Μύριες ἀράδες

Μαῦρος ἤλιος τὰ μάτια μου καίει
καὶ τὸ κορμί μου
κυνηγημένον τῆς φωτιᾶς,
φρενιασμένον σὲ ἄμμον σκοτεινὴν γυρνᾶ.

Στεῖρα τὰ δένδρα,
μὲ ξέγυμνα κλαριά,
σκιὰ πουθενὰ,
τὸ κάλλος παντοῦ,
κολασμένον·
κι  ἐσύ,
Φὼς τοῦ Ὁμήρου 
εἰς τὸ χῶμα σκλαβωμένον. 
Χά! 
Ἕλληνα! 
σὲ πλοῦτον ψεύτην,
ντροπιασμένε!
Ἕλληνα!

 

εἰς τοῦ Ἐφιάλτου τὴν πλάνην 
παραδομένε!
Χά!

 

Ἕλληνα! 
κῦττα με·
εἶμαι ἡ Ἱστορία!
περνοῦν ἐμπρός μου αἰῶνες μύριοι, 
μὲ μύριες ἀράδες μὲ αἷμα γραμμένες, 
μὲ λεύτερες θάλασσες μὲ ἀκτὲς ἀνδρειωμένες, 
μὲ γῆν ἀπ’ ἀγρίους καμμένην 
καὶ ὑμνοῦν σε!
 
Σήκω ἀπάνω Ἕλληνα! 
φωνάζει σε ὁ Κάλβος κι ὁ Σικελιανός,
φωνάζει  σε ὁ Παλαμᾶς κι  ὁ Σολωμός·
ὁ Βάρναλης, ὁ Ἑλύτης,
ὁ ἄνεμος κι ὁ ποταμός!

Leave a Reply