Ὅσο ἐλπίζουμε κάτι νὰ ἀλλάξῃ πρὸς τὸ καλλίτερον, τόσο αὐτὴ ἡ βελτίωσις δὲν θὰ ἔρχεται. Δὲν γίνεται μὲ σαθρὰ ὑλικὰ νὰ δομήσῃς σταθερὰ κτίσματα. Πρέπει νὰ ἀπαλλαγοῦμε πλήρως καὶ ὁριστικῶς ἀπὸ ὅλα τὰ διεβρωμένα κατάλοιπα τοῦ κόσμου μας γιὰ νὰ μπορέσουμε, μὲ ἀποφασιστικότητα καὶ σθένος, νὰ ἐπαναδομήσουμε τὸν κόσμο μας.
Στὴν πραγματικότητα καταλήγουμε καθημερινῶς νὰ …ἀπελπιζόμεθα ὅλο καὶ περισσότερο, διότι μόνον διαπιστώνουμε αὐτὴν τὴν …πραγματικότητα. Κι ἂν τί νὰ ἑστιάσουμε, ὅλοι μας, στὸ πῶς θὰ τελειώνουμε τὸ ταχύτερον δυνατὸν ἀπὸ τὸ ὑβριδικὸ αὐτὸ μόρφωμα, ἐντὸς τοῦ ὁποίου διαβιοῦμε διαρκῶς περισσότερο συμπιεζόμενοι, ἐμεῖς ἐπιχειροῦμε, μὲ ὅλες μας τὶς δυνάμεις, νὰ διασώσουμε, ἐὰν εἶναι δυνατόν, κάτι ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ τελειωμένα.
Σαφῶς καὶ θὰ ἀποτύχουμε. Ἤδη τὸ γνωρίζουμε κι ἂς ἀρνούμεθα νὰ τὸ ἀποδεκτοῦμε.
Γιὰ νὰ ξεκινήσῃ τὸ Νέον πρέπει νὰ πεθάνῃ τὸ Παλαιόν. Τί δέν καταλαβαίνουμε;
Εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ λάβουμε τέτοιου εἴδους ἀποφάσεις, διότι, ἁπλούστατα πρέπει νὰ παραιτηθοῦμε ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ πιστεύαμε ὡς σημαντικά. Εἶναι ἀκόμη δυσκολότερον τὸ νὰ ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὴν καθημερινότητά μας καὶ νὰ ξεκινήσουμε, μὲ ὅλες μας τὶς δυνάμεις, νὰ ὀνειροδομοῦμε τόσο ὅσο μᾶς ἀναλογεῖ.
Μὰ ὅσο τὸ ἀναβάλλουμε, τόσο ὀδυνηρότερες θὰ εἶναι γιὰ ἐμᾶς οἱ στιγμὲς τῆς πλήρους κι ἀπολύτου κατακρημνίσεως.
Ὅμως, τελικῶς, «δικό μας τὸ μαχαῖρι δικό μας καὶ τὸ πεπόνι»…