Μιὰ τῆς ζωῆς στιγμὴ


Φλεβάρης ἦταν…
παραδωμένος εἰς τῆς ζήλειας τὰ χέρια,
τὴν μιὰ κακιωμένος,
τὴν γῆ μὲ κρύον λευκὸν ἐστόλιζε 
καὶ τὴν ἄλλην μὲ ψεύτην ἥλιον,
γελαστός,
γυροβολοῦσε εἰς τὶς ἀκρογυαλιές.
 

Ξανὰ θὰ βαδίσω

Ξανὰ θὰ βαδίσω

 
– Πιᾶσε σφικτὰ τὸ χέρι μου,
ἀκριὰ νὰ βαδίσῃς τῆς κορυφογραμμῆς,
τοῦ ἄλλου ὄρους,
μιάς καὶ τὸ ἰδικόν μας,
πάει πιᾶς, τὸ ἐδώκανε…

Συνέχεια

Καὶ ἐγέννησεν Ποίησιν

 

Σιωπηλὸν πισωπλάτησε μὲ τρόμον τὸ σκότος,
ἔσειρε τὰ βήματά του δειλά,
πέρα τῆς Πρώτης Φωνῆς,
πέραν τοῦ ὡραίου φωτὸς μακρυὰ
καὶ τῆς ἐγκύου φλογισμένης τῶν Ἑλλήνων γλώσσης.
 

Κλάδος ἐλαίας καὶ εἰρήνης.

Πρώτη ἡ λαμπρὴ μιᾶς πασχαλιᾶς,
τραγούδαε σὲ κλώνους πάνω, εἰρήνης καὶ ἐλιᾶς
κι ὁλοῦθε δεκατιανὸν λιοπύρι·
μιὰ στάλα ἀκόμη κι ἐξεχείλιζε,
ἀπ’ ὀμορφιάν, τὸ ῥοδαλόν της χείλι.

Συνέχεια