Οἱ Τρωᾶδες, ὁ γυναικεῖος θρῆνος σὲ κάθε πόλεμο, κάθε Τροία.
«Ἀρχίζομεν τὸν ἕναν θρῆνον καὶ εἰς ἄλλον πίπτομεν πάλιν».
Ἀνακαλῶντας τὸν στῖχο τοῦ Κάλβου, οἱ Τρωᾶδες εἶναι ἕνα δρᾶμα τοῦ θρήνου. Μὲ αὐτὸν ἀνοίγουν, εἰς αὐτὸν καταλήγουν. Μὲ τὸν θρῆνο τῆς Ἐκάβης ἐπὶ σκηνῆς ἀνοίγει τὸ πρῶτο στάσιμο τῶν Τρωάδων τοῦ Εὐριππίδου, μὲ τὸν θρῆνο μίας Τρωαδίτισσας τῆς φλεγομένης Συρίας ἀνοίγουν καὶ οἱ Τρωᾶδες τῆς Συρίας, στὸ Old Vic τοῦ Λονδίνου. Ἐχει παρατηρηθεῖ ὅτι οἱ Τρωᾶδες εἶναι ἕνα δρᾶμα στὸ ὁποῖον λείπει ἡ δραματικὴ δομή. Ἐὰν ἡ τραγῳδία εἶναι «πρᾶξις τελεία», ἐδῶ ἡ πρᾶξις ἔχει ἤδη συντελεσθεῖ καὶ τὸ δρᾶμα συνίσταται σὲ ἕναν θρῆνο, πού, χωρὶς καμμία ἀναστολή, καμμία ἀνακούφιση, ὅλο βαθαίνει. Συνέχεια