Ἄνοδος-Πτώσις καὶ Ἀνάστασις τῆς I.G. FARBEN (α’)

O Ιωσήφ Μπόρκιν εκδίδει το βιβλίο του το 1978 “ΕΓΚΛΗΜΑ & ΤΙΜΩΡΙΑ της I.G.FARBEN”
ένα βιβλίο που είναι η ιστορία της πλέον ισχυρής βιομηχανίας που ιδρύθηκε ποτέ.
Θα περιηγηθούμε στην ιστορία του με παράλληλες αναφορές και στα ιστορικά αλλά και στα τεχνολογικά τεκταινόμενα των τελευταίων 150 ετών και πως αυτά διαμορφώνουν και τις σημερινές συνθήκες της οικονομικής κρίσης.
Το 1934 ο Μπόρκιν προσλαμβάνεται σαν αναλυτής ερευνητής από τηνUS Senate Special Committee για να ερευνήσει τις βιομηχανίες πυρομαχικών. Ο προϊστάμενος του για να τον βοηθήσει του προσκομίζει τη συμφωνία μεταξύ της Standard Oil Company & I.G. Farben. Ο Μπόρκιν από τότε μέχρι το 1978 παρακολουθεί στενά όλες τις δραστηριότητες της IG FARBEN.
«Χωρίς την IG FARBEN η Γερμανία δεν θάταν ποτέ σε θέση να ξεκινήσει τον επιθετικό πόλεμο το 1939» ήταν το συμπέρασμα πολιτικών και στρατιωτικών ειδικών με εντολή του Αϊζενχάουερ να εξετάσουν τη συνεισφορά της IG FARBEN στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο WWII.
H IG FARBEN ήταν ένας κολοσσός  καρτέλ που περιείχε βιομηχανικούς γίγαντες όπως την Kuhlmann στη Γαλλία την Imperial Chemical Industries (ICI) στην Αγγλία ,την Montecasini στην Ιταλία, την Boruta στην Τσεχοσλοβακία, την Aussinger Verein στην Πολωνία, την Mitsui  στην Ιαπωνία και τις Standard Oil (NJ) , Du Pont, Dow στις ΗΠΑ. Ελάχιστα Πανεπιστήμια είχαν τον αντίστοιχο αριθμό Νόμπελ σαν την IG FARBEN  με τους Paul Ehrlich (Salvarsan – το φαρμακο για τη συφιλη) , Fritz Haber για τη αζωτοδέσμευση , Carl Bosch για τη σύνθεση του νίτρου και τη συνθετική βενζίνη και Gerhard Dogmark για τις σουλφαμίδες.


Μέχρι το 1856 όλα τα χρώματα που χρησιμοποιούσε ο άνθρωπος για βαφή ρούχων,σπιτιών και στη τέχνη προέρχονταν από ακάρεα, φλοιούς, λουλούδια, μούρα, όργανα ζώων και αυγά. Το 1856 ένας 18χρονος μαθητής στο Βασιλικό Κολλέγιο του Λονδίνου ο Γουίλιαμ Πέρκιν πειραματiζόμενος με την λιθανθρακόπισσα για να συνθέσει κουινίνη ανακαλύπτει τη μωβεϊνη. Παρόλο που η ανακάλυψη του δεν έτυχε της βιομηχανικής προσοχής από τους Βρεττανούς οι Γερμανοί γρήγορα την υιοθετούν και μετατρέπουν τα κοστοβόρα απόβλητα της παραγωγής χάλυβα του Ρούρ σε χρυσωρυχείο για την παραγωγή χρωμάτων. 

Στην απαρχή του 20ου αιώνα 6 εταιρείες κυριαρχούν στη παραγωγή και διανομή των συνθετικών χρωμάτων γνωστές σαν οι ΜΕΓΑΛΕΣ ΕΞΗ :

Οι τρεις πιο μεγάλες 


BASF     (Badische Anilin und Soda-Fabrik of Ludwigshafen)

BAYER    (Farbenfabriken vorm. Friedrich Bayer & Co of Leverkuzen)
HOECHST (Farbwerke vorm.Meister Lucius & Bruening of Hoechst am Main)

και οι τρεις πιο μικρές


AGFA (Aktiengesellschaft fuer Anilinfabrikaten of berlin)

CASSELA (Leopold Cassella $ Co. of Frankurt)
KALLE (Kalle & Co of Biebrick)

    Στη προσπάθειά τους να κερδίσουν το παγκόσμιο μονοπώλιο ο ανταγωνισμός , οι μειώσεις τιμών, η επιμήκυνση των πατεντών, η πληρωμή προμηθειών η δωροδοκία για απόκτηση τεχνικών προδιαγραφών επηρεάζουν την αναπτυξη των εταιρειών και ο Πρώσσος Carl Duisberg, ο γενικός Δντης της Bayer αναλαμβάνει δράση. 

Το 1903 επισκέπτεται τις ΗΠΑ για να βάλει τα θεμέλια για νέο εργοστάσιο της Bayer στο Rensselaer για παραγωγή χρωμάτων και φαρμακευτικών σκευασμάτων.
Εκει συλλαμβάνει τη νέα ιδέα των τράστ παίρνοντας σαν παράδειγμα την Standard Oil του Rockefeller. 
H Bayer , BASF και AGFA συνεργάζονται στη δημιουργία του “interessen gemeinschaft” κάτι σαν κονότητα με ίδια ενδιαφέροντα. 
Μετά από λίγο ακολουθούν και οι Hoechst,Cassella και Kalle. Παρόλο που όλες τους απεκόμιζαν τα κέρδη από τα χρώματα άρχισαν να διαφοροποιούνται σε τομείς όπως η Agfa στα φωτογραφικά φιλμ, οι Bayer και Hoechst στη παραγωγή φαρμάκων. 
Η Hoechst με τον Πώλ Ερλιχ που ανακάλυψε το Salvarsan για τη σύφιλη και τη νοβοκαϊνη. 
Η Bayer ανακάλυψε την ασπιρίνη καθώς και εισήγαγε την ηρωϊνη σαν κατασταλτικό του βήχα ειδικά στα παιδιά. Αργότερα παρήγαγε τη μεθαδόνη σαν συνθετικό αντικατάστατο της μορφίνης. 
Στην αρχή της έδοσαν το όνομα δολοφίνη (dolophine) σε ένδειξη εκτίμησης στον Αδόλφο Χιτλερ. Σήμερα η μεθαδόνη χρησιμοποιείται για την απεξάρτηση από την ηρωϊνη. 

H BASF κέρδισε την πρωτοκαθεδρία επικεντρώνοντας τη προσπάθειά της να κατασκευάσει βιομηχανικά το λουλακί (indigo) χρώμα χάρις στην επιμονή του προέδρου της Heinrich von Brunck ενώ είχε προηγηθεί η ανακάλυψη της σύνθεσης από τον Adolf fon Bayer το 1878.

Στα μέσα του 19ου αιώνα κερδίζει έδαφος η χημική λίπανση του εδάφους χάρις στις προσπάθειες του Justus Liebig που απορρίπτει την ιδέα του χούμους και επικεντρώνεται στα νιτρικά (στην αμμωνία) το διοξείδιο του άνθρακα και τα ιχνοστοιχεία του εδάφους, κάνοντας σημαντική τη βιομηχανία των λιπασμάτων, εκτοξεύοντας τις εξαγωγές της Γερμανίας σε καλλιούχα άλατα ενώ η Χιλή μονοπωλεί τα νιτρικά με το γκουάμο (περιττώματα πουλιών). 
Το γκουάμο όμως ήταν σημαντικό για την παραγωγή εκρηκτικών και ελεγχόταν απόλυτα από την Αγγλία. Η τεράστια αγορά των λιπασμάτων δίνει ώθηση στην έρευνα για τη συνθετική παραγωγή της αμμωνίας και η BASF χρηματοδοτεί πολλαπλά την έρευνα κάτω από το όνομα «Project Nitrogen». 
To 1909 ο Fritz Haber εκπαιδευτικός σε τεχνική σχολή, επιχορηγούμενος από τη BASF, δημιουργεί αμμωνία (ΝΗ3) συνδυάζοντας το άζωτο της ατμόσφαιρας με το νερό υπό υψηλή πίεση και θερμοκρασία. Έμενε ακόμα ένα βήμα. 
Η εργοστασιακή της εφαρμογή.
 Ο Brunck όντας στη δύση της καριέρας του αναθέτει στον 34χρονο Carl Bosch , μεταλλειολόγο μηχανικό τη περάτωση του έργου. Το διοικητικό συμβούλιο αντιδρά αλλά ο Brunck με την προηγούμενη επιτυχία του στον τομέα του indigo υπερισχύει.

Robert_Bosch

Η πρόκληση για τον Bosch ήταν μεγάλη. Έπρεπε να σχεδιάσει και να κατασκευάσει μια βιομηχανική μονάδα που θα μπορούσε να αντέξει τις υψηλές πιέσεις και θερμοκρασίες και να ανακαλύψει τους καταλύτες που θα επιτάχυναν την αντίδραση. Ο Bosch επιλέγει το Oppau για την λειτουργία και το φθινόπωρο του 1913 ολοκληρώνει το εργοστάσιο παρά τα προβλήματα που προέκυψαν με το θάνατο του Brunck το 1912. Το κατόρθωμα του Bosch θεωρείται από τα μεγαλύτερα στην ιστορία της Μηχανικής και θάναι ο μοναδικός μηχανικός που θα πάρει Νομπελ Χημείας το 1931 μαζί με τον Friedrich Bergius για την συνεισφορά τους στις χημικές διεργασίες υψηλής πίεσης. Ο Bosch μετά την επιτυχία του γίνεται εταιρικό μέλος στη BASF.

 
 

ΠΡΩΤΟΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ


Μέχρι τον Ιούλιο του 1914 ένα μόλις μήνα πρίν τον Ι ΠΠ το εργοστάσιο του Oppau παράγει 40 τν συνθετική αμμωνία καθημερινά.Οι στρατιωτικές δυνατότητες του εργοστασίου δεν διαφεύγουν από τον Bosch. Παρήγε ΚΝΟ3 νιτρικό κάλλιο (νίτρο) την πρώτη βάση για την πυρίτιδα πειραματικά από αμμωνία. 

Μιας και δεν υπάρχει ακόμα ενδιαφέρον από το Γερμανικό Επιτελείο ο Bosch κρατά  την έρευνα για τον εαυτό του. Ο πόλεμος ξεσπά την 1η Αυγούστου και το εργοστάσιο κλείνει λόγω επιστράτευσης.
Η αδιαφορία της χρήσης της βιομηχανίας πήγαζε από το βασικό στρατιωτικό δόγμα υπό τον Alfried von Schlieffen ότι μια γρήγορη νίκη δεν χρειαζόταν και την μεγάλη εξασφάλιση πρώτων υλών μιας και πίστευε ότι μια μεγάλη στρατιωτική δύναμη εναντίον των Γάλλων θάταν ικανή για τον γρήγορο τερματισμό του πολέμου αφήνοντας ένα μικρό μέρος του στρατού να ελέγχει το Ρωσσικό μέτωπο.
Έμενε σε έναν βιομήχανο να αμφισβητήσει τα σχέδια του Γερμανικού Επιτελείου. Όντας ο πόλεμος μόλις μιας εβδομάδος ο Walther von Rathenau πρόεδρος της A.E.G. (Allgemeine Elektrizitaetsgesellschaft), της γερμανικής ηλεκτρικής εταιρείας και ηλεκτρολογικού εξοπλισμού κάλεσε σε συνάντηση τον Στρατηγό Erich von Falkenhayn και υπουργό Πολέμου με το μήνυμα ότι το στρατιωτικό κατεστημένο έχει κάνει μία «βλακεία» τεραστίων διαστάσεων που αν δεν διορθωθεί θα προκαλέσεi την ήττα της Γερμανίας.
Ο Rathenau εβραίος βιομήχανος ήταν ήδη διευθύνων σύμβουλος σε πάνω από 100 εταιρείες στη Γερμανία και στην Ευρώπη με πανεπιστημιακές και διπλωματικές επιρροές που θα τον οδηγήσουν στο Υπουργείο των Εξωτερικών ύστερα από 6 χρόνια.
Σύμφωνα με την εισήγηση του Rathenau η λογική του σύντομου πολέμου από το Γερμανικό επιτελείο δεν περιελάμβανε την εναλλακτική δυνατότητα ενός σχεδίου αν δεν αποδεικνυόταν σύντομος με αποτέλεσμα σημαντικά κομμάτια της βιομηχανίας ακόμα και αυτά που υποστήριζαν την πολεμική βιομηχανία να σταματήσουν να λειτουργούν λόγω έλλειψης α’ υλών μιας και η Γερμανία πάντα ήταν υποχρεωμένη να εισάγει νίτρο, πετρέλαιο , πλαστικό και μέταλλα που ήταν διαθέσιμα μόνο υπερπόντια.
Για τον Rathenau ήταν αδιανόητο για το Επιτελείο να έχει παραβλέψει αυτή τη γερμανική αδυναμία. Από την άλλη, οι της ΑΝΤΑΝΤ ήξεραν πολύ καλά για την γερμανική αυτή αδυναμία και ο Αγγλικός στόλος ήδη είχε προχωρήσει σε αποκλεισμό. Διατηρώντας τη βιομηχανία εκτός πολέμου και αδιαφορώντας για τις πρώτες ύλες το Γενικό Επιτελείο συμμαχεί με τον εχθρό ήταν η διαπίστωση του Ρατενώ.
Ο Rathenau προετοιμασμένος πρότεινε ένα σύστημα ελέγχου, ακόμα και δελτίου, μαζί με τις προτεραιότητες για την εξοικονόμηση των πεπερασμένων αποθεμάτων των στρατηγικών αποθεμάτων α΄υλών που η εισαγωγή τους απαγορευόταν από τον Αγγλικό στόλο ενώ πρότεινε την επείγουσα ανάπτυξη συνθετικών α΄υλών όπου ήταν δυνατόν, και αντικατάστατα όπου υπήρχε ένδεια α΄υλών.
Ο Στρατηγός Falkehayn, εξαιρετικής ευφυϊας στρατιωτικός, πείστηκε από τα επιχειρήματα του Rathenau, δημιουργώντας το Γραφείο Πολεμικών Πρώτων υλών και βάζει τον Rathenau επικεφαλής. 
Η πρώτη δουλειά είναι η εκτίμηση των απαιτουμένων πρώτων υλών που ανέρχονται σε 900. Ο έλεγχος του Rathenau επιβεβαιώνει τους χειρότερους του φόβους, ότι οι διαθέσιμες στρατιωτικές α΄υλες δεν επαρκούν για πάνω από 6 μήνες με την μπαρούτη να εξαρτάται από την εισαγωγή των νιτρικών από τη Χιλή.
Η κρίση πυρομαχικών ανάγκαζει τον Rathenau να βάλει τον Fritz Haber τον δημιουργό της αμμωνίας και μαζί με το Kaiser Wilhelm Institute for Physical Chemistry and Electrochemistry να δημιουργήσουν μαζί με νομπελίστες και διακεκριμένους επιστήμονες το Bureau Haber για τη δημιουργία αντικαταστάτη του νίτρου. Από την άλλη το Υπουργείο Πολέμου επηρεασμένο από τη πολιτική του Schliefen παρέμεινε αδιάφορο στις προσπάθειες του Rathenau θεωρώντας ότι ένας πολίτης και μάλιστα εβραίος δεν πρέπει να ασχολείται με στρατιωτικά θέματα.
Η αλαζονεία προηγείται της καταστροφής και η επιβεβαίωση ήρθε στην ιστορική μάχη της Μάρνης. Τον Σεπτέμβριο του 14 η προέλαση των Γερμανών σταμάτησε από την αντεπίθεση των Γάλλων στερώντας τον Wehrmacht από τη γρήγορη νίκη.
Το σχέδιο του Σλίφεν πήγε κατα διαόλου και το στρατιωτικό κατεστημένο έπαψε να αγνοεί τον Rathenau. Η παραγωγή νίτρου γίνεται η Νο1 προτεραιότητα. Ο Rathenau, υποστηριζόμενος από τον Haber, πείθει το Υπουργείο Πολέμου να καλέσει τον Bosch στο Βερολίνο όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Στην σύσκεψη που μετέχει ο Bosch τρομάζει από την άγνοια των στρατιωτικών στον τομέα των πυρομαχικών και την άγνοια τους για την παραγωγή τους. 
Εξηγεί ότι η παραγωγή συνθετικής αμμωνίας είναι ένα μέρος της σύνθεσης. Για να χρησιμοποιηθεί για παραγωγή πυρομαχικών πρέπει να μετατραπεί σε νιτρικό οξύ. Ενώ εργαστηριακά ήταν εφικτή η βιομηχανοποίηση της μεθόδου αλλά θα χρειαζόταν τεράστια προσπάθεια. Ο Bosch απαιτεί το προσωπικό του πίσω και μηχανολογικό εξοπλισμό άμεσα διαθέσιμο καθώς και μια μεγάλη χορηγία για την BASF.
O Βosch επιστρέφει στο Oppau και μια τιτάνια προσπάθεια αρχίζει, ανάλογη του Μανχάταν project, λίγα χρόνια αργότερα. 

Ποτέ στην ιστορία ένα έθνος δεν βασίστηκε στις προσπάθειες ενός πολίτη για επιβίωση, όσο στη περίπτωση του Bosch. Το Υπουργείο Πολέμου έψαξε όλη την Γερμανία, κατάσχοντας ακόμα και μικρές ποσότητες λιπασμάτων, έως ότου ανακαλύπτει στο λιμάνι του Αντβέρπ 100.000 τόνους χιλιανού νίτρου.
Η έλλειψη νίτρου αναγκάζει το Γερμανικό Επιτελείο να βρει και άλλες λύσεις, πριν ο Bosch ολοκληρώσει την βιομηχανική λύση. Αποφασίζεται η κατάληψη των νησιών Φώκλαντς, μια ανοχύρωτη βάση των Βρεττανών, που αποτελούσε το νοτιότερο άκρο του Βρετανικού εξοπλισμού. Η αποστολή ανατίθεται στον ναύαρχο Graf von Spee επικεφαλής ισχυρής δύναμης στον Ινδικό Ωκεανό.Την ίδια στιγμή που ο Bosch επέστρεφε στο Οppau ο Spee ξεκινούσε για τη Νότια Αμερική. 
Όταν το Βρεττανικό Ναυτικό έμαθε για τη παρουσία του Spee στη Χιλή, θεώρησε ότι προσπαθεί να διαταράξει το εμπόριο Ευρώπης – Ανατολικής  Ασίας μιας και δεν είχε τη παραμικρή ιδέα για την έλλειψη νίτρου στη Γερμανία. 
Οι Άγγλοι υποεκτιμώντας την κατάσταση αγνοούν την έκκληση του Βρετρανού αντιπλοίαρχου για ενισχύσεις με αποτέλεσμα ο Βρεττανικός στολίσκος, που εστάλη να αντιμετωπίσει τον Spee την 1η Νοεμβρίου να ηττηθεί  και τα εναπομείναντα πλοία επιστρέφουν στα Φώκλαντ. Οι Βρεττανοί αντιλαμβάνονται την προσπάθεια των Γερμανών να καταλάβουν τα Φώκλαντ και όταν ο στολίσκος του Spee εμφανίζεται στα Φώκλαντ 
αντιμετωπίζει μια ενισχυμένη βρεττανική ναυτική μοίρα, με αποτέλεσμα όλα τα Γερμανικά πλοία πλήν ενος να βρεθούν στο πάτο της θάλασσας μαζί και ο Spee.
Μετά την ήττα στα Φωκλαντ το ζήτημα της παραγωγής νίτρου έγινε ακόμα πιό κρίσιμο. Οι Βρεττανοί ποτέ δεν κατάλαβαν τι πραγματικά ήθελαν οι Γερμανοί, ούτε ακόμα και ο Τσώρτσιλ, σαν ο Πρώτος Λόρδος του Ναυτικού, ούτε καν ύστερα από δέκα χρόνια, όταν γράφει το The World Crisis.
O Bosch αποτελούσε την τελευταία ελπίδα της Γερμανίας. Ο Falkenfayn αναλαμβάνει αρχηγός του Ανώτατου Επιτελείου και είναι πλήρης γνώστης ότι ο χρόνος τελειώνει για την Wehrmacht μετά τη μάχη της Μάρνης λόγω των πολεμοφοδίων.
Για να δώσει λύση στο αδιέξοδο αναθέτει στον ταγματάρχη Max Bauer να βρει τη μέθοδο. 
Ο Bauer συνομιλεί με πολλούς συμπεριλαμβανομένων και των νομπελιστών Walther Nernst, Emil Fischer, και Richard Willstaetter. Μαθαίνει από αυτούς ότι η Γερμανική βιομηχανία χρωμάτων είναι πηγή διάφορων τοξικών χημικών όπως χλώριο, βρώμιο και φωσγένιο, τα οποία εύκολα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σαν μέσα μαζικής εξόντωσης ασφυξιογόνα.
Αν και όλα τα βιοχημικά όπλα είχαν τεθεί εκτός νόμου, με την συνθήκη της Χάγης το 1907, που και η Γερμανία συνυπέγραψε, η χρήση τους θα είχε το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού. 
Ο Bauer με τον Nerst επισκέπτονται τον Carl Duisberg, που βρίσκει ευκαιρία να ανανεώσει τη βιομηχανία χρωμάτων που βρισκόταν σε στασιμότητα με τον πόλεμο.
Το πρώτο αέριο που θα χρησιμοποιηθεί από τον Γερμανικό Στρατό θάναι ένα βρωμίδιο από τα εργαστήρια της Bayer με το κωδικό ονομα «Τ-stuff».  (Το πιθανότερο είναι να είναι το CH3Br –μεθυλοβρωμίδιο, εξαιρετικά τοξικό εντομοκτόνο, βαρύτερο από τον αέρα. Το χρησιμοποιούσαν  έως το 2000 για απεντομώσεις βιομηχανικών χώρων.)
Ο Στρατός το χρησιμοποίησε ενάντια στους Ρώσους στο τέλος  Ιανουαρίου, αλλά λόγω ψύχους το αέριο πάγωσε και βυθίστηκε στο χιόνι 
(Άρα το μεθυλοβρωμίδιο είναι καλός υποψήφιος μιας και είναι βαρύτερο του αέρα.)
Ο Haber  ήταν πλήρως αναμεμιγμένος στο πρόγραμμα δηλητηριωδών  αερίων, θεωρώντας σαν πιο αποτελεσματικό το χλώριο και την άνοιξη σαν πιο κατάλληλη περίοδο.
Το σχέδιο ήταν από τα άκρως απόρρητα στρατιωτικά μυστικά στη Γερμανία, έως ότου ο βοηθός του Haber πεθαίνει από εισπνοή φωσγενίου και η τεράστια προσπάθεια της κάλυψης του θανάτου του αποφεύγει τη διαρροή. 
Το χλώριο προγραμματίζεται για εφαρμογή τον Απρίλιο του 1915. Ο Haber προτείνει να γίνει εφαρμογή με μεγάλο αριθμό στρατευμάτων. Οι στρατιωτικοί αρνούνται και προτείνουν ενα τεστ.
Την τρίτη εβδομάδα του Απριλίου του 1913 ο Haber με ενα μικρό αριθμό στρατιωτών καταφέρνει να ανοίξει τα κάνιστρα του χλωρίου το απόγευμα στις 22/4/1913.
Το αποτέλεσμα της εφαρμογής είναι δραματικό. Οι ατμοί εκρυψαν τα πάντα και εκατοντάδες στρατιώτες βρέθηκαν σε κωματώδη κατάσταση ή νεκροί και μέσα σε μία ώρα έπρεπε να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους. Πριν τελειώσει η ημέρα 15000 αντρες κοίτονταν στο πεδίο μάχης με το 1/3 νεκρούς. 
Ένα τεράστιο κενό δημιουργήθηκε μεταξύ των Γερμανών και των Γάλλων χωρίς οι Γερμανοί να το χρησιμοποιήσουν με αποτέλεσμα ο Ηaber να δηλώσει «αν με είχαν ακούσει για μεγαλης κλίμακας ενέργεια αντί για πειραματισμούς , σήμερα θάχαμε νικήσει».

Κλάρα

Μετά την αρχική επίθεση ο Haber προετοιμάζεται για επίθεση με αέρια στο ανατολικό μέτωπο. Η γυναίκα του Κλάρα τον ικετεύει να σταματήσει και ο Ηaber αρνείται λόγω πατριωτισμού.Το ίδιο βράδυ που ο Haber φεύγει για το ανατολικό μέτωπο η Κλάρα αυτοκτονεί.
Με το πείραμα του Haber άνοιξαν οι ασκοί του Αιόλου για κατασκευή αερίων από τη βιομηχανία χρωμάτων.
Κάθε στάδιο παραγωγής ανατέθηκε σε συγκεκριμένη εταιρεία και χιλιάδες στρατιώτες άρχισαν να εκπαιδεύονται στη χρήση χημικων.
Δυστυχώς για τη Γερμανία τα δηλητηριώδη αέρια δεν ήταν το καθοριστικό όπλο που αναζητούσε. 
Περίμενε τον Bosch να επιτύχει. Τον Μάϊο του 1913 ο Bosch έκανε τη ανακοίνωση. Είχε πετύχει. 
Το Oppau ήταν έτοιμο να παρασκευάσει τεχνικά νίτρο. Ο Bosch ανακηρύσσεται σαν εθνικός ήρωας.
Aρχίζει να ζητά από τη Κυβέρνηση στήριξη για τεράστια αύξηση δυναμικότητας της συνθετικής παραγωγής νίτρου για την BASF.

Με τη βοήθεια του Χέρμαν Σμίτζ ο Bosch κτίζει στην Λέουνα, στην κεντρική Γερμανία, μία τεράστια εγκατάσταση, βασισμένη στην υψηλής πίεσης διεργασία Haber-Bosch. 

H απόδοση του Σμιτζ θα έχει σαν αποτέλεσμα να διαδεχθεί τον Bosch στην ηγεσία της IG FARBEN. Το νέο βιομηχανικο συγκρότημα στη Λέουνα θα καταστήσει τη Γερμανία ανεξάρτητη από τα αποθέματα της Χιλής.
 Η εισαγωγή των χημικών αερίων από τους Γερμανούς σοκάρει τους συμμάχους. Το μονοπώλιο στη βιομηχανία χρωμάτων από τους Γερμανούς τρομάζει όλες τις χώρες της Αντάντ χωρίς βιομηχανία χρωμάτων.
Αν και η ΗΠΑ ήταν ακόμα ουδέτερες, το Υπουργείο Υλικού Πολέμου ενθαρρύνει τις ιδιωτικές εταιρείες να μπουν στη παραγωγή χρωμάτων. 
Η Du Pont ανταποκρίνεται στην έκκληση και προσλαμβάνει τον Morris Poucher από το Αμερικάνικο τμήμα της BASF προκαλώντας τη μήνι του Bosch. 
H Du Pont, ιδρυθείσα από τον Ελευθέριο Du Pont το 1802, μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες παραγωγής πυρομαχικών, είχε αναγκαστεί από το 1912, κάτω από τον αντιτράστ νόμο του Sherman να χωριστεί σε δύο εταιρείες, την Hercules Powder Company (σήμερα Hercules Inc.) και την Atlas Powder Company (αγοράστηκε από την ICI Imperial Chemical Industries (ICI) και τώρα μέρος της AkzoNobel). 
Το 1914 στρέφεται στην αυτοκινητοβιομηχανία αγοράζοντας μεγάλο μέρος της General Motors. H παραγωγή των χρωμάτων ενθαρρύνεται περισσότερο με προστατευτικούς δασμούς.
Ο Carl Duisberg παρατηρεί τον αυξανόμενο ανταγωνισμό του εξωτερικού και προτείνει όλοι οι παρασκευαστές χρωμάτων να συνεταιριστούν ενώνοντας τις δυνάμεις τους, αλλά η πρόταση δεν έτυχε της αναγκαίας προσοχής από μερικούς, που σύντομα όμως θα άλλαζαν γνώμη από ένα απρόσμενο γεγονός στο μέτωπο της μάχης.
Στη μάχη του Σομμ, που ξεκίνησε τον Ιούλιο του 1916, οι Γερμανοί σοκαρίστηκαν από τη δύναμη, και μερικές φορές την ανωτερότητα, των Βρεττανών σε έμψυχο και άψυχο υλικό. Η πρώτη ημέρα του πολέμου στοίχισε στους Βρεττανούς 57.470 θύματα, συμπεριλαμβανομένων 19.240 νεκρών, με τους συνολικούς νεκρούς να ξεπεράσουν το 1.000.000 όταν τελείωσε η μάχη. Για τους Γερμανούς βιομήχανους χρωμάτων η πιθανότητα ήττας της Γερμανίας ήταν πλέον φανερή.

Στα μέσα Αυγούστου οι κυριότερες εταιρείες χρωμάτων οδηγούμενες από τις μεγάλες τρεις (Big Three), BASF, Bayer, and Hoescht, ενώνονται με τις πέντε άλλες εταιρείες Kalle, Cassella, Agfa, Ter Meer, και Greisham, αποδεχόμενες την πρόταση του Duisberg και σχηματίζουν την Interessen Gemeinschaft der Deutschen Teerfarbenindustrie («Κοινότητα κοινού ενδιαφέροντος της Γερμανικής Βιομηχανίας χρωμάτων». Η δομή αυτή θα γίνει γνωστή απλά σαν I.G. και τα ξεχωριστά της μέλη σαν εταιρείες I.G. 


Η μάχη του Σομμ έχει σαν αποτέλεσμα την απομάκρυνση του Falkenhayn, που αντικαθίσταται από τον Paul von Hindenburg με υπαρχηγό τον  Erich von Ludendorf που μαζί με τον Bauer ήταν τα αγαπημένα παιδιά της Γερμανικής Βιομηχανίας. Ο Χιντενμπουργκ ανακοινώνει τον διπλασιασμό της παραγωγής των πυρομαχικών και τον τριπλασιασμό των τυφεκίων και πυροβολικού μαζί με την αυξημένη παραγωγή σε αέρια και χημικά προϊόντα. Για τους μεγαλοβιομηχάνους Gustav Krupp και τον Duisberg ήταν σαν να ταχαν γράψει οι ίδιοι και τον Σεπτέμβριο ο Bauer κανονίζει συνάντηση των δύο με την ηγεσία του Γερμανικού Επιτελείου, όπου οι δύο μεγαλοβιομήχανοι θα συζητήσουν το νέο προγραμμα των πυρομαχικών, καθώς θα θέσουν το κύριο πρόβλημα της επίτευξής του που είναι το εργατικό δυναμικό, που ξανατίθεται επιτακτικά μία εβδομάδα μετά στη μυστική συνάντηση 39 βιομηχάνων και του Υπουργού Πολέμου. Στη συνάντηση ο Duisberg προτείνει τη χρήση εργατικού δυναμικού από το κατεχόμενο Βέλγιο.


Από τον Νοέμβριο του 1916 συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στα γερμανικά ορυχεία και εργοστάσια 66.000 Βέλγοι, σαν σκλάβοι, που τελικά επαναπατρίστηκαν μιας και αρνήθηκαν την καταναγκαστική εργασία, παρ’  όλες τις απειλές, ενώ το διεθνές κύμα αγανάκτησης διογκωνόταν.

 Ο Duisberg από τις αρχές του 1917 ζητά να μπει ανώτατο όριο μισθού, καθώς και την απαγόρευση των απεργιών, αλλά όχι και περιορισμό κερδών από τις αυξημένες τιμές. 
Μια νέα υπηρεσία, το Γραφείο Πολέμου, αποφάσισε να ασκήσει την επιρροή του για την ανάσχεση των πληθωριστικών υπερβολών. Είχε συσταθεί αρκετούς μήνες νωρίτερα, μετά από πρόταση του Bauer και με την υποστήριξη του Λούντεντορφ. Σκοπός της ήταν να εκτρέψουν όλα τα θέματα, που αφορούν στην οικονομία, από το σχετικά ανεξάρτητο Υπουργείο Πολέμου. Σε αυτή τη στρατηγική θέση  τοποθετήθηκε ο Στρατηγός Wilhelm Groener, ο οποίος είχε υπηρετήσει σε Bauer και Λούντεντορφ, πριν από τον πόλεμο, στο Γενικό Επιτελείο, και του οποίου η προσωπική αφοσίωση ήταν σίγουρη. Αλλά τον υποτίμησαν. 

Ο Groener αρχικά επέλεξε να κρατήσει το Γραφείο Πολέμου ουδέτερο, σε σχέση με τις πιέσεις στην αγορά εργασίας από τη βιομηχανία. Η επικείμενη δημοσιονομική καταστροφή άλλαξε το μυαλό του. Ο ίδιος άφησε αυτή η νέα στάση να εννοηθεί σε μία απάντησή του σε ένα αίτημα από τη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα, για τη συγκράτηση των μισθολογικών διεκδικήσεων. Η απάντηση του Groener δεν ήταν κάτι που οι βιομήχανοι περίμεναν να ακούσουν από έναν Γερμανό Στρατηγό, ότι «η βιομηχανία κυνηγά κέρδη από τον πόλεμο με έναν ανήκουστο τρόπο.»

Στη συνέχεια  αναφέρει μερικά παραδείγματα επαχθούς  συμπεριφοράς ορισμένων επιχειρηματιών:
«Αναρωτιέμαι … αν γνωρίζετε, ότι το Γραφείο Πολέμου αναγκάστηκε να σταματήσει μια εταιρεία από το να κάνει κέρδος  τριάντα πέντε εκατομμυρίων ….. αν γνωρίζετε ότι ένας Γερμανός εργοδότης επιτρέπει τέσσερις γυναίκες που εργάζονται γι ‘αυτόν να κοιμηθούν σ’ έναν στρατώνα με ένα κρεβάτι που είναι επίσης γεμάτο από ψείρες.»

Groener

Υπήρχε  υποψία ότι ο Groener είχε υιοθετήσει την άποψη αυτή, λόγω της επιρροής που του ασκούσε κάποιος  από τους βοηθούς του, ο Λοχαγός Richard Merton,  Εβραίος και πολιτικά μετριοπαθής. Ωστόσο, ο Merton δεν ήταν απερίσκεπτος ριζοσπαστικός ή ακαδημαϊκός μεταρρυθμιστής. Στην ιδιωτική ζωή του ήταν επικεφαλής της Metallgesellschaft, η ηγετική επιχείρηση στον κλάδο μη σιδηρούχων μετάλλων της Γερμανίας, και ο μεγαλύτερος έμπορος μετάλλων στον κόσμο, με υποκαταστήματα και θυγατρικές σε κάθε μεγάλη χώρα.

Οι απόψεις του Merton για την σπείρα μισθών-κερδών-τιμών έκανε βαθιά εντύπωση στον Groener και του  ζήτησε να βάλει αυτές τις σκέψεις στο χαρτί. Το αποτέλεσμα ήταν ένα έγγραφο με τίτλο «Μνημόνιο για την αναγκαιότητα της παρέμβασης του κράτους  στη ρύθμιση των κερδών  και τους μισθούς.»

Σε αυτό το μνημόνιο ο Merton πρότεινε:
1.Οι τιμές θα πρέπει να καθοριστούν κατά το χρόνο που υπογράφηκε η κάθε σύμβαση και όχι κατά την παράδοση.
2 Τα κέρδη του πολέμου θα πρέπει να φορολογούνται με πολύ υψηλότερο ποσοστό. και
3. ο καγκελάριος θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να αναλάβει τα εργοστάσια των απείθαρχων ιδιοκτητών ή να παρεμβαίνει σε περίπτωση που οι διαφορές σε εργατικές διεκδικήσεις καταλήξουν σε αδιέξοδο.


Ο Groener ενέκρινε το μνημόνιο και το έστειλε στην κεφαλή της κυβέρνησης, τον καγκελάριο Georg Michaelis. Όταν ο Duisberg έμαθε το περιεχόμενο του μνημονίου και ότι οι συστάσεις του Merton εξετάζονταν σοβαρά στα υψηλότερα επίπεδα της κυβέρνησης, πέρασε στην δράση. Ως εκπρόσωπος για τις εταιρείες IG προσκάλεσε μία μικρή, αλλά με επιρροή, ομάδα βιομηχάνων σε μια συνάντηση στις 19 Αυγούστου στο Düsseldorf Industry Club. 

Οι πρώτες γραμμές της πρόσκλησης έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου:
«Τα μέτρα που αποσκοπούν στην επίθεση των εργοδοτών με τον περιορισμό των κερδών … εξετάζονται. Απαιτείται ταχύτητα …απαραίτητη για να αντιμετωπιστεί.»
Ο Duisberg εγγυάται την υποστήριξη και την παρουσία του συμμάχου των βιομηχάνων Max  Bauer, ο οποίος θα εμφανίζεται ως εκπρόσωπος της ανώτατης διοίκησης.

Εν τω μεταξύ, ασκούνται πιέσεις στη βιομηχανία και την Ανώτατη Διοίκηση για την απομάκρυνση του Groener.  Μέχρι το τέλος του Ιουλίου, ο Λούντεντορφ έβαλε σκοπό να απαλλαγεί από τον αμφιλεγόμενο Στρατηγό. Ο Groener αργότερα κατηγγειλε ότι οι Duisberg και Bauer είχαν συνωμοτήσει για να εξασφαλίσουν την απομάκρυνσή του. Ο Duisberg αρνήθηκε επίμονα κάθε μέρος σε αυτό. Ωστόσο, ο ιστορικός Gerald Feldman, ο οποίος μελέτησε τα διαθέσιμα έγγραφα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «Υπό το φως των αποδεικτικών στοιχείων … είναι σχεδόν αδύνατο να μην καταλήξει κάποιος στο συμπέρασμα ότι ο Duisberg ήταν ψεύτης.»

Ο Groener ζήτησε επισήμως ο Merton να συνεχίσει νάναι στο προσωπικό του, αλλά ο Λούντεντορφ έθεσε βέτο στην αίτηση με την παρατήρηση, «Αυτός ο γάμος πρέπει να σταματήσει.» Αντ ‘αυτού, ο Merton είχε προγραμματιστεί για τη μεταφορά σε μια επικίνδυνη μάχιμη περιοχή  στο δυτικό μέτωπο. Σε αντίθεση με τον Groener, ο νεαρός βιομήχανος ήταν γνώστης των μεθόδων του Duisberg και Bauer. Είχε δημιουργήσει τη δική του σφαίρα γνωριμιών και επιρροών. Ο ταγματάρχης Kurt von Schleicher, φίλος (ο οποίος δεκαπέντε χρόνια αργότερα θα προηγηθεί του Χίτλερ στην Καγκελαρία της Γερμανίας) είχε προειδοποιήσει νωρίτερα τον Merton για την επικείμενη απομάκρυνση του Grοener. Ως αποτέλεσμα της παρέμβασης του Schleicher, ο Merton αναλαμβάνει υπηρεσία να εκδίδει εντολές «για την διερεύνηση της βιομηχανικής δωροδοκίας στις κατεχόμενες περιοχές.»

Ο πληθωρισμός δεν ήταν το μόνο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Γερμανία, και η έλλειψη εργατικών χεριών δεν ήταν η μόνη έλλειψη που πλήττει τη γερμανικήν πολεμική προσπάθεια αυτή την στιγμή. Η μηχανοποίηση του πολέμου ξεπέρασε κάθε προβλέψη και από τις δύο πλευρές. Οι τεράστιες αρμάδες των πλοίων, φορτηγών και αεροπλάνων, αφήνουν στεγνή την Γερμανία από υγρά καύσιμα. Τον Αύγουστο του 1916 το πρόβλημα των καυσίμων περιπλέκεται ακόμη περισσότερο από την αποστασία της Ρουμανίας, κύρια πηγή της Γερμανίας για πετρέλαιο.

Κατά συνέπεια, η Γερμανία αναγκάζεται  να εκτρέψει στρατεέματα από το δυτικό μέτωπο για να εξαπολύσει επίθεση στην Ρουμανία, σε μια προσπάθεια να αποκτήσει τον έλεγχο των πετρελαιοπηγών. Παρά το γεγονός ότι οι Γερμανοί νίκησαν γρήγορα, οι Ρουμάνοι, ως τη στιγμή που θα φτάσουν στο πετρέλαιο οι συμμαχικές δυνάμεις, είχαν καταφέρει την ανατίναξη των γεωτρήσεων και των διυλιστηρίων. Χωρίς πετρέλαιο από τη Ρουμανία, η προμήθεια καυσίμων της Γερμανίας έπεσε σε επικίνδυνα χαμηλά επίπεδα. Μια σειρά από προσπάθειες αναλήφθηκαν για να βρεθει ένα υποκατάστατο για το πετρέλαιο.
Ένα από τα πιο ελπιδοφόρα ήταν η συνθετική βενζίνη, με την συνθεση από  άνθρακα και υδρογόνο σε υψηλή πίεση, με μια διαδικασία γνωστή ως υδρογόνωση, παρόμοια με τη διεργασία Haber-Bosch. Στην πραγματικότητα, είχε εφευρεθεί το 1909 από τον Friedrich Bergius, ο οποίος είχε την πρώτη του εμπειρία σε χημεία υψηλής πίεσης, ως βοηθός του Φριτς Χάμπερ, κατά την αναζήτηση συνθετικών αμμωνίας. Στο εργαστήριο η διαδικασία Bergius έδειχνε πολλά υποσχόμενη και το 1916 ο Bergius ξεκινά να προσαρμόσει τη διαδικασία υδρογόνωσης του σε μεγάλης κλίμακας παραγωγή. Ωστόσο, δεν θα τα  καταφέρει μέχρι το τέλος του πολέμου. Αυτό που έλειπε ήταν μια ιδιοφυΐα της μηχανικής, κάποιος σαν τον Bosch να προσαρμόσει την εργαστηριακή  διαδικασία  σε  εργοστάσιο.

Μια σοβαρή έλλειψη προέκυψε σε καουτσούκ. Το βρετανικό ναυτικό είχε τοποθετήσει το καουτσούκ στην κορυφή του καταλόγου των λαθραίων προϊόντων, και η Γερμανία ήταν υποχρεωμένη να λάβει έκτακτα μέτρα για να αποφύγει τον αποκλεισμό. Δύο φορές το 1916 το περίφημο υποβρύχιο Deutschland  αντήλλαξε  φορτίο από καουτσούκ και κασσίτερο, από λιμάνια των Ηνωμένων Πολιτειών με χρωστικές ουσίες  και φάρμακα,  όπως Salvarsan και Novocain.  


Το έλλειμμα έγινε τόσο έντονο που ακόμη και το ξύλο και το σχοινί χρησιμοποιήθηκαν σαν ελαστικά. Η Bayer και η BASF εντείναν τις προσπάθειές τους στα εργαστήρια για να βρουν συνθετικά υποκατάστατα του καουτσούκ. Τελικά κατόρθωσαν να αναπτύξουν μια ουσία που, αν και πάρα πολύ σκληρή και ανελαστική για χρήση σαν ελαστικό, μπορούσε να προσαρμοστεί για χρήση σε μπαταρίες υποβρυχίων, ηλεκτρομαγνητικές, και άλλες ηλεκτρικές συσκευές. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, η Bayer μόνο μετέτρεψε 2.500 τόνους από αυτό το σκληρό συνθετικό καουτσούκ. Αλλά δεν βρέθηκε παραγωγής πλαστικό ικανό να αντικαταστήσει τα ελαστικά.


Τον Απρίλιο του 1917 οι Ηνωμένες Πολιτείες ξεκίνησαν  τον πόλεμο κατά της Γερμανίας. Ο Walther Nernst, ο οποίος ήταν στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη χρονική στιγμή έναρξης, και φυλακίστηκε για λίγο, μέχρι να μπορέσει να επαναπατριστεί, κατά την επιστροφή του, Εκλήθη από τον Bosch. Του περιέγραψε τα μεγάλα αποθέματα πρώτων υλών και την τεράστια παραγωγική ικανότητα του νέου εχθρού και ότι, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν ο μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου και βενζίνης στον κόσμο.

Ο Bosch, ήταν προβληματισμένος από την επίσκεψη του Nernst. Είδε ότι η είσοδος των Ηνωμένων Πολιτειών στον πόλεμο θα τελείωνε το σοβαρό πρόβλημα του πετρελαίου για τους Συμμάχους. Για τη Γερμανία, δεν υπήρχε λύση στον ορίζοντα. Ο Bosch έπεσε σε βαθιά κατάθλιψη.Ο βρετανικός αποκλεισμός αποδείχθηκε τελικά το καθοριστικό στοιχείο για τον τερματισμό του πολέμου.

Carl Duisberg

Η ένδεια των πρώτων υλών, μαζί με την πραγματική πείνα, ραγίζει τελικά την αντίσταση των Γερμανών. Έως τα μέσα  Αυγούστου του 1918, οι Γερμανοί διοικητές γνώριζαν ότι η εξακολούθηση του πολέμου ήταν μάταιη και το να νικηθούν μόλις μερικές εβδομάδες μακριά. Ο Λούντεντορφ ζήτησε από τον Carl Duisberg και άλλους βιομηχάνους να μεταφέρουν αυτό το μήνυμα στον Kaiser, αλλά όλοι αρνήθηκαν. Ο Duisberg ήταν στην πραγματικότητα έτοιμος να προσαρμοστεί στο προσεχή σχήμα των πραγμάτων. Η Γερμανική παράδοση σηματοδοτείται από την υπογραφή της ανακωχής στις 11 Νοεμβρίου 1918.
Με σχεδόν καμμία καθυστέρηση, οι γερμανικές αρχές άρχισαν τις προετοιμασίες για τη διάσκεψη που θα οδηγήσει τελικά στη σύναψη μιας επίσημης συμφωνίας ειρήνης. Ο Johann von Bernstorff, ο οποίος ως πρεσβευτής στις Ηνωμένες Πολιτείες είχε αναπτύξει φιλία με τον Πρόεδρο Wilson, επιλέχθηκε να διευθύνει αυτό το έργο. Λίγο καιρό μετά, ο Duisberg κλήθηκε να ενταχθεί σ’αυτές τις προκαταρκτικές προσπάθειες ως εκπρόσωπος της χημικής βιομηχανίας.
Αλλά ο Duisberg, σίγουρος ότι η μεταστροφή του προς τη δημοκρατία δεν θα γίνει αποδεκτή από τους κατακτητές ή τους επαναστατημένους Γερμανούς εργάτες, αποφάσισε ότι δεν θα είναι διαθέσιμος και συνέστησε το διορισμό του Bosch αντ’ αυτού. Ο Bosch δέχθηκε. Η αποστολή του ήταν να σώσει τις IG εταιρείες. Η Γερμανία μπορεί να είχε χάσει τον πόλεμο, αλλά οι εταιρείες IG δεν είχαν την πρόθεση να χάσουν την ειρήνη.

Μέσα σε λίγες εβδομάδες ο Duisberg εγκαταλείπει τη χώρα. Η New York Times στις 24 Δεκεμβρίου του 1918, σημείωσε την αποχώρησή του:

«Ο Δρ  Carl Duisberg της Λεβερκούζεν, επικεφαλής της γερμανικής βιομηχανίας ανιλίνης, φέρεται να έχει καταφύγει στην Ελβετία.»
Την ίδια στιγμή, ο Fritz Haber, ο οποίος ανέλαβε το κύριο βάρος της καταδίκης του επιστημονικού κόσμου για τον χημικό πόλεμο, μεταμφιεσμένος με γενειάδα και όπως ο Duisberg, απογειώθηκε για την Ελβετία. Οι φόβοι των Duisberg και Haber δεν ήταν εντελώς αβάσιμοι. Μέσα σε λίγες εβδομάδες μετά την ανακωχή, τα συμμαχικά στρατεύματα χύθηκαν στη Ρηνανία. Δεν είχαν καλά καλά οι κατοχικές δυνάμεις εγκατασταθεί και οι νεοσύστατες υπηρεσίες χημικού πολέμου των συμμάχων άρχισαν να πιέζουν για την αποκάλυψη των μυστικών βιομηχανικών μεθόδων παραγωγής που χρησιμοποιούνταν στα διάφορα εργοστάσια της IG για τα δηλητηριώδη αέρια, εκρηκτικές ύλες, χρωστικές ουσίες, και τα νιτρικά.
Οι εταιρείες IG αντιστάθηκαν με το αιτιολογικό ότι η δημοσιοποίησή τους θα μπορούσε να επηρεάσει δυσμενώς την εμπορική τους θέση στον μεταπολεμικό κόσμο. Σε αντίθεση με τους Γαλλους, οι Αμερικανοί και οι Βρεττανοί ήταν προσεκτικοί, για να μην αναστατώσουν αδικαιολόγητα τα στελέχη της IG. Διαβεβαιώσεις δόθηκαν ότι οι ερευνητές δεν θα «εξετάσουν μυστικά  εμπορικής αξίας σε περιόδους ειρήνης.» Καμμία τεχνολογία δεν θα αποκαλυφθεί ούτε θα απαντούν σε ερωτήσεις, εκτός εάν αυτές αφορούν όπλα ή στρατιωτικές εφαρμογές.
«Αυτή η διαβεβαίωση,» ανέφερε μια αμερικανική υπάλληλος της Υπηρεσίας Χημικού Πολέμου, «δημιούργησε μια περισσότερο ή λιγότερο εγκάρδια σχέση μεταξύ μας.»
Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, η Συμμαχική Επιτροπή Ειρήνης, κατηύθηνε τους ερευνητές να περιορίζουν τις έρευνές τους για τα προϊόντα του πολέμου και μόνο. Οι ερευνητές της Αντάντ αμέσως έστειλαν  εντολή στις εταιρείες IG απαιτώντας από αυτούς να παρέχουν πλήρη στοιχεία σχετικά με την κατασκευή δηλητηριωδών αερίων, για αντιασφυξιογόνες μάσκες, μπαρούτι, και άλλα σαφώς στρατιωτικά ειδη. Η μη συμμόρφωση μπορούσε  να οδηγήσει στο κλείσιμο και ακόμη και την διάλυση των μη συμμορφούμενων μονάδων.

Οι ερευνητές, που δεσμεύονταν από τις Συμμαχικές κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής της ειρήνης, δεν επέμειναν να εξετάσουν την τεχνολογία των χρωστικών. Αλλά η έρευνα για τα δηλητηριώδη αέρια αποδείχθηκε  μια απογοήτευση. Οι επιστήμονες της ομάδας των ΗΠΑ ανέφεραν ότι δεν έμαθαν τίποτα για τα δηλητηριώδη αέρια που δεν ήταν ήδη γνωστά γενικά στην επιστημονική κοινότητα. Παρατήρησαν ότι οι Γερμανοί απλά επέλεγαν με μεγάλη επιδεξιότητα και  φαντασία χημικά, πού ηταν ήδη διαθέσιμα από τις παραγωγικές διαδικασίες των χρωστικών ουσιών. Όποια και αν είναι τα πλεονεκτήματα που οι Γερμανοί είχαν, προήλθαν από την κυριαρχία τους στη βιομηχανία χρωστικών,  σε καιρό ειρήνης και όχι από την εφεύρεση  νέων δηλητήριων.


Το Haber-Bosch, εργοστάσιο νιτρικών στο Oppau ήταν ένα άλλο θέμα. Οι ερευνητές σύντομα αντελήφθηκαν ότι η εγκατάσταση αυτή απετέλεσε μια βασική επιστημονική επανάσταση, καθώς και έναν θρίαμβο της εφευρετικότητας και των δεξιοτήτων, χωρίς τις οποίες η Γερμανία δεν θα μπορούσε να συνεχίσει να πολεμά. Έμαθαν, για παράδειγμα, ότι κατά το τελευταίο έτος του πολέμου, το εργοστάσιο Oppau παρήγαγε 90.000 τόνους συνθετικών νιτρικών (ίσο με το ένα πέμπτο  της Χιλής νιτρικό κάλιο που καταναλώνονταν από τον υπόλοιπο κόσμο). Ωστόσο, όταν οι Γάλλοι, μέλη από την ερευνητική ομάδα, ζήτησαν από το εργοστάσιο να ξεκινήσει έτσι ώστε να μπορεί να παρατηρηθεί σε λειτουργία, ο Bosch πεισματικά αρνήθηκε.


Όλες οι προσπάθειες για να τον μετακινήσουν, συμπεριλαμβανομένων των απειλών με σοβαρές συνέπειες, αποδείχθηκαν μάταιες. Η εξοργισμένη γαλλική αναφορά στη Συμμαχική Επιτροπή να αναγκάσει τον  Bosch για τη λειτουργία του εξοπλισμού και να αποκαλύψει την τεχνογνωσία και τα βασικά στοιχεία της διαδικασίας σύνθεσης του νιτρικού, απορρίφθηκε καθώς η Επιτροπή αποφάνθηκε υπέρ του Bosch, κρίνοντας ότι η διαδικασία ήταν μια εμπορική και όχι μια στρατιωτική, υπόθεση.


Ο κορυφαίος βρεττανός ειδικός του χημικού πολεμου, ο ταγματάρχης Victor Lefebure, αντιτίθεται σθεναρά στην απόφαση αυτή, καθώς και στην προηγούμενη οδηγία να μην διερευνήσει την τεχνογνωσία και την τεχνολογία των «εμπορικών» εργοστασίων των χρωστικών ουσιών. Αργότερα, στο βιβλίο του με τίτλο The Riddle of the Rhine θα γράψει: «Μόνον η γαλλική πλευρά ανεγνώρισε την πλήρη σημασία στον πόλεμο αυτών των εργοστασίων.» Τον Απρίλιο του 1919 η γερμανική αντιπροσωπεία έφτασε στις Βερσαλλίες.

Τα μέλη της, συμπεριλαμβανομένου του Bosch, τοποθετήθηκαν σε προστατευτική επιτήρηση πίσω από αγκαθωτά σύρματα περίφραξης, γύρω από το  Hôtel des Réservoirs. Ο Bosch, ήταν παρών ως εμπειρογνώμονας στον τομέα του, εστάλη στην ειρηνευτική διάσκεψη για την προστασία των συμφερόντων των εταιρειών IG. Η πιο αυστηρή απαίτηση έναντι των εταιρειων IG εκφράστηκε από τους Γάλλους, οι οποίοι  υποστήριξαν την καταστροφή του συνόλου των εγκαταστάσεων εξοπλισμών της Γερμανίας, στην οποία, επέμειναν, περιλαμβάνονται οι χρωστικές ουσίες και τα εργοστάσια νίτρου.
Ο Στρατηγός Foch είχε ήδη καταστήσει σαφές ότι το ζήτημα αυτό δεν ήταν διαπραγματεύσιμο. Το μόνο επιχείρημα με κάθε δύναμη, που ο Bosch ήταν σε θέση να συγκεντρώσει, εναντίον αυτής της απαίτησης, ήταν ότι οι Σύμμαχοι χρειάζονταν μια ισχυρή Γερμανία ως προπύργιο ενάντια στον ρωσικό κομμουνισμό.

Η αμερικανική αντιπροσωπεία, επίσης, πίεζε για ένα δικό της αίτημα. Δεν ήταν μυστικό ότι η Du Pont, με την υποστήριξη του Στρατού των ΗΠΑ και της Ενωσης Χημικών, ήθελε να κρατήσει τα κεκτημένα γερμανικά διακιώματα και τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας από το να τα επιστρέψει. Τα πιο πολύτιμα από αυτά ανήκαν στις εταιρείες IG.

Για να αντιμετωπίσει την αμερικανική απαίτηση ο Bosch ανέπτυξε τα επιχειρήματα εναντίον τους σε ένα έγγραφο, για χρήση από την γερμανική αντιπροσωπεία, με τίτλο:
«Η γερμανική χημική βιομηχανία και οι επιθυμίες της κατά τη διάρκεια των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων.»
 Ο Bosch υποστήριξε ότι η ηθική και το διεθνές δίκαιο απαιτεί όλα τα ακίνητα που κατασχέθηκαν και τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας να επιστραφούν στους Γερμανούς ιδιοκτήτες τους. Αλλά ο Bosch δεν ήταν ικανοποιημένος με απλό επαναπατρισμό. Επέμεινε ότι η ζωή των κατασχεθέντων κάθε δίπλωματος ευρεσιτεχνίας θα πρέπει να επεκταθεί για να αναπληρωθεί η διάρκεια της δήμευσης. Σε ένα άλλο έγγραφο θέσης ο Bosch πήρε το θέμα με την πιθανή συμμαχική απαίτηση για τον διαχωρισμό της ανατολικής και δυτικής όχθης του Ρήνου. 
Αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει τον όλεθρο για τις εταιρείες IG, ιδιαίτερα της BASF, της οποίας τα εργοστάσια βρίσκονταν στη δυτική όχθη. Οι Γάλλοι ήταν ιδιαίτερα δραστήριοι στην προώθηση για την εξαγορά της αριστερής όχθης ή, τουλάχιστον, τη θέσπιση  μιας «ανεξάρτητης» Δημοκρατίας της Ρηνανίας. Η προσάρτηση της Αλσατίας-Λωρραίνης από τους Γερμανούς το 1871 ήταν ένα προηγούμενο που οδήγησε τους Γερμανούς να φοβούνται το χειρότερο.

Στις 7 Μαΐου, οι Σύμμαχοι παρέδωσαν τους προτεινόμενους όρους της συνθήκης ειρήνης στους Γερμανούς βουλευτές. Ο Carl Bosch αμέσως διακήρυξε: «Οι συνθήκες ειρήνης είναι απαράδεκτες από κάθε άποψη.» Μιλούσε για τον εαυτό του, για τη βιομηχανία χρωστικών και για τη Γερμανία.


Οι ρήτρες, που ασχολούνταν με τα λεγόμενα σημεία τιμής, ήταν ιδιαίτερα ταπεινωτικές. Η γερμανική αντιπροσωπεία είχε συγκλονιστεί από την απαίτηση για μια δημόσια δίκη του Kaiser, ενώπιον διεθνούς δικαστηρίου, «για αδίκημα κατά της διεθνούς ηθικής και της ιερότητας των συνθηκών.»

Άλλα ήταν τα «άτομα που κατηγορούνται ότι διέπραξαν παράβαση των νόμων και των εθίμων του πόλεμου και θα προσαχθούν σε δίκη ενώπιον στρατιωτικών δικαστηρίων.»
Τα στελέχη της IG και οι επιστήμονες που ασχολούνταν με το δηλητηριώδες αέριο δεν θα μπορούσαν να διαβάσουν αυτές τις ρήτρες χωρίς ένα αίσθημα κενού. Στους Συμμάχους, η IG και τα δηλητηριώδη αέρια ήταν συνώνυμα. Ακόμα κι έτσι, μια δίκη για εγκλήματα πολέμου, με τόσο διακεκριμένους επιστήμονες και βιομηχάνους στο εδώλιο τους φαινόταν αδιανόητο.

Ο Bosch ήταν επίσης πικρά απογοητευμένος από τους συμμαχικούς όρους σχετικά με τα γερμανικά διπλώματα ευρεσιτεχνίας και τα κατεσχεμένα εργοστάσια. Για την BASF και τις άλλες εταιρείες IG η απώλεια τους ήταν ένα σοβαρό πλήγμα. Δεν θα επιστρέφονταν στους, προπολεμικά, Γερμανούς ιδιοκτήτες τους. Επίσης, ένα θέμα τεράστιας ανησυχίας για τις εταιρείες IG ήταν η συμπερίληψη των βιομηχανιών ανιλίνης στις πληρωμές αποζημιώσεων προς τους Συμμάχους για τις καταστροφές του πολέμου.

Ήταν μια απαίτηση που θα μπορούσε να έχει δυσμενείς πολιτικές συνέπειες-και τις είχε. Οι ανησυχίες σχετικά με την Ρηνανία δεν πραγματοποιήθηκαν. Η δυτική όχθη θα παραμείνει γερμανική.

Αλλά όλες αυτές οι ανησυχίες ήταν ήσσονος σημασίας για την αντιμετώπιση του μεγαλύτερου κινδύνου. Οι διατάξεις που προκάλεσαν τρόμο στις καρδιές και τα μυαλά των εταιρειών IG σχετίζονταν με τον αφοπλισμό της Γερμανίας. Οι Σύμμαχοι απαίτησαν ότι, εκτός ορισμένων εγκεκριμένων εργοστασίων, όπως εκείνα που απαιτούνται για την εσωτερική ασφάλεια,


«Όλες οι άλλες εγκαταστάσεις για την παραγωγή, την παρασκευή, αποθήκευση ή το σχεδιασμό των όπλων, πολεμοφοδίων ή οποιωνδήποτε υλικών πολέμου ό,τι θα πρέπει να κλείσουν.
»


Οι στρατιωτικοί ηγέτες της Γαλλίας και της Αγγλίας, συμπεριλαμβανομένων των Foch και Sir Henry Wilson, δεν άφησαν καμμία αμφιβολία, ό,τι η διάταξη αυτή σήμαινε καταστροφή των εργοστασίων της IG, που έφτιαχνε δηλητηριώδη αέρια και νιτρικά. Εκτός αν ετροποποιούντο αυτοί οι όροι, που σήμαιναν κίνδυνο για τη γερμανική χημική βιομηχανία.

 Στις 29 Μαΐου του 1919, η γερμανική αντιπροσωπεία υπέβαλε επίσημο υπόμνημα των αντιπροτάσεών της προς τον πρόεδρο της διάσκεψης για την ειρήνη. Σε αυτό οι σύνεδροι κατήγγειλαν ότι «η προθεσμία που μας έδωσε για την εκπόνηση αυτού του μνημονίου ήταν τόσο μικρή που ήταν αδύνατο να εξαντλήσουμε όλες τις ερωτήσεις.»
Επανέλαβαν το αίτημά τους για μια προσωπική αντιπαράθεση και προφορικές διαπραγματεύσεις:
«Αυτή η ειρήνη είναι η μεγαλύτερη Συνθήκη της ιστορίας. Είναι χωρίς προηγούμενο για την άσκηση τέτοιας τεράστιας διαπραγματεύσης με γραπτές σημειώσεις μόνο.»
Η γερμανική απαίτηση για κάποιο είδος  προσωπικών διαπραγματεύσεων αγνοήθηκε. Στις 16 Ιουνίου οι τελικοί όροι των Συμμάχων παρουσιάστηκαν στη γερμανική αντιπροσωπεία. Έτσι, λίγες αλλαγές είχαν γίνει στους προτεινόμενους όρους, που είχαν ήδη υποβληθεί, και στο ίδιο έγγραφο που χρησιμοποιήθηκε οι αλλαγές αυτές έχουν προστεθεί με το χέρι με κόκκινο μελάνι.

Ξέφρενα η γερμανική κυβέρνηση διερευνά μια σειρά από προτάσεις για να μαλακώσει τις σκληρότερες διατάξεις της Συνθήκης. Σε ένα σημείο η ματαιότητα της προσπάθειάς τους οδήγησε τους Γερμανούς να επαναλάβουν τον πόλεμο. Η σκέψη ήταν βραχύβια. Στις 28 Ιουνίου 1919, η συνθήκη ειρήνης υπογράφηκε.


Παρά το γεγονός ότι οι ρήτρες αφοπλισμού, που απειλούσε το τέλος των εταιρειών IG, παρέμειναν άθικτες, υπήρχε μια διπλωματική προσέγγιση που άφηνε να εξαλείψει τις θανατηφόρες επιπτώσεις τους. Πριν η  τύχη της IG σφραγιστεί, εμπειρογνώμονες από τις δύο πλευρές ήταν να ξαναβρεθούν εκ νέου, στις Βερσαλλίες, για να διευκρινίσουν και να ερμηνεύσουν αυτούς τους όρους της συνθήκης, που θεωρήθηκαν διφορούμενοι. 


Εν τω μεταξύ, ο Bosch έφυγε για το Ludwigshafen να παραστεί σε συνεδρίαση της ιεραρχίας της BASF, όπου όπως αναμενόταν, εξελέγη πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου. Μαζί με τον Duisberg, ο Bosch ήταν πλέον ένα από τα δύο πιο ισχυρά πρόσωπα της γερμανικής χημικής βιομηχανίας. Αμέσως μετά την εκλογή του, επέστρεψε στις Βερσαλίες να επαναλάβει τις προσπάθειές του, στο να απαλύνουν τη γαλλική θέση. Όμως, η γαλλική πλευρά αρνήθηκε να είναι λογική.

Μετά από μία δύσκολη σύνοδο ο Bosch είπε στο φίλο του Baron von Lersner, τον νέο επικεφαλής της γερμανικής αντιπροσωπείας:
«Η προσταγή των Βερσαλλιών απαιτεί την πλήρη συνθηκολόγηση της γερμανικής χημικής βιομηχανίας.»
Αλλά με την εμπιστοσύνη ενός άνδρα που είχε στην κατοχή του ένα ισχυρό μυστικό, πρόσθεσε, «Πίστεψέ με, η γερμανική χημική βιομηχανία ποτέ δεν θα καταστραφεί.» Η ασυνήθιστη εμπιστοσύνη, που ο Bosch εξέφρασε, χωρίς να είναι συγκεκριμένος, προήλθε από ένα «κρυμμένο χαρτί» που είχε σχεδιάσει να παίξει την κατάλληλη στιγμή. Εκείνη η στιγμή είχε πλέον φτάσει.

Το ατού αποδείχθηκε ότι ήταν ο Joseph Frossard, ένας Γάλλος αξιωματούχος ο οποίος μόλις είχε τεθεί επικεφαλής των κατασχεθέντων εργοστασίων χρωστικής ουσίας όλων των  IG στην Γαλλία, η οποία ενοποιήθηκε σε μια γαλλική εθνική εταιρεία με το όνομα (Compagnie Nationale des Matières Colorantes et des Produits Chémiques).  Αν ένας τέτοιος στρατηγικά τοποθετημένος Γάλλος αξιωματούχος ήταν πραγματικά ατού του Bosch, θα ήταν προφανώς σε θέση να βοηθήσει τον Bosch στη διάσωση των IG εταιρειών που απειλούνταν με αφανισμό.


Ο Ιωσήφ Frossard είναι μια σκοτεινή φιγούρα, για τον οποίο δεν υπάρχει ακόμα αφθονία ασφαλών πληροφοριών. Μερικά χρόνια πριν από τον πόλεμο είχε εργαστεί για τη ρωσσική βιομηχανία κλωστοϋφαντουργίας, που  κυριαρχείτο από το γερμανικό καρτέλ χρωστικών. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, ως υπάλληλος της γαλλικής υπηρεσίας χημικού πολέμου, είχε βοηθήσει στην επιτάχυνση της παραγωγής του αερίου μουστάρδας. Μετά τον πόλεμο, οι Γάλλοι είχαν αναθέσει στον Frossard να παρακολουθεί τις  κατεχόμενες εγκαταστάσεις της BASF στο Ludwigshafen. Τώρα, στις Βερσαλλίες είχε εμφανιστεί ως σύμβουλος χρωστικών και χημικών ουσιών, με την γαλλική αντιπροσωπία. 

Με κάποιο μυστηριώδη τρόπο ο Bosch έκανε διευθετήσεις για μια παράνομη συνάντηση με τον Frossard. Στο μυστικό ραντεβού τους ο Bosch αποκάλυψε το σχέδιό του για να μετριάσει το γαλλικό αίτημα για την κατεδάφιση των εγκαταστάσεων της IG. Στην ουσία, το σχέδιο προβλέπει η γαλλική κυβέρνηση και οι IG εταιρείες να γίνουν εταίροι για την αξιοποίηση της γαλλικής αγοράς χρωστικών ουσιών.
Οι γερμανικές εταιρείες θα παραδώσουν τη ζηλότυπα κρυμμένη μυστική τεχνογνωσία, χωρίς την οποία η γαλλική, όπως ο Frossard ήξερε, δεν θα μπορούσαν να λειτουργήσουν τις κατασχεμένες εγκαταστάσεις. Ήταν μια προσφορά που μόνο η απελπισία θα μπορούσε να αναγκάσει τον Bosch να το κάνει. Σε αντάλλαγμα, οι εταιρείες IG θα ανακτήσουν το μισό από τη προπολεμική τους επένδυση και οι εγκαταστάσεις στη Γερμανία να διασωθούν. Όπως ανέμενε ο Bosch ο Frossard συμφώνησε με το σχέδιό του.

Το επόμενο βήμα του ήταν να πείσει τον γαλλικό στρατό να εγκαταλείψει την αδιάλλακτη επιμονή του για την καταστροφή των εγκαταστάσεων της IG. Ο Frossard υποσχέθηκε να κανονίσει μια συνάντηση με τον κατάλληλο Γάλλο αξιωματούχο, το Στρατηγό Patard. 

Η πίστη του Bosch στον Frossard δεν ήταν άστοχη. Σε λίγες ημέρες είχε προσκληθεί στο Παρίσι από τον Στρατηγό Patard να συζητήσουν το μέλλον των μονάδων αζώτου σε Oppau και Leuna. Ως αποτέλεσμα, ο Bosch είναι ένας από τους πρώτους Γερμανούς που επιτρέπεται να κυκλοφορούν ελεύθερα στο Παρίσι μετά τον πόλεμο. Παρά το γεγονός ότι ο Patard είχε ενημερωθεί σχετικά με τις εγκαταστάσεις και την επιστημονική φήμη του Bosch και τα επιτεύγματα της μηχανικής, οι διαπραγματεύσεις στην πρώτη φορά δεν πάνε καλά.
Οι δύο άνδρες αντήλλαξαν πικρά λόγια. Ο Patard επέμεινε ότι οι εγκαταστάσες του Oppau και Leuna έπρεπε να καταστραφούν λόγω της στρατιωτικής τους αξίας. Ο Bosch αντέτεινε ότι με την πείνα που αντιμετωπίζουν πολλές από τις περιοχές που επλήγησαν από τον πόλεμο, αυτές οι εγκαταστάσεις  ήταν απελπιστικά αναγκαίες για την παραγωγή λιπασμάτων. Ο Bosch άρχισε τελικά να εντυπωσιάζει τον Patard με το βάθος της διάνοιάς του. Ο Στρατηγός χαλάρωσε τη σκληρή θέση του. Εάν οι συνθετικές μονάδες αζώτου ήταν τόσο ζωτικής σημασίας για τη γεωργία, είπε ο Patard , τότε τόσο η Γαλλία όσο και η Γερμανία θα πρέπει να τις κατέχουν.
Ως εκ τούτου, εάν ο Bosch υποστηρίξει ένα γαλλικό σχέδιο αζώτου, ο Patard θα επιτρέψει τις Oppau και Leuna να συνεχίσουν να λειτουργούν. Ο Patard ήταν συγκεκριμένος στους όρους του. Η BASF θα πρέπει να βοηθήσει τη γαλλική κυβέρνηση στην κατασκευή των μονάδων νίτρου, να παραδώσει τον απαραίτητο εξοπλισμό, να διαθέσει όλα τα μυστικά, την τεχνογνωσία, και την τεχνολογία, να στείλει έμπειρο προσωπικό για να εκπαιδεύσει τους Γάλλους τεχνικούς και να δαπανήσει τις καλύτερες προσπάθειές του για να δημιουργήσουν μια επιτυχημένη γαλλική βιομηχανία αζώτου. Σε αντάλλαγμα, οι Γάλλοι θα αποσύρουν το αίτημά τους ότι οι γερμανικές μονάδες της ανιλίνης και του νίτρου να καταστραφούν. Ο Βosch γνώριζε την κριτική που θα αντιμετωπίσει στη Γερμανία για την εγκατάλειψη του μονοπωλίου Haber-Bosch, αλλά εύκολα συμφώνησε με τους όρους του Patard.
Μετά το πέρας της συνάντησης, συμφωνήθηκε να αρχίσουν διαπραγματεύσεις το Νοέμβριο για επίσημη συμφωνία. Πριν ο Bosch αφήσει τις Βερσαλλίες, είχε μία ακόμα αποστολή να εκπληρώσει. Ο Hermann Schmitz, το φωτεινό μυαλό που τον είχε βοηθήσει να πάρει την έγκριση για την κατασκευή του Leuna εργοστάσιου χημικών υψηλής πίεσης την άνοιξη του 1915, ήταν παρών στις Βερσαλλίες ως  ειδικός λιπασμάτων εκπροσωπώντας το Υπουργείο Οικονομικών. 
Ο Bosch κανονίζει ώστε ο Schmitz να ενταχθεί στην  BASF ως επικεφαλής της χρηματοδότησης και των διεθνών σχέσεων. Ο ενθουσιασμένος στην αναβάθμισή του στον βιομηχανικό κόσμο Schmitz δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί  τι  του επεφύλασσε το μέλλον.

Το φθινόπωρο του 1919, ακριβώς στο χρόνο που ο Bosch είχε συνάψει τη συμφωνία του με τον Patard, το θέμα των εγκληματιών πολέμου έγινε πρωτοσέλιδο για πρώτη φορά μετά τη συνθήκη των Βερσαλλιών. Τέθηκε τυχαία από την επιτροπή των βραβείων  Νόμπελ στη Στοκχόλμη, η οποία ανακοίνωσε ότι ο Fritz Haber είχε κερδίσει το βραβείο Νόμπελ Χημείας για τη σύνθεση της αμμωνίας. Η επιστημονική κοινότητα του κόσμου αντέδρασε με οργή.

Το σχόλιο του εξώφυλλου του βρετανικού επιστημονικού περιοδικού Nature, ήταν χαρακτηριστικό:
«Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ήταν στο Kaiser Wilhelm  που ο Geheimrat Haber έκανε τα πειράματά του σχετικά με τα δηλητηριώδη αέρια, πριν από την Μάχη του Υπρ, το οποίο ξεκίνησε μια μορφή  πολέμου που θά αποτελέσει αιώνια δυσφήμιση των Γερμανών.»
Οι Γάλλοι επιστήμονες ήταν ιδιαίτερα αγανακτισμένοι από την επιλογή της επιτροπής Νόμπελ, και οι δύο Γαλλοι νικητές του Νόμπελ ανακοίνωσαν δημόσια ότι θα αρνηθούν να παραλάβουν τα βραβεία τους, εφ ‘όσον ο Haber ήταν να τιμηθεί μαζί τους. 
Η σουηδική κυβέρνηση, προβληματισμένη από την έκταση της διαμαρτυρίας, προσπάθησε να διορθώσει την εντύπωση ότι ο Haber είχε τιμηθεί για τη συμβολή του στη φρίκη του πολέμου. Κατόπιν εντολών από τη Σουηδία, ο Dag Hammarskjöld, πρώτος γραμματέας της Σουηδικής Πρεσβείας στην Ουάσιγκτον, έγραψε μια επιστολή στους New York Times, επισημαίνοντας ότι η απονομή, επί της οποίας η ανάθεση έγινε διότι η μέθοδος Haber για την παραγωγή αμμωνίας είναι η φθηνότερη από ό,τι οποιαδήποτε άλλη σήμερα γνωστή μέθοδο, και ότι η παραγωγή των νιτρικών φθηνών λιπασμάτων είναι  καθολικής σημασίας για την αύξηση της παραγωγής τροφίμων, και ότι, κατά συνέπεια, η εφεύρεση του Haber ήταν η μεγαλύτερη αξία  στον κόσμο γενικότερα …. Η Αμμωνία, το προϊόν της μεθόδου Haber, πρέπει να μετατραπεί σε νιτρικό οξύ, ώστε να οδηγήσει σε εκρηκτικά ή διαβρωτικά αέρια.
Στην πραγματικότητα οι εγκαταστάσεις του Haber στη Γερμανία στήθηκαν με σκοπό την παραγωγή γεωργικών λιπασμάτων. Λίγες ημέρες αργότερα, ο ρόλος του Haber στον χημικό πόλεμο αερίων της Γερμανίας έγινε επίσημο θέμα. Η συνθήκη των Βερσαλλιών, σε μία από τις πιό πικρές επίμαχες διατάξεις της, είχε προκαλέσει για μια δίκη για εγκλήματα πολέμου ενώπιον ειδικού δικαστηρίου της «άτομα που κατηγορούνται ότι έχουν διαπράξει πράξεις κατά παράβαση των νόμων και των εθίμων του πολέμου».
Στις 3 Φεβρουαρίου 1920, μια λίστα με πάνω από 900 φερόμενους εγκληματίες πολέμου, υποβλήθηκε από τους Συμμάχους στον Baron von Lersner, ως επικεφαλής της γερμανικής αντιπροσωπείας της ειρήνης. Στη λίστα ήταν στρατιωτικές και πολιτικές προσωπικότητες, όπως ο Kaiser, Χίντεμπουργκ, Λούντεντορφ, Bernstorff, και πρίγκιπες του βασιλικού οίκου της Hohenzollern. Ο Fritz Haber ήταν επίσης στον κατάλογο-το μόνο πρόσωπο σε σχέση με την IG να χρεώνεται ως εγκληματίας πολέμου.

Η συλλογή των ονομάτων, που παρουσιάστηκαν από τις συμμαχικές δυνάμεις, αποδείχθηκε εντελώς ανεξέλεγκτη. Πολλά άτομα ήταν ανώνυμα και ένας μεγάλος αριθμός δεν μπορούσε να βρεθεί. Ορθογραφικά λάθη επέτειναν τη σύγχυση. Ο Kaiser ήταν στην Ολλανδία, η οποία αρνήθηκε να τον παραδώσει. Αναγνωρίζοντας ότι η μείωση του αριθμού ήταν απαραίτητη, οι Σύμμαχοι στις 7 Μαΐου 1920, υπέβαλαν δραστικά μικρότερη λίστα, παραλείποντας σχεδόν όλα τα γνωστά ονόματα.

Ο αριθμός των ατόμων που κατηγορούνται για εγκλήματα πολέμου είχε μειωθεί από 900 σε 45. Ο κατάλογος τώρα αποτελείται κυρίως από σκοτεινές φιγούρες όπως  διοικητές υποβρυχίων και δεσμοφύλακες. Το όνομα Haber δεν ήταν πλέον στη λίστα. Η γερμανική κυβέρνηση συμφώνησε να κινήσει διαδικασία κατά των κατηγορουμένων σε  γερμανικό δικαστήριο στη Λειψία. Οι δίκες πραγματοποιήθηκαν στα τέλη του Μαΐου του 1921. Από τους έξι κατηγορουμένους από τους Βρετανούς, πέντε καταδικάστηκαν με μικρές ποινές. Από τους  έξι στις βελγικές και γαλλικές λίστες, μόνο ένας, που κατηγορήθηκε για τη δολοφονια αιχμαλώτου πολέμου, καταδικάστηκε σε δύο χρόνια. 

Η ματαιότητα αυτών των δικών έγινε εμφανής, και από μία επιτροπή  Συμμαχικών νομικών εμπειρογνωμόνων που βρήκαν, χωρίς διαφωνίες, ότι πολλοί από τους κατηγορούμενους οι οποίοι θα πρέπει να έχουν καταδικαστεί είχαν αθωωθεί και ότι οι ποινές ήταν γενικά ανεπαρκείς. Η επιτροπή εισηγήθηκε ότι εκείνοι που δεν έχουν ακόμη δικαστεί θα πρέπει να παραδοθούν στους Συμμάχους για δίκη. Η έκθεσή τους παρελήφθη από τους Συμμάχους, πρωτοκολλήθηκε και ξεχάστηκε. Σχεδόν μισό αιώνα αργότερα, ένας εγκληματίας πολέμου που καταδικάστηκε στη Νυρεμβέργη, ο Albert Speer, παραπονέθηκε ότι η αποτυχία των δικών για εγκλήματα πολέμου στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο μπορεί να είχε επιπτώσεις στην διάπραξη εγκλημάτων πολέμου στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.


Υπήρχε τουλάχιστον μία ακόμη ισχυρή απήχηση στις συμμαχικές χώρες λόγω του πολέμου με δηλητηριώδη αέρια. Τον Σεπτέμβριο του 1921 μια τεράστια έκρηξη γκρεμισε την μονάδα Haber-Bosch στο Oppau, σε μία από τις χειρότερες παγκόσμια βιομηχανικές καταστροφές. Πάνω από 600 εργαζόμενοι έχασαν τη ζωή τους, περισσότεροι από 2000 τραυματίστηκαν, και το εργοστάσιο κατεδαφίστηκε. Οι φήμες που διαδίδονταν ήταν ότι η BASF  πειραματιζόταν με κάποιο νέο τρομερό  είδος χημικών όπλων.

Ένας Αμερικανός δημοσιογράφος ρώτησε τον Haber για μια πιθανή εξήγηση της έκρηξης. Ο Haber απάντησε ότι η έκρηξη Oppau δεν θα μπορούσε ενδεχομένως να έχει προκληθεί από την παραγωγή συνθετικών νιτρικών από την διεργασία Haber-Bosch. Ούτε τα νιτρικά ούτε οι τεράστιες πιέσεις  θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια έκρηξη τέτοιου μεγέθους. Ο Haber πρόσθεσε ότι «η έρευνα μπορεί να αποκαλύψει νέες και τρομερές δυνάμεις.»
Όποια και αν είναι η αιτία, ήταν βέβαιο ότι η BASF αντιμετώπιζε μια τεράστια οικονομική ζημία, εάν η μονάδα Oppau δεν επισκευάζόταν γρήγορα. Ωστόσο, οι μηχανικοί της BASF εκτιμησαν ότι η ανοικοδόμηση θα απαιτούσε τουλάχιστον ένα χρόνο. Η Bosch βάζει τον Carl Krauch, τον οποίο θεωρεί τον πιο ταλαντούχο προστατευόμενό της, να αναλάβει την ανασυγκρότηση του Oppau, με την εντολή  να μη φεισθεί δαπάνη. Το πιο επείγον πρόβλημα ήταν η πρόσληψη ενός τεράστιου εργατικού δυναμικού. Τουλάχιστον 10.000 εργαζόμενοι στις κατασκευές, κυρίως ειδικευμένοι τεχνίτες, ήταν αναγκαίοι, καθώς και εποπτικό προσωπικό. Φάνηκε σαν μια αδύνατη απαίτηση.
Ωστόσο, ο Krauch επιτέθηκε στο πρόβλημα με φαντασία και τόλμη. Συμβάλλεται με εταιρείες από όλη την Γερμανία, αναστελλει την παραγωγή τους και ζητά να αποστείλουν πλήρεις μονάδες των εργαζομένων και των προϊσταμένων τους για να εργαστούν στο Oppau. Αν και ακριβή, η μέθοδος αποδείχθηκε αποτελεσματική. Ο Krauch ήταν σε θέση να συγκεντρώσει το απαιτούμενο εργατικό δυναμικό, σε ένα απίστευτα μικρό χρονικό διάστημα, και το Oppau αποκαταστάθηκε μέσα σε τρεις μόνο μήνες.
Την ημέρα που το Oppau επαναλειτούργησε, ο Bosch ανταμείβει τον Krauch με το διορισμό του στον συμβούλιο διαχείρισης της BASF. Η τριανδρία που θα καθοδηγήσει την  IG, κατά τα κρίσιμα χρόνια που έρχονται, -Bosch, Schmitz, και Krauch- ήταν τώρα στην κορυφή της BASF, έτοιμη να διαδραματίσοει  τον ρόλο της.

Χρ. Μπλάνας
Χημ.Μηχ/κος
ΕΠΙ-ΣΤΗΜΙ

συνέχεια στὸ

Ἄνοδος-Πτώσις καὶ Ἀνάστασις τῆς I.G. FARBEN (β’)

Ἄνοδος-Πτώσις καὶ Ἀνάστασις τῆς I.G. FARBEN (γ’)

Ἀποποίηση εὐθύνης

Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.

Leave a Reply