Ἡ ἡρεμία τοῦ δάσους
εἶχε ἁπλώσει τά χάδια της,
ἐπάνω εἰς τὶς πανέμορφες κόρες της,
τὰ δίδυμα κοριτσόπουλα μὲ τὰ χορταρένια κορμάκια
καὶ τὰ λευκὰ σὰν χιόνι χεράκια τους.
Ὁ ἥλιος,
χρόνους πολλοὺς ἄφηνε τὴν κυρά – γῆ,
τὴν παρέδιδε εἰς τὰ χέρια τῆς Ἑκάτης
καὶ ὁλονυκτίς,
κεντοῦσε μὲ τὸ ξανθόν του αἷμα,
Συνέχεια