
Πρέπει λοιπὸν νὰ λείψουν ἀπὸ τὸ γένος τὰ κρυφά, καὶ σὰν ἀληθινοὶ πατριῶται νὰ κηρύττωμεν τὴν ἀληθείαν εἰς ὅλους, χωρὶς κανέναν φόβον.
Ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ λυσσιάζουν διὰ ἀξιώματα ἄς γράψουν διπλωματικά, ἄς λέγουν κρυφὰ κι ἄς προσπαθῇ νὰ γελᾷ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον.
Αὐτοὶ εἶναι σὰν πανούκλα εἰς τὴν Ἑλλάδα καὶ πρέπει ὁ λαὸς νὰ χωρισθῇ ἀπ΄ αὐτοὺς καὶνὰ τοὺς κάμῃ κουμάτζια (κάθαρσις) διὰ νὰ μὴν μολευθοῦμε ὅλοι μας καὶ χαθοῦμεν…»
Ὀδυσσέας Ἀνδροῦτσος.
Αὐτὸς εἶχε προβλέψη μὲ τὴν φυσικήν του πανουργίαν δύο τριχίαι, αἱ ὁποῖαι φαίνεττι ὅτι ἦσαν ἀπὸ τὰ γαϊδούρια, ὅπου ἀνέβαινον εἰς τὸ Κάστρον, παλαιαὶς κατὰ κακήν του τύχην καὶ ἀδυνάτους.
Περὶ τὰς 5ης ὥρας τῆς νυκτός, τῆς 4ης Ἰουνίου, ἐνᾦ δύο στρατιῶται, ποὺ τὸν ἐφύλαττον, ἦσαν εἰς τὸ πρωτοΰπνιον, κρεμιέται μὲ τὴν μία ἀπὸ ψηλὰ τοῦ πύργου -Γουλὲ -ἔχοντας ζωσμένην καὶ τὴν ἄλλην εἰς τὴν μέσιν του, διὰ νὰ χρησιμεύσῃ ἀκολούθως νὰ κατεβῇ καὶ ἀπὸ τὰ τείχη τοῦ Κάστρου καὶ νὰ φύγῃ, ὅπου αὐτὸς ἤξευρεν.
Ἀλλὰ ἡ θεία δίκη, προλαμβάνουσα, φαίνεται, τοὺς ὀλεθρίους σκοποὺς τοῦ ἀνθρώπου τούτου, διὰ τὴν Πατρίδα ὠκονόμησεν, προτοῦ νὰ φθάσῃ ἀκόμη εἰς τὰ μέσα τοῦ Πύργου, καταβαίνοντας καὶ σπᾶ ἡ τριχιὰ ἐκείνη, καὶ πίπτει ὁ ἄθλιος εἰς τὸ λιθόστρωτον ἔδαφος τῆς Ἀπτέρου Νίκης, θῦμα ἐλεεινὸν τῆς κακοβουλίας καὶ πανουργίας του.»

Πριν απαντήσουμε στο ερώτημα οφείλουμε να σταθούμε στην προσωπικότητα του Οδυσσέα Ανδρούτσου, ο φωτισμός της οποίας φωτίζει άμεσα τις αιτίες και τις συνθήκες του θανάτου του.
Ομως δεν ήταν αυτό το πραγματικό του επίθετο.
Ο πατέρας του λεγόταν Ανδρέας Βαρούσης ή σύμφωνα με τον Μπάμπη Άννινο, Ανδρέας Μουτσανάς. Συνηθιζόταν όμως εκείνη την εποχή να προφέρονται τα ονόματα επί το κολακευτικότερον. Έτσι τον Ανδρέα το έλεγαν Ανδρούτσο, τον Πάνο Πανούτσο, τον Γιάννη Γιαννούτσο κ.ο.κ.
Πριν την Επανάσταση του ’21 ο Οδυσσέας ήταν στην στρατιωτική υπηρεσία του Αλή Πασά, όπου και εξελίχθηκε γρήγορα, φτάνοντας, στα 1816, να αναλάβει στρατιωτικός διοικητής στην επαρχία της Λειβαδειάς, ενώ στην συνέχεια η εξουσία του επεκτάθηκε στην Βοιωτία, στην Φωκίδα και την Δωρίδα. Το μέλλον του στην υπηρεσία των Τούρκων διαγραφόταν αναμφίβολα λαμπρό.«Ἀξιοσημείωτον – γράφει ὁ Κωνσταντῖνος Παπαμιχαλόπουλος- ὅτι οὐδεὶς ποτὲ τόσῳς, ὅσῳ ἧν ὁ Ὀδυσεύς, κατέχε τοιαὔτα, τιμητικὰ καὶ μεγάλα ἀξιώματα».
Καί τί τά πολυλογῶ; Τόσον μὲ ἐφώτισεν ὁ διάβολός μου, ὥστε νὰ γεμίσῳ ψείρας, νὰ λιμάξῳ ψωμί, νὰ κοιτῶμαι εἰς τὰ νερά, εἰς τὰ χιόνια καὶ εἰς τὴν λάσπην, νὰ δοκιμάζῳ κάθε στρατιωτικὴν ἀχαριστίαν, νὰ πίνῳ φαρμάκια ἀπὸ ἐχθροὺς καὶ φίλους, νὰ κυνηγῶμαι ὡς κατάδικος, ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς συγγενεῖς καὶ φίλους τῆς δικαιοσύνης, νὰ ἐπιθυμῷ συνελεύσεις ἐθνικάς, νὰ ἀγαπῷ δικαίους διοικητάς, νὰ εἶμαι λάτρης τῶν ἐναρέτων καὶ φίλος τῶν σοφῶν, νὰ διψῷ τὴν αὐτονομίαν καὶ ἀνεξαρτησίαν τῆς Ἑλλάδος, ἐπιθυμῶντας μόνον καὶ μόνον Ἕλληνας νὰ διοικοῦν καὶ νὰ βασιλεύουν εἰς τοὺς Ἕλληνας.»
Είχε πολλούς, λοιπόν, εχθρούς ο Οδυσσέας και κυρίως την τάξη των ανθρώπων που ήθελαν να γίνουν Τούρκοι στην θέση των Τούρκων, επιδιώκοντας να απαλλαγούν κάποια στιγμή από τους λαϊκούς ηγέτες της εποχής. Ο Κορδάτος, που δεν πολυσυμπαθεί τον Ανδρούτσο, αποτιμά ως εξής την προσωπικότητά του: «Τρεῖς κυρίως στρατιωτικὲς μορφὲς ἔβγαλε τὸ Εἰκοσιένα: Τὸν Κολοκοτρώνη, τὸν Ὀδυσσέα Ἀνδροῦτσο καὶ τὸν Γεώργιο Καραϊσκάκη.»
Αναμφίβολα περί αυτού επρόκειτο, γι’ αυτό και ο Οδυσσέας ήταν πάντοτε στο στόχαστρο του κοινωνικοπολιτικού κατεστημένου της εποχής που δεν έχανε ευκαιρία να εντοπίζει και να αξιοποιεί τα σημεία στα οποία ήταν ευάλωτος, την σκληρότητά του, την καχυποψία του, την φιλαρχία του και κυρίως την τόλμη του. Το γεγονός δηλαδή ότι δεν δίσταζε να κλείνει προσωρινές συμμαχίες με τον αντίπαλο, επιδιώκοντας εμφανή ή λιγότερο εμφανή, άμεσα, μεσοπρόθεσμα ή και μακροπρόθεσμα κέρδη, για την επανάσταση. Στο γράμμα του προς τον Δ. Υψηλάντη, που αναφέραμε στην αρχή, ο ίδιος γράφει γι’ αυτή του την τακτική:
«νὰ πληροφορήσῃς τὸν κόσμο ὅτι ἐγὼ κρατῶ πάντα ἀνταπόκρισιν μὲ τοὺς Τούρκους, μὲ σκοπὸν πατριτικόν, ὅπου μὲ τοῦτον τὸν τρόπον νὰ ἠμπορέσωμεν καμμίαν φορὰν νὰ τοὺς φέρομεν εἰς καμμίαν τοποθεσίαν, ὅπου τοὺς χάσωμεν. Ἀλλὰ ταὔτα μου τὰ τερτίπια οἱ κοτζαμπάσηδες καὶ οἱ νέοι Γεραλαῖοι τῆς μεγάλης ἐπικρατείας τῆς Ἑλλάδος τὰ λὲν προδοσίες.».
Αν βέβαια τα πράγματα είχαν μείνει στο επίπεδο της συκοφαντίας λίγο θα ήταν το κακό. Όμως δεν έμειναν εκεί. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος φυλακίστηκε και δολοφονήθηκε με την κατηγορία του προδότη κι έμεινε στην μνήμη των ανθρώπων μ’ αυτή την ρετσινιά για 40 ολόκληρα χρόνια.
Ας δούμε εν συντομία το πώς: Σπιλωμένος, δολοφονημένος, διασυρμένος
Τον Δεκέμβριο του 1824 κατηγορήθηκε ότι είχε έρθει σε συμφωνία με τους Τούρκους, επιδιώκοντας να δημιουργήσει ανεξάρτητο καπετανάτο στην Ανατολική Ρούμελη και την Εύβοια. Έτσι, με εντολή της κυβερνήσεως των επαναστατημένων Ελλήνων κινήθηκαν εναντίον του ελληνικά στρατεύματα, επικεφαλής των οποίων βρισκόταν το πρώην πρωτοπαλλήκαρο του, ο Γιάννης Γκούρας. Το ό,τι ο Ανδρούτσος είχε έλθει σε συνεννόηση με τους Τούρκους δεν αμφισβητείται ούτε από τους επικριτές του ούτε από τους υποστηρικτές του. Οι πρώτοι όμως μιλούν για προδοσία, ενώ οι δεύτεροι για την συνηθισμένη τακτική του Οδυσσέα να ξεγελά τον αντίπαλο, με σκοπό το όφελος του επαναστατικού αγώνα.
«Ὁ Ὀδυσσεὺς – λέει στὶς Ἀναμνήσεις του ὁ γαμβρός καὶ συναγωνιστής του Ἔδουάρδ Τρελλῶνη – πώποτε δὲν ἐπρόδωσε, ἦτον ὁ εἰλικρινέστερος πατριώτης καὶ στρατηγικώτερος ἀνὴρ τῆς ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως… Κατέφυγε δὲ εἰς τοὺς Τούρκους, ἴνα ἀπειλήσῃ τὴν ἀχαλινώτως διώκουσαν αὐτὸν κυβέρνησιν καὶ ἴνα φέρῃ τὸν τουρκικὸν στρατὸν εἰς τὰς χείρας τῶν Ἑλλήνων. Ἦτον γενικὸν στρατήγημα τῶν τε Ἑλλήνων καὶ Τούρκων νὰ προσποιῶνται προδοσίαν, ὅπως ὁ εἰς παγιδεύσῃ τὸν ἄλλον.»
Τα ίδια πάνω- κάτω λέει κι ο Ν. Σπηλιάδης στα απομνημονεύματα του.
Όμως και η ίδια η συμπεριφορά του Οδυσσέα όταν τα ελληνικά στρατεύματα στράφηκαν εναντίον του δεν ήταν συμπεριφορά προδότη, δεδομένου ότι απέφυγε να κτυπηθεί μαζί τους, στηριζόμενος στην τουρκική βοήθεια που εύκολα μπορούσε να εξασφαλίσει. Ο Γκούρας μάλιστα στις εκθέσεις του προς τους ανωτέρους του κατηγορεί τον Οδυσσέα ως δειλό επειδή απέφευγε να συγκρουστεί μαζί του.
Τελικά, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος παρεδόθη στους διώκτες του, οι οποίοι αντί να τον αφήσουν ελεύθερο, όπως του είχαν υποσχεθεί, τον οδήγησαν στην Αθήνα και τον φυλάκισαν στην Ακρόπολη. Μάλιστα όταν τον περνούσαν από τους δρόμους της πόλεως φρόντισαν και για την δημόσια διαπόμπευσή του.
«Ἡ ὑπόληψίς του – γράφει ὁ Κᾶρλ Μέντελσον- εἶχε ξεπέση ἐξ αἰτίας τῶν μηχανοῤῥαφιῶν τῶν ἀντιπάλων του καὶ τὸ πλῆθος τὸν σκαμπίλιζε εἰς τὸν δρόμον, καθὼς τὸν περνοῦσαν.»
Τελικά την νύνκτα 4 προς 5 Ιουνίου του 1825, αφού πρώτα τον βασάνισαν για να τους πει πού είχε κρυμμένους θησαυρούς, τον δολοφόνησαν συνθλίβοντάς του τα γεννητικά όργανα και στην συνέχεια οργάνωσαν την σκηνοθεσία ότι ο θάνατός του προήλθε από την προσπάθειά του να δραπετεύσει.
Σ’ αυτό βρίσκεται σύμφωνη η πλειοψηφία των ιστορικών. Ο Σπηλιάδης μάλιστα προσθέτει πως την διαταγή της δολοφονίας την έδωσε ο Γκούρας κατ’ εντολή της κυβερνήσεως ή του Κωλέτη. Προφανώς έτσι έγινε δεδομένου ότι όπως μας πληροφορεί ο Μακρυγιάννης τον Γκούρα «τὸν ἔτυπτε ἡ συνείδησίς του διὰ τὸ κάμωμα ὁποῦ καμεν εἰς τὸν Δυσσέα»…
Ο νεκρός Οδυσσέας ετάφη στον μικρό ναό των Ασωμάτων στους πρόποδες της Ακροπόλεως και μετά από οκτώ χρόνια η γυναίκα του πραγματοποίησε εκταφή των οστών, τα οποία κατέθεσε σε κάποιον από τους ναούς της πόλεως. Εν τω μεταξύ ο διασυρμός του αγωνιστή συνεχιζόταν και μετά τον θάνατό του. Για σαράντα ολόκληρα χρόνια τον αναθεμάτιζαν ως προδότη και κανείς δεν ήξερε πού βρίσκονται τα οστά του. Εδέησε όμως έστω και καθυστερημένα η πολιτεία να αναγνωρίσει την προσφορά του ήρωα και να του αποδώσει τις στοιχειώδεις τιμές, την Κυριακή 21/2/1865 κατά την τέλεση μνημοσύνου στην Μητρόπολη και την μετακομιδή των οστών του στο Α` Νεκροταφείο.
Έστω και αργά αυτή η δικαίωση ήταν σημαντική αν και στην συνείδηση του λαού ο Ανδρούτσος ήταν πάντα δικαιωμένος.
Ἀποποίηση εὐθύνης
Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.