Ἐκκλησιάζουσαι. (ἀναδημοσίευσις)

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΖΟΥΣΕΣ
ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ: Ἐξέρχεται μετὰ προφυλάξεως ἐκ τῆς οἰκίας της, κρατοῦσα λῦχνον ἀνημμένον, τὸν ὁποῖον τοποθετεῖ ἐπὶ τινὸς λίθου καὶ ὁμιλεῖ πρὸς αὐτόν:
Ὦ φῶς λαμπρὸ τοῦ λύχνου μου! ποὺ εἰς τὸν τροχὸν τὸν ἔπλασαν καί ὕστερα ψηλὰ ψηλά, στὸ σπίτι τὸν ἐκρέμασαν!!
Λῦχνε, θὰ εἰπῶ τὴν τύχη σου, καὶ τὴν καταγωγή σου.

Βγαλμένος ἀπὸ τὸν τροχό, ποὺ ζύμωσεν τὴν γῆ, χύνεις ἀκτῖνες λαμπερές, καὶ ἡ (λαδερή σου) μύτη λαβάνει ὅλας τὰς τιμὰς τοῦ Ἡλίου μέσα εἰς τὸ σπίτι.
Λοιπὸν τὸ φῶς σου χῦνε εἰς ὅ,τι μαζύ σου εἶναι.
Τὰ μυστικά μας ἔχουμε καὶ ὅλα τὰ κρυμμένα εἰς ἐσὲ φανερωμένα,—διότι ποτὲ δὲν κρύψαμε ἀπ’ τὸ  δικό σου μάτι τὰς στάσεις, ποὺ λαβαίνουμε ἐπάνω εἰς τὸ κρεββάτι.
Οὔτε μπορέσαμε ποτὲ μέσα εἰς τὰ κρυφά μας δώματα, νὰ κρύψουμ’ ἀπ᾿τὸ μάτι σου τὰ ντοῦρα μας τὰ σώματα.
Καὶ κάθε μας κρυφὴ μεριὰ φωτίζεις μοναχός σου…
Καὶ ὅπου οἱ τρῖχες μας ἀνθοῦν, γυαλοκοποῦν στὸ φῶς σου.
Κι’ ὅταν, ἀπὸ τοὺς ἄνδρες μας κρυφά, εἰς ταῖς ἀποθῆκες πᾶμε γιὰ φροῦτα καὶ  κρασί, πάντα μπροστά μας βγῆκες.
Καὶ μολονότι ἐγκληματεῖς μαζύ μας τόσους χρόνους, ποτὲ δὲν τὸ  μαρτύρησες, λυχνάρι, εἰς τοὺς γειτόνους!
Γι’ αυτὸ  θὰ μάθῃς σήμερα, (ἀγαπητὸ καντήλι μου), ὅ,τι ἐσυμφωνήσαμε ἐγὼ καὶ κάθε φίλη μου, εἰς τῶν Σκιρῶν τὴν πανήγυρι…
Μὰ (βλέπω ἐρημιά), κι’ ἀπ’ ὅσες καρτερῶ νὰ ῥθοῦν, δὲν φαίνεται καμμιά…
Κοντεύει ὅμως ἡ αὐγή, καὶ εἶναι χρέος ἡ Βουλὴ πρωΐ πρωΐ νὰ  βγῇ…
Καὶ πρέπει νὰ προφθάσουμε τὰς ἔδρας των νὰ πιάσουμε, ὅπου κάποτ’ ὁ Φυρόμαχος εἶπε δι’ αὐτές, πὼς «πρέπει
αἱ πόρνες ὅταν κάθωνται κανείς νὰ μὴν ταὶς βλέπῃ».
Τί νά συμβαίνῃ ἄρα γε; Μήπως δέν εἶχαν ἔννοια νά ῥάψουν τά γένεια, ὅπου εἴπαμε νά φέρνουμε, ἤ μήπως δέν μποροῦν
νά κλέψουν τά φορέματα, πού οἱ ἄνδρες τους φοροῦν;
Μὰ βλέπω ἕνα φῶς ἐκεῖ, ποὺ φθάνει λίγο, λίγο. Μήπως εἶν’ ἄνδρας πούρχεται; Ἐγὼ νὰ φεύγῳ λέω.

Τᾶσος Γκολέμης

Leave a Reply