιλούσε, κι οι άλλοι αθάνατοι θεοί τα γέλια έβαλαν᾿ ο Ποσειδώνας μόνο αγέλαστος κρατιόταν, και ζητούσε
345 με παρακάλια από τον Ήφαιστο τον Άρη να λυτρώσει, και κράζοντας τον ανεμάρπαστα κινούσε λόγια ομπρός του: «Λυσ ‘τον, εγώ το παίρνω πάνω μου να σου πλερώσει πλέρια ό,τι ταιριάζει στους αθάνατους μπροστά, καθώς προστάζεις.» Κι ο δοξασμένος Κουτσοπόδαρος απηλογιά του δίνει:
350 «Της γης αφέντη, τέτοια πράματα μη μου ζητάς αλήθεια! Για ένα χαμένο εγγύηση παίρνοντας χαμένος βγαίνεις πάντα. Εσένα πως μες στους αθάνατους θεούς να δέσω, αν φύγει ο Άρης αφήνοντας με απλέρωτο, μια και λυθεί απ᾿ τα δίχτυα;» Κι ο Ποσειδώνας του αποκρίθηκε και του ‘πε, ο κοσμοσείστης:
355 «Ήφαιστε, αν πάρει δρόμο φεύγοντας και χρέος σου αφήσει πίσω ο Άρης, ατός μου εγώ σου υπόσκουμαι να σου το ξεπλερώσω.» Κι ο δοξασμένος Κουτσοπόδαρος απηλογιά του δίνει: «Πρεπό δεν είναι κι ουδέ γίνεται να σου αρνηστώ τη χάρη.» Αυτά είπεν ο αντρειωμένος Ήφαιστος και τα πλεμάτια λύνει·
360 απ᾿ τα δίχτυα που τους έδεναν σφιχτά λευτερωμένοι, μεμιάς πετάχτηκαν και τράβηξαν — εκείνος για τη Θράκη, τούτη, η Αφροδίτη η αχνογελόχαρη, στην Κύπρο πέρα έδιάβη, στην Πάφο, όπου της είχαν τέμενος κι ένα βωμό εύωδάτο. Εκεί την έλουσαν οι Χάριτες, την άλειψαν με λάδι αθάνατο,
365 με αυτό που αλείβουνται κι οι άλλοι θεοί κι αστράφτουν, και ρούχα πάγκαλα της φόρεσαν, θωρώντας να θαμάξεις. Αυτά ετραγούδα ο πολυδόξαστος τραγούδιστής· ωστόσο ακούοντας ο Οδυσσέας αγάλλουνταν βαθιά, μαζί του κι οι άλλοι, οι Φαίακες, οι άντρες οι μακρόκουποι και θαλασσακουσμένοι.

Μιχαὴλ Χρ. Ἀλεξανδρῆς
Φιλόλογος

(ἡ σελίδα τοῦ Μιχαῆλ ἐδῶ)

φωτογραφία

Ἀποποίηση εὐθύνης

Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.

Ἀπαντῆστε

Ἡ ἠλεκτρονική σας διεύθυνση δὲν θὰ δημοσιευθεῖ. Τὰ ὑποχρεωτικὰ πεδία σημειώνονται μὲ *