Πότε πράγματι εἶμαι πλούσιος; Ὅταν ἔχω ἤ ὅταν «εἶμαι» καί αἰσθάνομαι πώς τό «ἔχω» εἶναι δευτερεῦον καί συνεπαγόμενον;
Στὴν πρώτη περίπτωσιν πρέπει νὰ κατέχω μεγάλη ποσότητα χρημάτων καὶ ἀγαθῶν, νὰ «πατῶ» ἐπάνω στὴν ἀσφάλεια (;;;) ποὺ αὐτά, τὰ χρήματα καὶ τὰ ἀγαθά, ἐπιπλάστως, μοῦ παρέχουν καὶ νὰ ἐπιχειρῶ, διαρκῶς, νὰ τὰ συντηρήσω (ἐὰν ὄχι νὰ τὰ πολλαπλασιάσω) γιὰ νὰ διατηρήσω (ἢ καὶ νὰ ἐπεκτείνω) τὸ αἴσθημα ἀσφαλείας μου. Εἶναι ὅμως ἀληθές αὐτό τό αἴσθημα ἤ εἶναι ἐπίκτητον;
Στὴν δευτέραν περίπτωσιν ὅμως ἁπλῶς καὶ μόνον ὁ Ἄνθρωπος ἀρχίζει νὰ αἰσθάνεται ἀσφαλὴς διότι, πολὺ ἁπλᾶ εἶναι ἢδη αὐτὸ ποὺ τοῦ χρειάζεται, μὲ ἀποτέλεσμα τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ χρήματα ὄχι μόνον νὰ παίζουν δευτερεύοντα ῥόλο στὴν ζωή του, ἀλλὰ ἐπὶ πλέον νὰ καθίστανται, σταδιακῶς, περιττά. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ἀπαραιτήτως πὼς θὰ τρέφεται μὲ …ἀέρα καὶ θὰ κοιμᾶται κάτω ἀπὸ τὰ …ἄστρα, ἀλλὰ κάτι ἄλλο, ποὺ ἐὰν δὲν τὸ ἀνακαλύψουμε μόνοι μας, ὅσο καὶ νὰ ἀναλυθῇ, θὰ παραμένη ἀκατανόητον.
Πρόκειται ὅμως γιὰ μίαν διαδικασία, ποὺ ἐὰν ὁ Ἄνθρωπος ξεκινήσῃ νὰ τὴν διαπιστώνῃ, εἶναι μονόδρομος μετὰ γιὰ αὐτὸν τὸ νὰ τὴν κατακτήσῃ σὲ ἐπίπεδον ἀπολυτότητος.
Κι ἐνᾦ σὲ ὅλον τὸν πλανήτη, λίγο ἔως πολύ, πράγματι ἴσχυε (καὶ ἰσχύει) τὸ νὰ κρίνεται κάποιος γιὰ τὸ ποιόν του ἀπὸ τὸ «ἔχειν» (τὰ πόσα κατέχει), ἐν τούτοις πάντα, στὸ βάθος τῆς ἀνθρωπίνου σκέψεως, ὑπερίσχυε, ἀκόμη κι ὡς κάτι παράλογον, μακρυνὸ ἢ καὶ ἰδεατόν, ἡ πλαστότης αὐτοῦ τοῦ προτύπου. Καί, τελικῶς, παρ’ ὅ,τι πράγματι ὁ «δυνατὸς» τῶν κοινωνιῶν μας εἶναι κι ὁ κατέχων, ἐν τούτοις, σιγά-σιγά, ἀποδεικνύεται, μᾶλλον (γιὰ τὴν ὥρα ἀκόμη) διαισθητικῶς, πὼς ὁ πράγματι δυνατὸς δὲν εἶναι ἀπαραίτητον νὰ εἶναι καὶ ὁ κατέχων ὑλικὰ ἀγαθά, παρὰ κάτι ἄλλο, τὸ ὁποῖον ἀκόμη ἀγνοοῦμε.
Δὲν θὰ περάσω σὲ κήρυγμα ἠθικολογίας σήμερα ὅμως. Ἀπὸ ἀρχαιοτάτων ἐτῶν ὁ σεβαστός, ἦταν ὁ δυνατός. Ὁ δυνατὸς ὅμως ἦταν δυνατός, διότι, πολὺ ἁπλᾶ κατεῖχε μεγάλες περιουσίες σὲ εἶδος. Αὐτὸ συνέβη, συμβαίνει καὶ ἐπιχειρεῖται, ἀπὸ τὰ κέντρα διαμορφώσεως τῶν συνειδήσεών μας (βλέπε καὶ συστήματα ἐκπαιδεύσεώς μας, δημοσία ἀπαιδεία καὶ Μέσα Μαζικῆς Ἐξαπατήσεως) νὰ ἐξακολουθήσῃ. Ὅμως, ὅπως ἤδη πρὸ ἀνέφερα, αὐτὸ πλέον, ἀργὰ ἀλλὰ σταθερά, ξεκίνησε νὰ ἀποδομεῖται ἤδη, μὲ ἀποτέλεσμα τοὐλάχιστον οἱ κατέχοντες σήμερα ὑλικὰ ἀγαθά, στὴν πλειοψηφία τους, ὄχι μόνον νὰ μὴ τυγχάνουν σεβασμοῦ, ἀλλὰ ἐπὶ πλέον νὰ ἀπομονώνονται καὶ νὰ χάνουν διαρκῶς τμήματα τοῦ (ἐπιπλάστως καί, δολίως, σὲ ἀρκετὲς περιπτώσεις) ἀποκτειθέντος αὐτοῦ σεβασμοῦ.
Ἡ Ἀνθρωπότης ἤδη κινεῖται σὲ νέες ἀτραπούς, τέτοιες ποὺ πλέον αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὰ πρότυπα καταῤῥέουν. Τὰ δεσμά, κάθε εἴδους κι ἐπιπέδου, τὸ ἕνα πίσω ἀπὸ τὸ ἄλλο ἀκυρώνονται, διότι πατοῦσαν ἐπάνω σὲ ψεύδη, σκοπιμότητες καὶ παρανοήσεις. Ἡ πραγματικὴ ἀνάγκη τοῦ κόσμου μας εἶναι πλέον σαφής: ἀκύρωσις τῆς ὑπαρχούσης ἠθικῆς, ἀντικατάστασίς της ἀπὸ μίαν δικαία ἠθικὴ καὶ ἀποδόμησις κάθε παρανοήσεως, παρερμηνείας καὶ πλαστότητος. Ὁ «πλοῦτος» πλέον, σιγά-σιγὰ ἀποκτᾶ τὶς πραγματικές του διαστάσεις, ἐν τελῶς ἀντίθετες μὲ τὰ ὄσα ἔως σήμερα πιστεύονται, διότι, πολὺ ἀπλᾶ ἑστιάζει στὰ ἀναγκαία καὶ σημαντικά. Ὁ πλούσιος λοιπόν, θέλουμε δὲν θέλουμε, τείνει (καὶ θὰ γίνη) ὁ Ἄνθρωπος τοῦ «Εἶναι» ἐνᾦ ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ παραμένοντες στὸ «ἔχειν» πολὺ ἁπλᾶ θὰ ἐξαφανισθοῦν.
Γιὰ νὰ συμβοῦν ὅμως ὅλα αὐτά, μὰ κυρίως γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὴν ἐπίκτητό μας ἀπληστία, ποὺ μαζὺ μὲ τόσα ἄλλα, μᾶς ἐφόρεσαν οἱ ἔως σήμερα ἠθικὲς δομὲς τοῦ κόσμου μας, ἀπαιτεῖται κάτι πολὺ ἁπλό: νὰ ἑστιάσουμε μόνον σὲ ἐμᾶς. Ἐὰν ἐπὶ τέλους δὲν κυττάξουμε μέσα μας, νὰ «ξεφλουδίσουμε» τὰ περιττά, νὰ κρατήσουμε τὰ χρήσιμα καὶ νὰ συνειδητοποιήσουμε πὼς ἡ πορεία μας εἶναι ἀτομικὴ (καὶ μοναχική), δὲν πρόκειται νὰ ἔλθῃ κάποιος γιὰ νὰ μᾶς καθοδηγήσῃ.
Ἄλλως τέ, εἶναι διακριτὸ ἤδη πὼς ἡ σύγχρονος ἐκδοχὴ τῆς ἀπληστίας τὸ μόνον ποὺ ἐπιφέρει εἶναι μεγαλύτερες ἠθικὲς καταπτώσεις. Κι ἀκριβῶς ἐπεὶ δὴ τὸ μεγαλύτερόν μας πρόβλημα προέρχεται ἀπὸ αὐτοῦ τοῦ τύπου τὶς ἠθικὲς διαβρώσεις, ἂς θεωρήσουμε ὡς δεδομένον πὼς δὲν ἀργεῖ ἡ στιγμὴ τῆς ὁλικῆς καταῤῥεύσεως τοῦ συγχρόνου μοντέλου.
Κάτι τελευταῖο… Ὡς γνωστὸν κάθε ὀργανισμὸς (κοινωνία ἐπὶ τοῦ πρὸ κειμένου) ἀποτελεῖται ἀπὸ κύτταρα (ἄτομα ἐπὶ τοῦ πρὸ κειμένου). Ἡ ὐγεία (μὰ κι ὀ ἀριθμὸς) τῶν κυττάρων θὰ καθορίση τὸ ἐὰν θὰ ἐπιβιώση, ἤ ὄχι, ὁ ὀργανισμός.
Ἡ Ἀνθρωπότης λοιπόν, ὡς ὀργανισμός, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ τὰ κύτταρά της, τοὺς Ἀνθρώπους, ἤδη ξεκίνησε τὴν ἀντίστροφον πορεία, πρὸ κειμένου νὰ διασωθῇ καὶ νὰ ἐπιβιώσῃ.. Τὸ πόσοι θὰ στραφοῦν, συνειδητῶς, πρὸς αὐτὸν τὸν Ἀναγκαῖο γιὰ ὅλους μας, μονόδρομο δὲν χρειάζεται νὰ μᾶς ἀπασχολῇ. Εἶναι ὅσοι χρειάζονται, ἐκεῖ ποὺ χρειάζονται γιὰ νὰ πράξουν αὐτὰ ποὺ χρειάζονται. Ἐμᾶς πρέπει νὰ μᾶς ἀπασχολῇ μόνον τὸ ἐὰν θὰ συνεισφέρουμε, ἤ ὄχι, καὶ κατὰ πόσον πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνσιν.
Ἀποποίηση εὐθύνης
Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.