
οἱ ἀπόμερες,
σιγομουρμούρισαν
ἀναδεύτηκαν ἀνήσυχα
καὶ μὲ σταθερότητα ἀτσάλινη
διέλυσαν, ὅ,τι ὀνόμαζα, ἡρεμία.
Συνέχεια
Εἶχε αὐτὸ τὸ ἀνήμερο στὰ μάτια
Καὶ τὸ σμιλεμένο
τυραγνισμένο πρόσωπο
δήλωνε τὰ βάσανα
ποὺ ἡ ζωὴ τοῦ εἶχε ἀντιτάξει,
βάζοντας κατὰ μέρους
τὴν κοινωνική της μάσκα
Συνέχεια
Μάννα…
σκορπίσανε παντοῦ τὰ ὄνειρά μου…
ἔφυγες Μάννα ἐσὺ κι ἡσύχασες γιὰ πάντα…
καὶ γὼ ἐδῶ, νὰ κουβαλάῳ τὴν σκιά μου…
ὡσεὶ παρών, νὰ σοῦ μιλάῳ ἀπ’ τὴν καβάντζα…
Λὲς δὲν ὑπάρχεις …ὅ,τι σ’ ἔλειωσε τὸ χῶμα… Συνέχεια
Αὐτό τό πεῖσμα τό τυφλό ἦταν
πού κράταγε ὁρθό τό κορμί
καί ἒκανε τήν καρδιά
νά βροντᾶ μουγγά στό στέρνο.
Συνέχεια