Εἶμαι παιδάκι, νήπιον. Θέλεις νὰ μὲ προστατεύσῃς ἀπὸ τὸν κίνδυνο. Πῶς θὰ τὸ κάνῃς; Μὲ ἕνα διαρκὲς «μήηηηηηη» ἢ μὲ κάποιον ἄλλον τρόπο; Δὲν θὰ ἦταν ὀρθότερον νὰ μὲ διδάξῃς; Νὰ μοῦ ὑποδείξῃς τὸν κίνδυνο, στὸν βαθμὸ ποὺ τὸν ἀντιλαμβάνεσαι καί τόν ἀντιλαμβάνομαι; Νὰ μάθω μέσα ἀπὸ τὰ δικά μου βήματα κι ὄχι μέσα ἀπὸ τὰ δικά σου;
Εἶμαι ἐνήλιξ καὶ θέλεις νὰ μὲ βοηθήσῃς διότι μὲ ἀγαπᾶς καὶ μὲ νοιάζεσαι. Εἶτε διότι εἶσαι γονέας μου, εἶτε ἀδελφός, φίλος, σύντροφος, διδάσκαλος, ἐργοδότης…. Πῶς θὰ τὸ κάνῃς; Θὰ τρέχῃς ἐμπρὸς καὶ θὰ προλαμβάνῃς ἢ θὰ μὲ ἀφήσῃς νὰ πέφτω στὰ βαθειὰ κι ἄπατα νερά; Πότε θὰ μάθω ἐγὼ κολύμπι; Ὅταν θὰ γεράσω;
Εἵμαστε ὅλοι μας ἀνήλικοι τελικῶς; Χρειαζόμαστε κάποιον νὰ μᾶς ὑποδεικνύῃ τὸν δρόμο; Τὴν λακκούβα; Τὴν παγίδα; Νὰ μᾶς πληρώνῃ τοὺς λογαριασμούς; Νὰ μαλώνῃ γιὰ ἐμᾶς; Νὰ μᾶς προστατεύῃ ἀπὸ τὴν πληροφορία ποὺ πιθανὸν νὰ μᾶς πικράνῃ;
Συνέχεια →