Ἡ παραμονὴ τῶν Τσάμηδων στὴν Ἑλλάδα.

τοῦ Σαράντου Καργάκου

Ὅπως ἀναφέραμε, πρόθεση τῶν ἑλληνικῶν κυβερνήσεων ἦταν νὰ ἐκδιώξουν μὲ κάθε θυσία τοὺς Τσιάμηδες, ποὺ ἦταν σίγουρο ὅτι θὰ μας δημιουργοῦσαν προβλήματα. Γράφει σύγχρονος ἱστορικός: «Ὅπως ἦταν φυσικό, οἱ ἑλληνικὲς ἀρχὲς ἀνέλαβαν ἀπὸ τότε (σημ. Σ. Ι. Κ. δηλαδὴ τὸ 1925) ἀληθινὴ «ἐκστρατεία» γιὰ νὰ πείσουν τοὺς Τσάμηδες νὰ φύγουν, καταβάλλοντας μάλιστα ἰδιαίτερη προσπάθεια γιὰ τὸν προσεταιρισμὸ τῶν «θρησκευτικῶν τους ἀρχηγῶν», δηλαδὴ τῶν μουφτήδων.

Ἡ ἀντίδραση τῶν ὀργάνων τῆς ἀλβανικῆς προπαγάνδας ἤταν σφοδρή: στὶς ἀρχὲς Ἀπριλίου δολοφονήθηκε ὁ πρόεδρος τῆς κοινότητας Βαρφάνης Χουσεΐν Ῥουστάν, ὁ ὁποῖος ἤταν κεκηρυγμένος ὑπὲρ τῆς ἀνταλλαγῆς τῶν Μουσουλμάνων, ἐργαζόμενος ἀναφανδὸν ὑπὲρ αὐτῆς. Καὶ οἱ δύο ἠθικοὶ αὐτουργοὶ ἤταν γνωστοὶ στὶς ἀρχές: δαπανοῦσαν ἀφειδῶς χρήματα γιὰ νὰ πείσουν τοὺς Μωαμεθανοὺς τῆς Τσαμουριᾶς νὰ παραμείνουν στὴν Ἑλλάδα. Ὃ ἔνας μάλιστα εἶχε ἔλθει στὴν Ἑλλάδα μόλις τὸν Μάρτιο ἀπὸ τὴν Κονίσπολη» (Δημήτρης Μιχαλόπουλος: Τσάμηδες, ἔκδ. Ἀρσενιδη, 1993, σελ. 53-54).

Στὰ χρόνια ὅμως τῆς δικτατορίας τοῦ Θεοδώρου Παγκάλου τὰ πράγματα ἀλλάξαν.
«Ὁ δικτάτορας δὲν συμπεριέλαβε στὸν ἀνταλλάξιμο πληθυσμὸ τοὺς Τσάμηδες, ποὺ μὲ ὑποδείξῃ τῶν Ἰταλῶν θεωρήθηκαν σὰν φύλο ἀλβανικό. ‘Ήδη ἡ διαδικασία γιὰ τὴν ἀλβανοποίηση τῶν Τσάμηδων εἶχε προχωρήσει χάριν στοὺς ἐπιδεξίους πράκτορες τῆς Ἰταλίας καί, φυσικά, χάριν στὸ ἄφθονο χρῆμα. Ὃ Ἀχμὲτ Ζώγου, βασιλιᾶς τῆς Ἀλβανίας, ἔστειλε στὴν Ἀθῆνα τὸν βουλευτῆ Ἀργυροκάστρου Βασίλειο Μπαμίχα, πρόσωπο διαβλητὸ λόγῳ τῆς ἀναμείξεώς του σὲ οἰκονομικὰ σκάνδαλα, καὶ συναντήθηκε μὲ τὸν Πάγκαλο, τὸν ὑπουργὸ Ἐξωτερικῶν Λουκᾶ Κανακάρη Ῥοΰφο καὶ ἀλλὰ πρόσωπα, καὶ κατάφερε ἀσφαλῶς, ὄχι μόνος- νὰ πετύχῃ τὴν δηλώση Ῥούφου, πὼς ἀπὸ τὴν ἀνταλλαγὴ θὰ ἐξαιρεθοῦν οἱ Τσάμηδες καὶ ὅτι ἢ ἑλληνικὴ κυβέρνηση ὡς ἔκφραση καλῆς θελήσεως θὰ διαλύση τοὺς βορειοηπειρωτικοὺς συλλόγους.

Ἢ πολιτικὴ αὐτὴ συνεχίσθηκε καὶ μετὰ τὴν πτώση τοῦ Παγκάλου κι ἔτσι οἱ Τσάμηδες ἔμειναν στὴν Ἑλλάδα κι ἔγιναν ὄργανα τῆς ἰταλικῆς πολιτικῆς καὶ φυσικὰ τοῦ συστηματικὰ καλλιεργουμένου ἀλβανικοῦ μεγαλοϊδεατισμοῦ.
Ἀκόμη κι ὅταν κάποιες οἰκογένειες Τσάμηδων, ποὺ εἶχαν τουρκικὴ συνείδηση, ζήτησαν νὰ μεταφερθοῦν στὴν Τουρκία, ἐμποδίστηκαν μὲ σύμφωνη γνώμη τῆς Τουρκίας- γιὰ νὰ μὴν τοὺς μιμηθοῦν καὶ οἱ μουσουλμάνοι τῆς Γιουγκοσλαβίας (Μιχαλόπουλος: ὀπ. παρ. σελ. 95-96).
Ὅταν μάλιστα στὴν Τσαμουριᾶ ἐγκατεστάθησαν Ἕλληνες πρόσφυγες ἀπὸ τὴν Μικρὰ Ἀσία, τότε οἱ μουσουλμάνοι Τσάμηδες καὶ ἢ Ἀλβανία χάλασαν τὸν κόσμο, πὼς τάχα παραβιάζονται τὰ δικαιώματα τῶν Τσάμηδων καί πως ἢ Ἑλλὰς τάχα καταπιέζει τὶς θρησκευτικὲς μειονότητες.
Ἢ Ἀλβανία ἔφερε τὸ ζήτημα στὸ Συμβούλιο τῆς «Κοινωνίας τῶν Ἐθνῶν» (ΚτΕ) ἀλλὰ ὁ ἐκπρόσωπός της εἰσέπραξε ἀπὸ τὸν Ἕλληνα ἐκπρόσωπο Ν. Πολίτη ἀποστομωτικὴ ἀπαντήση. Τὸ Συμβούλιο δικαίωσε τὸν Ἕλληνα ἐκπρόσωπο καὶ ἀπέρριψε τὶς κατηγορίες τῶν Ἀλβανῶν.

Οἱ Ἀλβανοὶ δὲν σταμάτησαν ποτὲ στὰ μετέπειτα χρόνια τὶς προκλήσεις.
Σὲ συνεργασία μὲ τοὺς Τσάμηδες, πλῆθος ἀλβανικῶν συμμοριῶν ἐξορμοῦσε ἀπὸ τ’ ἀλβανικὰ σύνορα καὶ λήστευε τοὺς ἠπειρωτικοὺς πληθυσμούς. Κι ὅταν τοὺς κυνηγούσαν τὰ καταδιωκτικὰ ἀποσπάσματα, κατέφευγαν στὴν Ἀλβανία.

Γράφει ὁ «Ἀναδρομάρης» τῶν Ἰωαννίνων, ὁ ἀείμνηστος Γιάννης Νικολαΐδης στὴν δεκάτομη σειρὰ τοῦ μνημειώδους ἔργου «Τὰ Γιάννινα τοῦ Μεσοπολέμου», τὸ ἀκόλουθο περιστατικό: «Ἂς σημειωθῇ ὅτι πρὶν ἀπὸ καιρὸ ἔνας ἄξιος Α. Δ. Χ. Ἠπείρου, ὁ συνταγματάρχης Καργάκος, ποὺ βρισκόταν γιὰ ἐπιθεώρηση στὴν περιοχὴ Θεσπρωτίας, λησμονήσας τὸν βαθμόν του, θυμήθηκε τὰ ἔνδοξα νιάτα του, μετουσιώθη εἰς ἐνωματαρχην, ὥπλισε μουσουλμάνους πολῖτες μὲ τὸ ἀστι ντοόα οὔ! (ἔτσι θέλω) πῆρε κι ὅσους χωροφύλακας ἠδυνήθη νὰ ἐξεύρῃ καὶ ἐξώντωσε τὴν τετραμελὴ συμμορίαν τοῦ Κατσέλη μέχρι ἐνός, δύο φονευθέντων καὶ δύο συλληφθέντων, ἐν οἷς καὶ ὃ ἀρχηγός» (Ἐλευθερία 24-6-28) (Ἰωάννη Νικολαΐδη: Τὰ Γιάννινα τοῦ Μεσοπολέμου, τόμ. Ζ’, σελ. 266).

Ἡ «Ἐλευθερία» ἤταν ἢ ἐφημερίδα ποὺ ἔβγαζε στὰ Ἰωάννινα ὁ μεγάλος λογοτέχνης Χρ. Χρηστοβασίλης. Ὁ ἐν λόγῳ Λεωνίδας Καργάκος, Ἀνώτατος Διοικητὴς Χωροφυλακῆς Ἠπείρου, σ’ ἐκείνη τὴν κρίσιμη ἐποχή, εἶναι ὁ «μόνος, κατὰ τὴν ἔφημ. «Ἠπειρωτικὸς ἀγών» (27-3-28), ὃ ὁποῖος ἔδωκεν εἰς τὴν ἀνάκρισιν ἔναν νέον μῖτον τοῦ ὅλου ἐγκλήματος». Πρόκειται γιὰ τὸ ἔγκλημα καὶ τὴν μεγάλη λῃστεία τῆς Πέτρας, που ἔγινε ἀπὸ τοὺς Ῥετζαίους. Εἶχε μάλιστα «στριμώξη» καὶ τὸν Ἀλβανικῆς καταγωγῆς διανοούμενο καὶ πολιτευτῆ τῆς Πρεβέζης, τὸν Ἁλῆ βέη Ντίνο, μὲ τὴν κατηγορία «ὅτι εἶχε στείλει τηλεγράφημα συμπαραστάσεως πρὸς τὴν ἀλβανικὴ κυβέρνηση, ἢ ὁποία εἶχε προσφύγει στὴν Κοινωνία τῶν Ἐθνῶν, παραπονούμενη ὅτι ἢ μουσουλμανικὴ μειονότητα τῆς Τσαμουριᾶς καταπιεζόταν ἀπὸ τὶς ἑλληνικὲς ἀργές» (Νικολαίδης, ὀπ. παρ., σελ. 253).
Ὅμως ἂν κάποιοι καταπιέζονταν, αὐτοὶ ἦσαν οἱ Ἕλληνές ποὺ «μαντρώθηκαν» μέσα στὰ σύνορα τῆς ἀρτισύστατης Ἀλβανίας. Ἄρχισαν τότε, ἐν ὀνόματι τῆς φιλίας, τῆς προσεγγίσεως καὶ τῆς οἰκονομικῆς διεισδύσεως -φυσικά!-νὰ λειτουργοῦν ἑλληνοαλβανικοὶ σύνδεσμοι καὶ ἑλληνοαλβανικὰ ἐπιμελητήρια, ἐνῶ οἱ βορειοηπειρωτικοὶ σύλλογοι εἴχαν διαλυθῆ ἀπὸ τὸν Πάγκαλο. Καὶ ἂς ἔγραφε μὲ ἀγωνία ὁ ἀείμνηστος Γιώργης Χατζῆς (ὁ πατέρας τοῦ Δημήτρη Χατζῆ) στὴν περίφημη ἐφημερίδα του «Ἤπειρος» τὰ ἑξῆς:
«Εἴς τι θά ὠφελήσουν ὅλα αὐτά, δηλαδὴ ἢ φιλία καὶ ἢ προσέγγισι;τῶν δύο συγγενῶν κόσμων, ὅταν ὃ Ἀλβανὸς σκέπτεται  πῶς νά πίεσῃ, νά ἐξευτελίσῃ καί νά ἐξολοθρεύσῃ τόν συγγενή του» (Νικολαίδης: ὀπ. παρ. σελ. 72).
Στὶς διώξεις τῶν ὁμογενῶν καὶ στὸ κλείσιμο τῶν ἑλληνικῶν σχολείων οἱ ἑλληνικὲς κυβερνήσεις ἀντιδροῦσαν ὑποτονικά, γιὰ νὰ μὴν χαλάσουν οἱ ἑλληνοαλβανικὲς σχέσεις. Μέχρι καὶ στὶς ἑλληνικὲς στρατιωτικὲς σχολὲς ἦλθαν γιὰ νὰ σπουδάσουν δωρεὰν Ἀλβανοὶ σπουδαστές. Ἀκόμη καὶ ὁ Βενιζέλος, ὅταν ἐπανῆλθε στὴν πολιτική, ἀρνήθηκε νὰ θέσῇ θέμα βορειοηπειρωτικοῦ καὶ συνέστησε στοὺς Βορειοηπειρῶτες νὰ διαλύσουν τοὺς συλλόγους τους, γιὰ νὰ μὴν διαταράσσουν τὶς ἑλληνοαλβανικὲς σχέσεις (Μιχαλόπουλος: ὀπ. παρ. σελ. 181).

Ὅταν οἱ Ἰταλοὶ κατέλαβαν τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1939 τὴν Ἀλβανία, γιὰ νὰ τὴν μετατρέψουν σὲ προγεφύρωμα στὶς μελλοντικὲς ἐπεκτάσεις τους στὸν βαλκανικὸ χῶρο, χρησιμοποιήθηκαν ἀλβανικὲς συμμορίες, κυρίως Τσάμηδων, γιὰ νὰ κάνουν «προβοκατορικές» πράξεις ἐναντίον τῆς Ἑλλάδος.
Ἀκόμη καὶ ληστὲς μπῆκαν στὴν ὑπηρεσία τῆς «ἀλβανικῆς ἰδέας». ‘Έτσι σὰν μία δῆθεν βασικὴ ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἑλληνοϊταλικὴ ἐμπλοκὴ προβλήθηκε ἀπὸ τὰ ἰταλικὰ χαλκεῖα -κυρίως ἀπὸ τὸ πρακτορεῖο «Στέφανι»-ἡ ὑπόθεση τοῦ Νταοῦτ Χότζα. Στὶς 11 Αὐγούστου 1940 ἔκπληκτος ὁ κόσμος μάθαινε τὰ ἑξῆς, ἀπὸ ἀνακοινώση τοῦ πρακτορείου Στέφανι:
«Ὃ ἀλβανικὸς πληθυσμός, ὁ ὑποτεταγμένος εἰς τὴν Ἑλλάδα, εὑρίσκεται ὑπὸ τὴν βαθεῖαν ἐντύπωσιν τρομεροῦ πολιτικοῦ ἐγκλήματος διαπραχθέντος εἰς τὴν ἑλληνοαλβανικὴν μεθόριον. Ὃ μέγας Ἀλβανὸς πατριώτης Νταοῦτ Χότζα, γεννηθεὶς εἰς τὴν ἀλύτρωτον περιοχὴ τῆς Τσαμουριᾶς, ἐδολοφονήθη ἀγρίως ἐπὶ ἀλβανικοῦ ἐδάφους, πλησίον τῶν συνόρων. Τὸ σῶμα τοῦ εὑρέθη ἀκέφαλον. Ἐγνώσθη ἀργότερον ὅτι δολοφόνοι ἦσαν Ἕλληνες πράκτορες, οἱ ὁποῖοι παρέλαβον μεθ’ ἑαυτῶν εἰς τὸ ἑλληνικὸν ἔδαφος τὴν ἀποκοπεϊσαν κεφαλὴν καὶ τὴν παρέδωσαν εἰς τάς ἑλληνικὰς ἀρχάς, αἱ ὁποϊαι ἀπὸ πολλῶν ἐτῶν εἴχαν ἐπικηρύξει τὸν Ἀλβανόν αὐτὸν πατριώτη.(…)

Ὃ Νταοὺτ Χότζα ἠναγκάσθη πρὸ τίνος νὰ φύγῃ, κρυφίως ἐκ Τσαμουριᾶς ἵνα σωθῇ ἀπὸ τοὺς διωγμοὺς τῶν ἑλληνικῶν ἀρχῶν, αἱ ὀποῖαι δὲν τοῦ συνεχώρουν ἀκαταπόνητον προπαγάνδαν του μεταξὺ τῶν συμπατριωτῶν του, διὰ τὴν προσάρτησιν τῆς Τσαμουριᾶς εἰς τὴν μητέρα πατρίδα» (Β. Π. Παπαδάκη: Διπλωματ.  Ἱστορία τοῦ Ἑλληνοϊταλικοῦ Πολέμου 1940-1945, Ἀθῆναι 1957, σελ. 58).

Ἡ ἀνακοινώση, ἀφοῦ ἐξέταζε τὸ θέμα τῶν Τσάμηδων, ὅπως τὸ παρουσίαζε ἡ ἰταλικὴ καὶ ἡ ἀλβανικὴ προπαγάνδα, τελείωνε μὲ τὴν φράση: «Σήμερον οἱ Ἀλβανοὶ τῆς Τσαμουριᾶς θὰ εὕρουν εἰς τὰ ἀνανεωθέντα πεπρωμένα τῆς μητρὸς πατρῖδος τὸν ἀκόμη ἰσχυρότερον λόγον διὰ νὰ ἐλπίζουν» (Παπαδάκης, ὀπ. παρ. σελ. 59).

Ὅντως τέσσερις ἡμέρες μετὰ οἱ Ἀλβανοὶ τῆς Τσαμουριᾶς εἴχαν κάθε ἰσχυρὸ λόγο γιὰ νὰ ἐλπίζουν: στὸ λιμάνι τῆς Τήνου ἰταλικὸ ὑποβρύχιο βύθισε τὸ ἑλληνικὸ πολεμικὸ «Ἕλλη» ποὺ  συμμετεῖχε στὸν ἐορτασμὸ τῆς Παναγίας! Καὶ δύο μῆνες ἀργότερα εἴχαν ἀκόμη ἰσχυροτέρους λόγους νὰ ἐλπίζουν: οἱ Ἰταλοὶ ἐπετέθησαν ἐναντίον τῆς Ἑλλάδος. Μαζί τους συνέπρατταν καὶ 4 τάγματα τῆς ἀλβανικῆς «μιλίτσιας»!

Τὸ Ἀθηναϊκὸ Πρακτορεῖο ὅμως ἔδωσε ἀμέσως τὴν ἀκόλουθη ἀπάντηση στὸ ἰταλικὸ χαλκεῖο:
«Εἴμεθα εἰς θέσιν νὰ βεβαιώσωμεν ὅτι αἱ πληροφορίαι αἱ μεταδοθεῖσαι ἐκ Τιράνων, ὑπὸ τοῦ πρακτορείου Στέφανι, περὶ δῆθεν φόνου Ἀλβανοῦ πατριώτου ὑπὸ Ἑλλήνων πρακτόρων εἶναι ἀπολύτως ἀβάσιμοι. Πρὸ δύο μηνῶν περίπου, δύο Ἀλβανοί, οἱ ὁποῖοι κατώρθωσαν νὰ εἰσδύσουν εἰς τὸ ἑλληνικὸν ἔδαφος, συνελήφθησαν καὶ ἀνακριθέντες ὡμολόγησαν ὅτι ἐφόνευσαν, κατόπιν ῥήξεως, τὸν ὀνομαζόμενον Νταοῦτ Χότζα, ὁ ὁποῖος ἧτο γνωστότατος λῃστής, ἐπικηρυχθεὺς πρὸ εἰκοσαετίας ὑπὸ τῆς ἑλληνικῆς κυβερνήσεως, λόγῳ φόνων καὶ ἄλλων ἐγκλημάτων τοῦ κοινοῦ δικαίου, ἐκτελεσθέντων ἐπὶ ἑλληνικοῦ ἐδάφους» (Παπαδάκης, ὀπ. παρ. σελ. 61-62).

Τὸ Ἀθηναϊκὸ Πρακτορεῖο ἀπεκάλυπτε ἰταλικὴ διακοινώση τῆς 25ης Ἰουλίου, στὴν ὁποία λεγόταν πὼς ἢ ἰταλικὴ κυβέρνηση θὰ ζητοῦσε ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ νὰ τῆς παραδοθοῦν οἱ Ἀλβανοὶ ἐγκληματίες. Φυσικὰ τέτοια αἴτηση δὲν ὑπεβλήθη ποτέ.
Ὅμως ἢ ἰταλικὴ διακοινώση ἤταν ἀπόλυτα σαφής. Τὴν δημοσιεύω γιὰ νὰ φανῇ τὸ πῶς ἔνας κοινὸς κακοποιὸς τὴν 25η Ἰουλίου γίνεται μέγας ἐθνικὸς ἥρωας, στὶς 11 Αὐγούστου. Λένε οἱ Ἰταλοί: «Τὴν 17ην Ἰουνίου εὑρέθη μεταξὺ Πόρτο Ἔντα (σημ. Σ.Ι .Κ.: ἔτσι εἶχαν ὀνομάση οἱ Ἰταλοὶ τοὺς Ἁγίους Σαράντα πρὸς τιμὴν τῆς «Ἔντας», κόρης τοῦ Μουσσολίνι) καὶ Κονισπόλεως, πλησίον τῶν ἑλληνοαλβανικῶν συνόρων, ἀκέφαλον πτῶμα. Αἱ ἔρευναι τῆς ἐπιτοπίου ἀρχῆς ἐπέτρεψαν νὰ ἐξακριβωθῇ ὅτι ἐπρόκειτο περὶ ἐνὸς ὀνόματι Νταοῦτ Χότζα, ἡλικίας 50 ἐτῶν, δασοφύλακος Ἀλβανοῦ, καταγομένου ἐκ Τσαμουριᾶς, πρόσφυγος εἰς Ἀλβανίαν ἀπὸ εἰκοσαετίας. Αἱ ἀνακρίσεις διεπίστωσαν ταυτοχρόνως ὅτι τὴν 14ην Ἰουνίου ὁ Νταοῦτ Χότζα εἶχε μεταβῆ εἰς τοὺς βοσκοτόπους τῶν ὁποίων εἶχε τὴν φύλαξιν, κειμένους εἰς τὴν περιοχὴν Σεσίν. Ἐκεῖ συνηντήθη μετὰ τῶν Πίλο Κότσο, υἱοῦ τοῦ Ντίρνος, γεννηθέντος εἰς Μοῦρσι, ἡλικίας 17 ἐτῶν, καὶ Ἠλία Φότο, υἱοῦ τοῦ Σοτέρ, γεννηθέντος εἰς Μούρσι, ἡλικίας 24 ἐτῶν. Μετὰ σύντομον μετ’ αὐτῶν συνομιλίαν, ὁ Χότζα ἀπεκοιμήθη ὑπὸ τὴν σκιὰν ἐνὸς δέντρου. Καὶ ἐνῶ ἐκοιμᾶτο, ἐδολοφονήθη ἄνανδρως, ὑπὸ τῶν ἐν λόγῳ ἀτόμων, τὰ ὁποῖα, ἀφοῦ ἀπεκεφάλισαν τὸ πτῶμα, κατέφυγαν, συναποκομίζοντας τὴν κεφαλὴν τοῦ θύματος, πέραν τῆς ἑλληνικῆς μεθορίου, εἰς ἀπόστασιν 30 λεπτῶν πορείας. Αἱ ἰταλικαὶ ἀρχαὶ προέβησαν εἰς τὴν σύλληψιν ἑνὸς ὀνόματι Κότσο Σουλλιότι, ἰδιοκτήτου μύλου, κειμένου πλησίον τοῦ τόπου ὅπου διεπράχθη τὸ ἔγλημα, καὶ ὁ ὁποῖος λίαν πιθανῶς εἶχε γνῶσιν τούτου, ὡς καὶ τοῦ πατρός του Πίλο Κότσο. Ἡ πρεσβεῖα κατόπιν ὁδηγιῶν τῆς κυβερνήσεώς της, ἔχει τὴν τιμὴν νὰ ζητήσῃ ὅπως διαταχθῇ ἡ προσωρινὴ σύλληψις τοῦ Πίλο Κότσο καὶ Ἠλία Φότο, εὑρισκομένων ἐπὶ ἑλληνικοῦ ἐδάφους, λίαν πιθανῶς εἰς Φιλιάτες ἢ εἰς τὰ περίχωρα, ἐν ἀναμονῇ τακτικῆς αἰτήσεως ἐκδόσεως, ἡ ὁποία θὰ ὑποβληθῆ ὀσονούπω ὑπὸ τοῦ ἀλβανικοὺ ὑπουργείου Δικαιοσύνης» (Παπαδάκης, ὀπ. παρ. σελ. 62, ὕποσημ.).
Ἀλλὰ ὅπως γράφει ὁ Β.Π. Παπαδάκης, ποὺ τότε ἦταν πρέσβυς ἀπὸ τοὺς πιὸ σημαντικούς, τέτοια αἰτήση «οὐδέποτε ὑπεβλήθη».
Ὅμως γιατί;
Ἁπλούστατα, ἔνας συνεργάτης τοῦ Μεταξᾶ ἐτηλεφώνησε ἀμέσως στὴν εἰσαγγελία Ἰωαννίνων καὶ ζήτησε νὰ δῇ ἀμέσως -ἂν ὑπῆρχε-ἀπόσπασμα μητρῴου τοῦ Χότζα. Καὶ δύο ἡμέρες μετὰ (στὶς 13 Αὐγούστου) τὸ Ἀθηναϊκὸ Πρακτορεῖο ἔκανε τὴν ἀκόλουθη ἀποκάλυψη: «ὁ Νταοῦτ Χότζα ἦταν ἄγνωστος στὸ πάνθεον τῶν μεγάλων πατριωτῶν, ἦταν ὅμως πασίγνωστος στὸ πανδαιμόνιο τῶν μεγάλων ἐγκληματιῶν».
Συγκεκριμένα:
1. Στὶς 3 Ὀκτωβρίου τοῦ 1913 εἶχε καταδικασθῆ ἐρήμην σὲ θάνατο ἀπὸ τὸ κακουργοδικεῖο Πρεβέζης γιὰ συμμετοχὴ στὸν φόνο δύο μουσουλμάνων (Βεχὶπ Τσίμο καὶ Ζεκὶρ Ῥεχήπ).
2. Στὶς 14 Νοεμβρίου 1919 εἶχε καταδικασθῆ  ἐρήμην σὲ θάνατο ἀπὸ τὸ κακουργοδικεῖο Ἰωαννίνων για τὸν φόνο τῶν μουσουλμάνων Ζεκὶρ Ζέκυ καὶ Ῥαχίμο Χαμπίμπεη.
3. Στὶς 14 Ἰουνίου 1921 μὲ ἀπόφαση τοῦ κακουργοδικείου Πρεβέζης ὁ Χότζα καὶ οἱ συνένοχοι (μὲς στοὺς ὁποίους ἦταν καὶ ὃ Κωνσταντῖνος Σουλιώτης, προφανῶς ὃ Κότσο Σουλλιότι τῆς ἰταλικῆς ἀνακοινώσεως) κατεδικάσθησαν ἐρήμην σὲ 15ετῆ εἱρκτὴ γιὰ ληστρικὲς πράξεις εἰς βάρος μουσουλμάνων καὶ χριστιανῶν καὶ για ὁπλοφορία.
4. Μὲ ἀπόφαση τοῦ κακουργοδικείου Πρεβέζης (Δεκέμβριος τοῦ 1921) ὁ Νταοῦτ Χότζα καταδικαζόταν ἐρήμην εἰς τετραετῆ φυλάκιση γιὰ ἀπόπειρα ἐκβιασμοῦ.
5. Μὲ ἀπόφαση τοῦ κακουργοδικείου Ἰωαννίνων (1923, ὑπ. ἀριθμ. 22) ὁ Χότζα καὶ οἱ συνένοχοι τοῦ Τάκι Πλιάτσικας καὶ Τάκι Ζόγας κατεδικάσθησαν ἐρήμην σὲ 18 χρόνια εἱρκτὴ γιὰ ἀπόπειρα φόνου. (Ὁ Ζόγα συνελήφθη ἀργότερα καὶ ἐκτελέστηκε).
6. Μὲ ἀπόφαση τῆς 6ης Μαΐου 1925 τοῦ κακουργοδικείου Ἰωαννίνων ὁ Χότζα καὶ δύο χριστιανοὶ συνένοχοί του καταδικάσθησαν ἐρήμην σὲ θάνατο γιὰ ἀπαγωγή, ἐκβιασμὸ καὶ παράνομη ὁπλοφορία.
7. Μὲ ἀπόφαση τῆς 8ης ‘Ὀκτωβρίου 1925 τοῦ κακουργοδικείου Ἰωαννίνων ὁ Χότζα κι ἔνας συνένοχός του (Τάκι Νικομάνη) κατεδικάσθησαν ἐρήμην σὲ θάνατο γιὰ ληστεῖες. Μὲ τέτοιους τίτλους «τιμῆς» ὃ Χότζα κατέφυγε, γιὰ νὰ σωθῇ στὴν Ἀλβανία, ὅπου συνέχισε ἐκεῖ τὴν «λαμπρά» του σταδιοδρομία. Τὴν «βιογραφία» τοῦ Χότζα, γράφει ὁ Παπαδάκης, ἦλθε νὰ συμπληρώσῃ ἔνα τηλεγράφημα τοῦ ἑλληνικοῦ ὑποπροξενείου Ἀργυροκάστρου (16 Αὐγούστου 1940),τὸ ὅποιο ἔλεγε: «Ὁ φονευθεὶς ληστὴς ὑπηρετεῖ ἀπὸ πολλῶν ἐτῶν ὡς ἰδιωτικὸς ἀγροφύλαξ εἰς κτήματα κείμενα εἰς τὴν θέσιν Σαρώνια τῆς περιφερείας Βούρκου. Συχνότατα ἐφιλονίκη μετὰ τῶν ποιμένων καὶ τῶν κτηνοτρόφων καὶ συχνότατα ἤρχετο μετ’ αὐτῶν εἰς ῥήξεις καὶ διαπληκτισμούς. Λέγεται ὅτι καὶ ὃ φόνος του ἔλαβε χώραν κατόπιν λογομαχίας μετὰ ποιμένων. Πρὸ ἐτῶν ὁ Νταοῦτ Χότζα εἶχε φυλακισθῆ διὰ κλοπάς» (Παπαδάκης, ὀπ. παρ. σελ. 64-65).
Τὸν ἐπίλογο στὴν «βιογραφία» Χότζα ᾖλθε νὰ γράψῃ τὸ ὑποπροξενεῖο Αὐλῶνος, μὲ ἔνα τηλεγράφημα τῆς 19ης Αὐγούστου 1940, ποὺ προσέθετε στὴν καθ’ ὅλα «ἀξιόλογη» δράση τοῦ Χότζα τὴν λαθρεμπορία καὶ τὴν ζωοκλοπή!

Καὶ συμπληρώνει ὁ Παπαδάκης :
«Διὰ τοῦ ποινικοῦ μητρῴου τοῦ Χότζα ἤρχετο εἰς φῶς μία ἀπροσδόκητος δία τοὺς Ἰταλοὺς λεπτομέρεια: ὁ Κῶτσος Σουλιώτης, ὁ ἀνυπόπτως
ἀναφερόμενος εἰς τὴν ἀνακοινῶσιν τῆς 25ης Ἰουλίου, ἧτο καὶ αὐτὸς φυγόδικος λῃστής, παλαιὸς συμμορίτης τοῦ Χότζα. Ἤ μήπως αὐτόν εἶχε
βάλη ἡ ἑλληνική κυβέρνησις νά δολοφονήσῃ τόν Χότζα; Ἀλλὰ τότε, ἀφοῦ ἧτο εἰς χεῖρας τῶν Ἰταλῶν, διατί δέν ἀπεκάλυπτε τά πάντα;» (Παπαδάκης,
ὀπ. παρ. σελ. 65-66).

Οἱ ἑλληνικὲς κυβερνήσεις ἔκαναν κάθε δυνατὴ προσπάθεια νὰ πετύχουν μιὰ ὁμαλά, κατὰ τὸ δυνατόν, συμβίωση χριστιανῶν καὶ μουσουλμάνων στὴν
περιοχὴ τῆς Τσαμουριάς.
«Τὰ ὅσα ὅμως αὐτοὶ διέπραξαν κατὰ τὴν περίοδο 1941-1944 σὲ βάρος τοῦ ὑπολοίπου πληθυσμοῦ, ναρκοθέτησαν κάθε δυνατότητα συμβιώσεως. Ἔτσι, στὶς μάχες πού, ἀπὸ τὰ τέλη Ἰουνίου 1944, ἔγιναν στὴν Θεσπρωτία μεταξὺ τῶν ἀνταρτικῶν δυνάμεων τοῦ «Ἐθνικοῦ Δημοκρατικοῦ Ἑλληνικοῦ Συνδέσμου» (ΕΔΕΣ) καὶ τῶν Γερμανῶν πολέμησαν στὸ πλευρὸ τῶν τελευταίων καὶ λίγο πρὶν ὁλοκληρωθεῖ ἡ ἀπελευθέρωση τῆς περιοχῆς, συγκεκριμένα μετὰ τὴν μάχη τῆς Μενίνας (17-18 Αὐγούστου) διέσχισαν μαζικὰ τὰ σύνορα καὶ πέρασαν στὴν Ἀλβανία» (Μιχαλόπουλος, ὀπ. παρ. σελ. 187-188).
Ἡ Μενίνα, ἡ ὁποία ἀναφέρεται πιὸ πάνω, εἶναι χωριὸ ποὺ βρίσκεται ἐπάνω στὴν ἁμαξωτὴ ὀδὸ Ἰωαννίνων-Ἡγουμενίτσας, στὸ σημεῖο ὅπου ὁ δρόμος διακλαδώνεται μὲ ἄλλον δρόμο, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν Παραμυθιᾶ.
«Τὸ ἀνωτέρω χωρίον εἶναι κτισμένο ἐπὶ πεδινῆς γωνίας ἐδάφους, τὴν ὁποίαν σχηματίζει ὁ ποταμὸς Καλαμᾶς, περιβάλλεται δὲ ὑπὸ ὑψηλῶν ὀρέων (…) ἧτο δὲ καλῶς ὠχυρωμένη» (Στυλιανὸς Χοῦτας, «Ἡ ἐθνικὴ ἀντίστασις τῶν Ἑλλήνων»  (1941-1945), Ἀθῆναι 1961, σελ. 567).
Καὶ συμπληρώνει ὁ Χούτας πὼς «τὴν Μενίνα κρατοῦσαν «250 περίπου Γερμανοὶ καὶ Μουσουλμάνοι ὑπὸ τὴν διοίκησιν Γερμανοῦ ἀνθ/γοῦ». Τὴν ἐπίθεση διεύθυνε ὁ ἐπίλαρχος Ἀγόρος, ὁ ταγματάρχης Κρανιᾶς καὶ ἴλαρχος Ἰω. Κατσαδήμας.
Ὃ Ἰω. Κατσαδήμας εἶναι στενὸς φίλος μου καὶ μοῦ ἔχει ἐξιστορήσει διὰ μακρῶν τὴν ἐγκληματικὴ δράση τῶν μουσουλμάνων Τσάμηδων εἰς βάρος τοῦ τοπικοῦ πληθυσμοῦ, ποὺ οὐδέποτε τόλμησαν νὰ ἀντιπαραταχθοῦν πρὸς τὰ ἔνοπλα τμήματα τῶν ἀγωνιζομένων Ἑλλήνων.
Σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς ἰταλικῆς κατοχῆς οἱ μουσουλμάνοι Τσάμηδες στάθηκαν στὸ πλευρὸ τῶν Ἰταλῶν, κατέλυσαν τὶς ἑλληνικὲς ἀρχές, ὀργάνωσαν συμμορίες γιὰ τὴν ἄσκήση τρομοκρατίας εἰς βάρος τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ καὶ εὐθύνονται γιὰ τὴν ἐκτέλεση τοῦ νομάρχου Βασιλάκου καὶ τῶν προκρίτων τῆς Παραμυθιᾶς. Τὸ φοβερὸ αὐτὸ ἔγκλημα περιγράφεται στὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ.

29 Σεπτεμβρίου 1943: ἡ ἐκτέλεση τῶν προκρίτων τῆς Παραμυθιᾶς

(Τὸ κείμενό που ἀκολουθεῖ δημοσιεύθηκε στὶς 23 Σεπτεμβρίου 1993 στὸν Οἰκονομικὸ Ταχυδρόμο ὡς ἀπότιση φόρου τιμῆς γιὰ τὴν συμπλήρωση 50 χρόνων ἀπὸ τὸ φοβερὸ ἔγκλημα)

Ἐπειδὴ ἐσχάτως ἄρχισε μετ’ ἐπιτάσεως νὰ ἀνακινεῖται τὸ θέμα τῶν Τσιάμηδων καὶ τῆς Τσιαμουριᾶς, ἀπὸ μέρους τοῦ καθεστῶτος Σαλὶ Μπερίσα (καὶ ὄχι μόνον), κρίνουμε σκόπιμο προοιμιακὰ νὰ δόσουμε συνοπτικὰ τὸ «ἰστορικό» τῶν Τσιάμηδων καὶ τῆς Τσιαμουριᾶς.

Ὁ τελευταῖος αὐτὸς ὅρος, κατὰ τὴν Τουρκοκρατία, ὑποδήλωνε τὴν περιοχὴ τῆς ἀρχαίας Θεσπρωτίας (ὄχι τοῦ νῦν νομοῦ Θεσπρωτίας). Ἡ περιοχὴ αὐτὴ ἐκτεινόταν πρὸς Νότον μέχρι τῶν ἐκβολῶν τοῦ Ἀχέροντος, πρὸς Βορρᾶν μέχρι Βουθρωτοῦ καὶ πρὸς Ἀνατολᾶς μέχρι τῶν ὑπωρειῶν τοῦ ὅρους Τόμαρος (Ὀλύτσικας).
Οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς παλαιόθεν μετεῖχαν ὅλων τῶν περιπετειῶν τοῦ Ἑλληνισμοῦ (συμμετοχὴ στὸν Τρωικὸ Πόλεμο μὲ 22 πλοῖα, στὰ Μηδικά, στὸν Πελοποννησιακὸ κ.λπ.). Κατὰ τοὺς τελευταίους αἰῶνες τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, ἡ Θεσπρωτία ἀπετέλεσε τμῆμα τοῦ ἀκμάζοντος Δεσποτάτου τῆς Ἠπείρου (πρωτεύουσα ἡ Ἄρτα). Μετὰ τὴν κατάλυση τοῦ Δεσποτάτου τὸ 1449, ἡ περιοχὴ περιέρχεται στοὺς Τούρκους. Ἐλάχιστοι ὅμως ἀπὸ τοὺς κατακτητὲς ἐγκατεστάθηκαν σ’ αὐτή. Μέχρι τὸν 17ο αἰῶνα ὁ πληθυσμὸς ἦταν κατὰ πλειονοψηφία χριστιανικός. Ἄρα, ὁ ἐκμουσουλμανισμὸς καὶ ὁ ἐξαλβανισμὸς εἶναι νεώτερες κατασκευές, δεδομένου πὼς οὔτε Ἀλβανοί, ἀπὸ τὴν καθαυτὸ Ἀλβανία, ἐγκατεστάθηκαν στὴν Θεσπρωτία.

Τί ἦσαν λοιπόν οἱ Τσιάμηδες;
Αὐτὸ ποὺ μποροῦμε πρῶτον μὲ βεβαιότητα νὰ ποῦμε εἶναι πὼς δὲν πρόκειται γιὰ ἀλβανικὸ φύλο ἢ ἀλβανικὴ φυλή.
Τὸ λεγόμενο ἀπὸ τὸν Πουκεβὶλ (Γάλλο πρόξενο στὴν Αὐλὴ τοῦ Ἁλῆ πασᾶ) ὅτι οἱ Τσιάμηδες προέρχονται ἀπὸ τὴν παλιὰ ἀλβανικὴ φυλὴ τῶν Σάμεις, εἶναι ἀναληθές, γιατὶ τέτοιο φύλο (ἢ φυλή) δὲν ὑπάρχει. Τὸ ὄνομα Τσιάμης προέρχεται ἀπὸ παραφθορὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ ποταμοῦ Θύαμις (= Καλαμᾶς).
Αὐτὸ συνάγεται πρῶτον ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ προφέρεται ἡ λέξις Τσιάμης, ἀπὸ τοὺς ἰδίους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὑπάρχει πανελληνίως διαδεδομένο δημοτικὸ ᾆσμα ποῦ λέγει: «Ποταμέ, Τσιάμη, ποταμέ μου κ.λπ.».

Οἱ ἀποκαλούμενοι, λοιπόν, Τσιάμηδες, ἦσαν ἕνα νοθογενὲς συνονθύλευμα πληθυσμῶν, ἀκαθορίστου φυλετικῆς προελεύσεως, ποὺ κατοικοῦσε στὶς περιοχὲς Παραμυθιᾶς, Φιλιατῶν, Πάργας καὶ Μαργαριτίου καὶ σὲ μερικὰ χωριὰ τοῦ Δελβίνου.
Ἡ διαφοροποίησίς τους ἀπὸ τὸν ὑπόλοιπο πληθυσμὸ ἔγινε σὲ δύο στάδια:
Πρῶτον, κατά τις ἀρχὲς τοῦ 18ου αἰῶνος ἀσπάστηκαν τὸν μουσουλμανισμὸ γιὰ νὰ σώσουν τὶς περιουσίες τους. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Τσιάμης ἔγινε γιὰ τὸν λαὸ συνώνυμο τοῦ ἀνειλικρινοῦς ἀνθρώπου (βλ. τὴν ἔκφραση «Τσάμικος ταμπάκος»).
Τὸ δεύτερο στάδιο ἀφορᾶ στὴν γλῶσσα καὶ στὴν ἐθνικότητα: ὁ ἀρχαῖος γεωγράφος Στράβων ἀναφερόμενος στοὺς πληθυσμοὺς τῶν Ἰλλυρο-ἠπειρωτικῶν περιοχῶν γράφει ὅτι μερικοὶ ἦσαν δίγλωσσοι («Ἔνιοι καὶ δίγλωσσοί εἰσι»).
Οἱ Τσιάμηδες ἄρχισαν νὰ μιλοῦν κυρίως τὴν ἀλβανικὴ μετὰ τὴν κυριαρχία τῶν Ἀλβανῶν μπέηδων (ἰδίως ἐπὶ Ἁλῆ πασᾶ) στὶς νότιες ἠπειρωτικὲς

περιοχές. Χρησιμοποιοῦσαν ὅμως (καὶ χρησιμοποιοῦν) καὶ τὴν ἑλληνική.
Παρὰ τὴν ἀλβανοφωνία τους εἶχαν συνείδηση τουρκικὴ καὶ ὄχι ἀλβανική. Καὶ τοῦτο μέχρι τὸ 1925-26.

Μετὰ τοὺς Βαλκανικοὺς Πολέμους, ἡ περιοχὴ Τσαμουριᾶς περιῆλθε στὴν Ἑλλάδα. Στοὺς Τσιάμηδες ἀναγνωρίσθηκαν δικαιώματα Ἕλληνα πολίτη. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀντέδρασαν στὴν προσπάθεια Ἰταλίας καὶ Αὐστρίας, ποὺ ἤθελαν τὴν ὑπαγωγή τους στο ἀρτισύστατο κράτος τῆς Ἀλβανίας.
Μιὰ φράση ἀπὸ τὸ Ὑπόμνημα ποὺ ὑπέβαλαν οἱ Τσιάμηδες τῆς Θεσπρωτίας στὴν Διεθνῆ Ἐπιτροπὴ Ἐλέγχου, στὶς 6 Νοεμβρίου 1913, εἶναι ἐνδεικτική:

«Θὰ συμπολεμήσουμε μὲ τὰ ἀδέλφια μας τοὺς Χριστιανούς, μέχρις ἐσχάτων, γιὰ νὰ ἀποκρούσομε τὸν ζυγὸ τοῦ ἀλβανικοῦ κράτους καὶ νὰ διατηρήσουμε τὴν ἐλευθεία μας στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μητέρας μας Ἐλλάδος…».

Ἡ Ἑλλὰς παύει σιγὰ σιγὰ νὰ  θεωρεῖται «μητέρα» ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ τὸ ἑλληνικὸ κράτος ἁπαλλοτρίωσε τὰ τσιφλίκια τῶν ἰσχυρῶν τσιάμηδων καὶ τὰ διένειμε στους ἀκτήμονες. Ἀπὸ τὴν δυσαρέσκεια αὐτὴ ἐπωφελήθησαν οἱ Ἰταλοί, ποὺ μὲ ἐπιδέξια προπαγάνδα κατόρθῳσαν  νὰ «πείσουν» τοὺς Τσιάμηδες ὅτι δὲν εἶναι Τοῦρκοι, ὅπως πίστευαν, ἀλλὰ Ἀλβανοί!
Δηλαδὴ
ἡ «ἀλβανοποίηση» τῶν Τσιάμηδων συντελεῖται ἐντὸς 10 περίπου ἐτῶν (1913-1925).

Μετὰ τὴν Συνθήκῃ τῆς Λωζάννης (24 Ἰουλίου 1923), ποὺ προέβλεπε τὴν ἀνταλλαγὴ πληθυσμῶν μεταξὺ Ἑλλάδος-Τουρκίας, οἱ Τσιάμηδες ἐξαιρέθησαν τῆς ἀνταλλαγῆς, πρῶτον διότι μὲ τὸ ὑπ. ἀριθμ. 2874/2 ὑπόμνημά τους τῆς 18ης Φεβρουαρίου 1926, δηλώνουν ὅτι εἶναι Ἀλβανοί, ὡς πρὸς τῇ γλῶσσα καὶ τὴν καταγωγή, Μουσουλμάνοι στὸ θρήσκευμα ἀλλὰ Ἕλληνες πολῖτες! Κυρίως ὅμως αὐτό που συνέβαλε εἶναι ἡ πίεση τῆς Ἰταλίας ἐπάνω στὴν δικτατορικὴ
κυβέρνηση Θεοδώρου Παγκάλου.

Ὁ Θεόδωρος Πάγκαλος, λόγῳ τοῦ θαυμασμοῦ ποὺ ἔτρεφε πρὸς τὴν μουσσολινικὴ Ἰταλία, διέπραξε τὸ τεράστιο πολιτικὸ λάθος νὰ ἐξαιρέσῃ
τοὺς Τσιάμηδες ἀπὸ τὴν ἀνταλλαγή. Σύμφωνα μὲ τὴν ἀπογραφὴ τοῦ 1928 οἱ χριστιανοὶ τοῦ νομοῦ Θεσπρωτίας ἦσαν 44.668, ἐνῶ οἱ Τσιάμηδες 16.661, ἦτοι τὸ 1/3 τοῦ πληθυσμοῦ (27%).

Ἡ Ἰταλία ἤθελε νὰ χρησιμοποιήσῃ τοὺς Τσιάμηδες σὰν λόγχη κατὰ τῆς Ἑλλάδος. Καὶ τοὺς χρησιμοποίησε. Πρὸς τοῦτο, πολλὰ τέκνα Τσιάμηδων τῆς Θεσπρωτίας εἴχαν ἐκπαιδευθῆ σὲ ἰταλικὰ πανεπιστήμια καὶ στρατιωτικὲς σχολές. Ἔτσι, ὅταν κηρύχθηκε ὁ ἑλληνοϊταλικὸς πόλεμος, τρία ἀλβανικὰ τάγματα στελεχωμένα μὲ Τσιάμηδες εἰσέβαλαν μαζὶ μὲ τοὺς Ἰταλοὺς στὴν Θεσπρωτία καὶ ἐπιδόθησαν σὲ ἐμπρησμοὺς καὶ βιαιοπραγίες. Παράλληλα, ἄλλοι ποὺ ὑπηρετοῦσαν -ὡς Ἕλληνες πολίτες- στὸν ἑλληνικὸ στρατό, ἔπαιξαν τὸν ῥόλο τῆς «πέμπτης φάλαγγας». Μετὰ τὴν κατάῤῤευση τοῦ μετώπου, οἱ Ἰταλοὶ παρέδωσαν τὴν Θεσπρωτία στὸ ἔλεος τῶν Τσιάμηδων.
Συγκεκριμένα, σὲ στενὴ συνεργασία μὲ ἐπιφανεῖς
Τσιάμηδες, σχεδίασαν στὴν Παραμυθιά, ὅπου κατέλυσαν καὶ διέλυσαν τὶς ἑλληνικὲς ἀρχές, τὸν πλήρη ἀφελληνισμὸ τῆς περιοχῆς (3 Μαΐου 1941). Ἔτσι σὲ μικτὰ χωριὰ ἔδωσαν τὴν διοίκηση σὲ Μουσουλμάνους ἀποκλειστικά. Ἵδρυσαν τὴν Ἀλβανικὴ Φασιστικὴ Νεολαία «Μιλίτσια» καὶ μὲ διάταγμα τῆς Ἰταλικῆς κυβερνήσεως διορίστηκαν οἱ ἀδελφοὶ Νουρῆ Ντῖνο καὶ Ναζὰρ Ντῖνο, ἀπὸ τὴν Παραμυθιά, ὁ μὲν πρῶτος Ὕπατος Ἁρμοστὴς Θεσπρωτίας (!), ὁ δὲ δεύτερος Συνταγματάρχης τῆς «Μιλίτσια».
Ἀργότερα -καὶ πάντα ὑπὸ τὴν σκέπη τῶν
Ἰταλῶν- οἱ Τσιάμηδες ἵἵδρυσαν τὴν ὀργάνωση «Κσίλι Νασιονὰλ Σκιπετάρ» (= Ἐθνικὴ Ἀλβανικὴ Ἐπιτροπή), ἕνα εἶδος κυβερνήσεως, ποὺ γιὰ λόγους συντομίας λεγόταν «Ξίλια». Ἡ ὀργάνωση αὐτὴ δημιούργησε 14 τάγματα ποὺ προέβησαν σὲ φοβερὰ ἐγκλήματα εἰς βάρος τῶν Ἑλλήνων κατοίκων τῆς περιοχῆς. Ἀπὸ τὸν μακρὺ κατάλογο τῆς ἐγκληματικῆς δράσεως τῶν Τσιάμηδων σταχυολογοῦμε ἐνδεικτικὰ τὰ ἀκόλουθα:

α. Στὶς 19 Φεβρουαρίου 1942 δολοφονεῖται ὁ συμπατριώτης μου Νομάρχης Θεσπρωτίας Γεώργιος Βασιλάκος.
β. Στις 24 Ὀκτωβρίου ἐκτελεῖται στὴν Καλτέριζα ὁ ἱερέας Ἀνδρέας Βασιλείου (Παπανδρέας).
γ. Στις 27 Ἰουλίου 1943, μετὰ τὴν ἀποτυχία τῆς ἐπιθέσεως κατὰ τοῦ χωρίου Ἁγία Κυριακὴ (Πόποβο), 800 Τσιάμηδες τῆς «Ξίλια», ὑπὸ τὴν ἀρχηγία τῶν ἀδελφῶν Ντῖνο, σὲ συνεργασία μὲ δυνάμεις Κατοχῆς, ἔκαναν ἐπιδρομὴ στὰ χωριὰ τοῦ Φαναριοῦ. Λεηλατήθησαν καὶ πυρπολήθησαν 519 κατοικίες, σκοτώθηκαν 800 κάτοικοι (ἀπὸ αὐτοὺς οἱ 231 ἦσαν γυναῖκες, ποὺ προηγουμένως βιάσθησαν) καὶ συνελήφθησαν 500 ἄτομα, ποὺ ἐστάλησαν ὡς ὅμηροι στὰ Ἰωάννινα. Ὁλοσχερὴς ἤταν ἡ ἀπώλεια τοῦ κτηνοτροφικοῦ πλούτου. Περίπου 24 χωριὰ ἐρημώθησαν.

Ἡ ἐκτέλεσις τῶν 49

Τὸ ἀποκορύφωμα ὅμως τῆς θηριωδίας τῶν Τσιάμηδων συνεργατῶν τῶν Ἀρχῶν Κατοχῆς ἤταν ἡ ἐκτέλεση τῶν 49 ἐπιφανεστέρων κατοίκων τῆς Παραμυθιᾶς,  στὶς 29 Σεπτεμβρίου 1943, πρὶν ἀπὸ 50 ἀκριβῶς χρόνια, ὡς ἀντίποινα τῶν 5 Γερμανῶν ποὺ σκοτώθηκαν στὴν Σκάλα τῆς Παραμυθιᾶς.
Τὸ σχέδιο τοῦ «ἀποκεφαλισμοῦ» τοῦ ἠγετικοῦ στοιχείου τῆς
Παραμυθιᾶς κατέστρωσε τὸ «Μεντζιλίσι Ἰνταρέ» (Συμβούλιο), ποὺ συνῆλθε ὑπὸ τὴν

προεδρία τοῦ Νουρῆ Μπέη Ντῖνο.
Στὸ Συμβούλιο μετεῖχαν: ὁ ὑπασπιστὴς τοῦ Νουρῆ μπέη
Ἰσοῦφ Μοῦσα, ὁ Μαζὰρ Ντῖνο (ποὺ τὴν Μ. Παρασκευὴ τοῦ 1922 προέβη σὲ δολοφονικὴ

βομβιστικὴ ἐπίθεση στὴν Κεντρικὴ Πλατεῖα τῶν Ἰωαννίνων, τὴν ὥρα ποὺ συναντοῦντο οἱ Ἐπιτάφιοι. Συνελήφθη ἀλλὰ ἀπεφυλακίσθη ὕστερα ἀπὸ μεσολάβηση τῆς τουρκικῆς κυβερνήσεως!), ὁ μουφτὴς τῆς Παραμυθιᾶς Χασὰν Ἀβδουλάχ, ὁ Νεμπὶλ Ντῖνο, τρομοκράτης τῶν περιοχῶν Θεσπρωτίας-Πρεβέζης καὶ ὁ Ῥετζὲπ Ντῖνο, Ἀλβανὸς φασίστας ἀξιωματικός.

Ἀξίζει ὅμως νὰ δοθῇ ἐν ὀλίγοις τὸ curiculum vitae τοῦ Ὑπάτου Ἁρμοστοῦ Νουρὴ Ντῖνο.

Γεννήθηκε στὴν Παραμυθιά.
Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῶν νοτίων περιοχῶν τῆς Ἠπείρου
, ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸ στρατὸ (1913), ἔφυγε γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη.
Ἀπὸ ἐκεῖ ἐστάλη στὰ
Τίραννα.
Ἀκολούθως, μὲ χρήματα τῆς ἀλβανικῆς κυβερνήσεως, ἐσπούδασε στὴν κτηνιατρικὴ
σχολὴ τοῦ Τορίνου.
Μετὰ τὸ πέρας τῶν σπουδῶν του ἐπέστρεψε στὴν Ἀλβανία καὶ
τοποθετήθηκε σὲ ἐμπιστευτικὸ γραφεῖο, στὰ ἀνάκτορα τοῦ Ἀλβανοῦ βασιλιᾶ Ἀχμὲτ Ζώγου.

Ἐπρόδωσε τὸν Ζώγου καὶ συμμετέσχε στὸ φασιστικὸ κίνημα ἀνατροπῆς του.
Γιὰ τὴν πράξη του α
ὐτὴ προήχθη σὲ ταγματάρχη.
Ὑπὸ τὴν ἰδιότητα αὐτὴ ὀργάνωσε δύο τάγματα καὶ
πολέμησε μετὰ τῶν Ἰταλῶν ἐναντίον τῆς Ἑλλάδος.
Ἔδρασε στὸν παραλιακὸ τομέα.
Μπῆκε
στοὺς Φιλιᾶτες καὶ στὴν Ἠγουμενίτσα.
Στὴν πόλη αὐτὴ ἐκτέλεσε τὸν ἔμπορο Χρῆστο
Πιτούλη (τῆς γνωστῆς οἰκογενείας πολιτικῶν) καὶ τὸν κτηματία Χρῆστο Τσώνη.
Αὐτὸς ἐπίσης
διέταξε καὶ δολοφονήθηκε στὴν μέση τῆς πλατείας ὁ νομάρχης Βασιλᾶκος καὶ οἱ ταμειακοὶ ὑπάλληλοι Φυσέκης καὶ Οἰκονομίδης.
Μὲ ἐντολή του ἀκόμη ἐκτελέστηκαν στὸν «Ἄσπρο Μῦλο»
45 ἐργάτες.

Αὐτός, λοιπόν, ἤταν ὁ «ἀρχιτέκτων» τῆς μεγάλης συμφορᾶς ποὺ ἔπληξε τὴν Παραμυθιᾶ.
Τὸ
«Μεντζιλίσι Ἰνταρέ» συνέταξε κατάλογο προσώπων πρὸς συλλήψη. Τὴν ἐκτέλεση τῆς ἐντολῆς ἀναλαμβάνει ὁ ὑπασπιστὴς Ἰσούφ.
Δημιουργοῦνται ὁμάδες 10 Τσιάμηδων κι ἑνὸς
Γερμανοῦ.
Ἀπὸ τῆς 1ης μέχρι τῆς 5ης πρωινῆς εἴχαν συλληφῆ κι ἐγκλεισθῆ στὸ Δημαρχεῖο
τῆς Παραμυθιᾶς (δωρεὰ τοῦ εὐεργέτου Σωτ. Βούλγαρη) 52 ἄτομα.
Οἱ γυναῖκες προστρέχουν
στὸν μουφτή. Αὐτὸς τὶς καθησυχάζει καὶ τοὺς ὁρκίζεται ὅτι κανένας δὲν θὰ πάθη.

Συγκεντρώνουν χρήματα καὶ τὰ στέλνουν στοὺς φυλακισμένους, μέσῳ καποίου Ὀμὲρ Μουρᾶτ.
Ὅμως τὸ «πήγαινε-ἔλα» τοῦ Νουρῆ καὶ τοῦ Ἰσοῦφ στὸ γραφεῖο τοῦ Γερμανοῦ φρουράρχου προκαλεῖ ἀνησυχίες. Ἀπὸ ἔναν ἀξιωματικὸ Αὐστριακὸ πληροφοροῦνται ὅτι «μόργκεν μπᾶμ, μπᾶμ, καποῦτ».
Μεταξὺ τῶν συλληφθέντων ἤταν καὶ ὁ ἱερέας Εὐάγγελος Π. Τσιαμᾶτος, ποὺ
ἐκάλεσε τοὺς συγκρατουμένους του σὲ κοινὴ προσευχή.
Τὴν πρωία τῆς 29ης Σεπτεμβρίου ὁ
γιατρὸς Βαλασκάκης, ποὺ εἶναι παρατηρητὴς στὸν φεγγίτη, εἰδοποιεῖ πὼς ἔρχονται γιὰ τὴν ἐκτέλεση.
Ὁ καθηγητὴς Νῖκος Γιαννάκης τραγουδάει μιὰ φορᾷ τὸν «Γέρο-Δῆμο» («Ἐγέρασα,
μωρὲ παιδιά…»), ὁ δάσκαλος Περικλῆς Κακούρης ἀπαγγέλλει δύο πατριωτικὰ ποιήματα δικά του («Ἡ μαννά» καὶ «Ἡ Ἑλλάς»).
Οἱ μελλοθάνατοι χειροκροτοῦν.
Φθάνει ὁ Γερμανὸς
ἀξιωματικός. Ἡ πόρτα ὅμως ἔχει φρακάρει καὶ οἱ Τσιάμηδες τὴν ἀνοίγουν μὲ κασμάδες.
Οἱ
κρατούμενοι βγαίνουν στὸ προαύλιο ἀλλὰ τοὺς ἀπαγορεύεται νὰ πάρουν τὰ ὑπάρχοντά τους.

Ὁ Ἰσοὺφ διατάσσει νὰ δεθοῦν μὲ καλῴδια.
Δέσμιοι μεταφέρονται διὰ τῆς κρήνης τοῦ
Καρκαμησίου στὸν Ἅγιο Γεώργιο, 1.500 μέτρα ἔξω ἀπὸ τὴν Παραμυθιᾶ.
Τοὺς συνοδεύουν
15 Γερμανοὶ καὶ 50 Τσιάμηδες.
Σταματοῦν στὴν θέση Πουρνᾶρι.
Διατάσσονται νὰ σκάψουν
μόνοι τὸν τάφο τους (ὁμαδικό).
Οἱ κρατούμενοι καταστρέφουν ὅ,τι πολύτιμο ἔχουν γιὰ νὰ
μὴ μείνῃ λεία τῶν Τσιάμηδων.
Σχίζουν τὰ χαρτονομίσματα, σπᾶνε τὰ ῥολόγια καί τὶς
γραφῖδες τους (οἱ τότε στυλογρᾶφοι μελάνης), πετοῦν δακτυλίδια, κοσμήματα καὶ ἄλλα τιμαλφῆ.  Ἀκολούθως ἔβγαλαν σύντομο πατριωτικὸ λόγο οἰ: Ἀπ. Χρυσοχόου (γραμματεὺς Μητροπόλεως),  Ἐλευθ. Βαλασκάκης (ἰατρός),  Ἀθαν. Ῥίγγας (Δήμαρχος),
Ἐμμ. Γκουτσαλέρης
(Διευθυντὴς Ἀγροτικῆς Τραπέζης).
Ὁ Παπαβαγγέλης ἀναπέμπει δεήσεις.

Περιέργως ὁ Γερμανὸς ἀξιωματικὸς φάνηκε οἰκτιρμῶν πρὸς τρία πρόσωπα, ὄχι ἀπὸ ἀνθρωπισμό, ἀλλὰ συμφέρον. Ἐλευθέρωσε τοὺς Σταῦρο Σακαρέλη καὶ Γρηγόριο Μαραγκό, διότι ἦσαν ἐπιπλοποιοὶ κι ἐφτιαχναν τὰ ἔπιπλα τοῦ γραφείου του.
Ἐπίσης, τὸν Ἰωάννη
Γιαννάκη, διότι ἀπὸ αὐτὸν οἱ Γερμανοὶ προμηθεύονταν τρόφιμα.
Μάταια ὁ Ἰωάννης
Γιαννάκης παρεκάλεσε να ἐκτελεστῇ αὐτὸς ἀντὶ τοῦ υἱοῦ του. Οἱ ἐκκλήσεις τοῦ ἔπεσαν στὸ κενό.
Οἱ κρατούμενοι χωρίστηκαν ἀνὰ δέκα, σὲ ὁμάδες, καὶ ἔτσι προχώρησαν πρὸς τὸ
μαρτύριο, τραγουδῶντας ἐλαφρὰ προσαρμοσμένο πρὸς τὴν περίσταση, τὸ «Ἔχε γειά, καημένε κόσμε…».
Ἡ πρώτη δεκάδα ἤταν ὑπὸ τὸν Γκουτσαλέρη, ἡ δεύτερη ὑπὸ τὸν Γεώργιο
Τσούλα, ἡ τρίτη ὑπὸ τὸν Χρυσοχόου, ἡ τετάρτη ὑπὸ τὸν Χαράλ. Τσούλα καὶ ἡ τελευταία ὁμάδα (9 ἄτομα) ὑπὸ τὸν Παπαβαγγέλη.
Πρὸ τῆς ἐκτελέσεως ὁ Ἰσοῦφ σκότωσε, μὲ τὸ
κοντάκι τοῦ ὅπλου του,  τὸν ὑπάλληλο τῶν Τ.Τ.T.91 Γεώργιο Σιαμᾶ.

Μετὰ τὴν ἐκτέλεση ἄρχισε ἡ σκύλευση.
Οἱ Τσιάμηδες ἀφαιροῦν ἀπὸ τοὺς νεκροὺς ῥοῦχα, ὑποδήματα, χρυσᾶ δόντια.

Τοὺς ἀφήνουν ἀτάφους.

Ὁ Γερμανὸς φρούραρχος δημοσιοποιεῖ τὴν ἐκτέλεση μὲ τὸ ἀκόλουθο ἀνακοινωθέν:

«Ἐξετελέσθησαν σήμερον τὴν 7ην πρωινήν, οἱ κάτωθι 49 Ἕλληνες πολῖται, διότι δὲν ἐτήῥησαν τοὺς ὅῥους τῆς προκηρύξεως τοῦ Γερμανοῦ Στρατηγοῦ καὶ
ἐνήργησαν σαμποτάζ, ἔνθα ἐπῆλθεν ὁ θάνατος 5 γενναίων Γερμανῶν στρατιωτῶν»
Παραμυθιᾶ, 29 Σεπτεμβρίου 1943
Ἐκ τοῦ Γερμανικοῦ Φρούραρχείου

Σημειώνουμε in memorian τὰ ὀνόματα τῶν 49 ἐκτελεσθέντων πατριωτῶν:
Εὐάγγ. Τσιαμάτος

(Ἱερέας), Ἐλευθ. Βαλασκάκης (ἰατρός),
Ἀπόστ. Χρυσοχόου (Σχολάρχης),
Ἀθαν. Ῥίγγας (Δήμαρχος),
Νικόλαος Γιαννάκης (Καθηγητής),
Κωνσταντῖνος Σιωμόπουλος (Γυμνασιάρχης),

Ἐμμ. Γκουτσαλέρης (Διευθυντὴς Τραπέζης),
Περικλῆς Κακούρης (Δάσκαλος),
Κωνσταντῖνος Κατσούλης (Δάσκαλος),
Γεώργιος Σωτηρίου (Μαθητής),
Παναγιώτης Κωσταγιάννης (Μαθητής),
Ἀνδρέας Στρουγγάρης (Ἔμπορος),
Γεώργιος Πάσχος (Ἔμπορος),
Λεών. Πάσχος (Ἔμπορος),
Γ. Σιαμᾶς (τριατατικός),
Ἀριστοφάνης Φείδης (Λογιστής),
Κωνσταντῖνος Φ. Ἀλιγιάννης καὶ
Δημήτριος Φ. Ἀλιγιάννης (Ἐπιχειρηματίες),
Σωτήριος Κ. Ἀλιγιάννης (Ἔμπορος),
Ἰωάννης Δ. Ἀλιγιάννης (Ἔμπορος),
Σταῦρος Μουσελίμης (ὑπάλληλος),
Ἰώ. Μητσιώνης (Ἐπιχειρηματίας),
Γεώργιος Μουσελίμης (Ἐπιχειρηματίας),
Νικόλαος Μπάρμπας (Ἔμπορος),
Σπυρ. Μπάρμπας (Μαθητὴς Γυμνασίου),
Γεώργιος Μαρέτας (Καταστηματάρχης),

Ἀποστ. Ἀποστολίδης (Ὑποδηματοποιός),
Κωνσταντῖνος Σωτηρίου (Κτηματιάς),
Κωνσταντῖνος Κωσταγιάννης (Ἐπιχειρηματίας),
Νικόλαος Μανὸς (Ἑστιάτωρ),
Γεώργιος Τσούλας (Γραμματεύς Κοινοτήτων),
Κωνσταντῖνος Τσούλας,
Χαράλαμπος Τσούλας (ὑποδηματοποιοί),
Ἰωάννης Μπαζᾶκος (Δάσκαλος),
Εὐθ. Εὐαγγέλου (Ἐπιχειρηματίας),
Βασ. Παπαθανασίου (Ἐπιχειρηματίας),
Πᾶκος Πάκου (Ἔμπορος),
Ἀθαν. Ῥάπτης (Ἔμπορος),
Σπυρ. Σπυρομῆτσος (Ἔμπορος),
Χαρ. Δρίμψιας (Ῥάπτης),
Κωνσταντῖνος Τσίλης (ἐπιχειρηματίας),

Δημ. Κλήμης (Σαγματοποιός),
Ἀνδρ. Μαρέτης (Κτηματίας),
Θωμᾶς Φάτσιος (Ἐργολάβος),

Κωνσταντῖνος Τζώης (Χαρτοπώλης),
Εὐάγγ. Ναστὸς (Ἔμπορος),
Νικ. Τσιαμᾶτος (Ῥάπτης),

Κωνσταντῖνος Ζιάγκας (Ἐπιχειρηματίας).

Ἐξυπακούεται ὅτι μετὰ τὴν ἐκτέλεση ἐπακολούθησε λαφυραγώγηση τῆς Παραμυθιᾶς ἀπὸ Τσιάμηδες τῆς περιοχῆς Γκρώπας.
Ἀλλὰ ὁ Νουρὴ Μπέης Ντῖνο δὲν χόρτασε τὸ μένος του
κατὰ τῶν Ἑλλήνων.
Ἔσπευσε στὰ Ἰωάννινα καὶ ζήτησε νὰ συλληφθοῦν οἱ ἐκεῖ διαμένοντες
Παραμυθιῶτες μὲ τὴν κατηγορία ὅτι διενεργοῦν κατασκοπεία εἰς βάρος τοῦ Ἄξονος. Ἔδωσε μάλιστα καὶ κατάλογο 100 ἀτόμων.
Εὐτυχῶς ὁ Γερμανὸς Διοικητὴς Λᾶνς δὲν ἔστερξε αὐτὴ
τὴν φορά.
Ἀλλὰ γιὰ κάθε ἐνδεχόμενο οἱ ἐπιφανέστεροι Παραμυθιῶτες ἐγκατέλειψαν κρυφὰ
τὴν πρωτεύουσα τῆς Ἠπείρου.

Τραγικὴ καὶ συνάμα μεγαλειώδης ὑπῆρξε ἡ ταφὴ τῶν 49 ἐκτελεσθέντων.
Μόλις εἶχε
τοποθετηθῆ στὸν μητροπολιτικὸ θρόνο Παραμυθιᾶς ὁ νεώτερος μητροπολίτης τῆς Ἑλλάδος (μόλις 33 ἐτῶν) Δωρόθεος.
Ἔφθασε στὴν ἕδρα του ταυτόχρονα μὲ τὴν ἐκτέλεση.

Ἀψηφῶντας τὸν κίνδυνο καὶ τὶς συνετὲς ὑποδείξεις τοῦ Ἐλβετοῦ προέδρου τοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ, Μπίκελ, φθάνει μὲ τὸν διᾶκο του  (Δωρόθεος καὶ αὐτός) στὴν Παραμυθιᾶ.
Κανεὶς
χριστιανὸς δὲν τολμᾶ νὰ τὸν ὑποδεχθῇ.
Μόνον οἱ ἀπειλητικοὶ ὁπλοφόροι Τσιάμηδες.

Δεσπότης ἀγέρωχος μεταβαίνει στὸ γραφεῖο τοῦ Γερμανοῦ φρουράρχου καὶ τὸν πείθει ν’ ἀπελευθερώσῃ  500 Παραμυθιῶτες.
Στὶς 6 τὸ ἀπόγευμα (δύο ἡμέρες μετὰ τὴν ἐκτέλεση),
συνοδευόμενος ἀπὸ δύο Γερμανοὺς στρατιῶτες καὶ μερικοὺς Χριστιανούς, φθάνει στὸν τόπο τῆς θυσίας. Βλέπει τὸ φρικτὸ θέαμα. Γονατίζει καὶ δέεται. Ἀκολούθως μεριμνᾶ γιὰ τὴν ταφή.
Τὴν ἑπομένη γίνεται ἡ ἐνθρόνισή του στὴν Μητρόπολη Παραμυθιᾶς. Τὰ ῥάσα καὶ τὰ
μάτια του ᾖσαν ἀκόμη ματωμένα.

Υ.Γ.: Τὰ παραπάνω δὲν ἐγράφησαν μὲ καμμία ἐκδικητικὴ διάθεση. Ἁπλῶς, πρόσφατα ἔφθασαν στὰ χέρια μου κάποιες παμφλέττες ποὺ μιλοῦν γιὰ τὰ δικαιώματα τῶν Τσιάμηδων. Οἱ παμφλέττες αὐτὲς ἀνήκουν στὶς νεόκοπες ὀργανώσεις «Πατριωτικὴ Ἐταιρεία Τσαμουριά» τοῦ Ἀμπὶζ Ντογιάκα,  «Πολιτιστικὸς πατριωτικὸς σύλλογος τῶν ἁπανταχοῦ Τσάμηδων», καὶ τὸ φυλλάδιο «Ἡ Τσαμουριᾶ μητρικὴ ἑστία» ποὺ ἐκδίδει ἡ «Κίνηση γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς Ἀλβανίας».
Σήμερα οἱ Τσιάμηδες ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς εἰσέρχονται νομίμως ἢ
παρανόμως στὴν Ἑλλάδα.
Ὅλοι μιλοῦν ἑλληνικά. Δεν διατρέχουν κανένα κίνδυνο. Διότι τὰ
ἐγκλήματά τους ἔχουν παραγραφεῖ, λόγῳπαρελεύσεως 20ετίας!
Εἰδικὸ Δικαστήριο
Δοσιλόγων κατεδίκασε, μὲ τὴν ὑπ. ἀριθμ. 344/29 Μαΐου 1945, 1930 Μουσουλμάνους Τσιάμηδες σὲ θάνατο.
Οὐδεμία ἀπόφασις ἐκτελέσθηκε. Γιατὶ οἱ Τσιάμηδες εἶχαν
ἀποχωρήσει ἀπὸ τὰ ἑλληνικὰ ἐδάφη καὶ μέσῳ Κονισπόλεως εἶχαν καταφύγη στὴν Ἀλβανία.

Ἐγὼ ἁπλῶς διερωτώμαι: τά ἐγκλήματα πολέμου παραγράφονται;

Ὑ σ τ ε ρ ο λ ό γ η μ α:

Ὁ ἀναγνώστης ἀσφαλῶς θ’ ἀπορήση, γιατὶ μὲ τόσα στοιχεῖα ἐπιβαρυντικὰ εἰς βάρος τῶν Ἀλβανῶν, καὶ δὴ τῶν Τσάμηδων, κρατᾶμε ἔναντί τους μιὰ στάση ὑποχωρητική;
Δὲν τὰ ξέρουμε. Καὶ ὅσοι τὰ ξέρουν, σιωποῦν.
Ὅταν δημοσίευσα τὸ
κείμενο αὐτό, δὲν ἦλθε -ὄχι βέβαια πρὸς ἑμέ- ἀλλὰ πρὸς τὸ περιοδικό, καμμιὰ εὐχαριστήρια ἐπιστολὴ ἐκ μέρους κανενὸς  παράγοντος, πολιτικοῦ, κοινωνικοῦ, πνευματικοῦ τῆς Παραμυθιᾶς.
Ἤλθε μόνον, μετὰ παρέλευση χρόνου πολλοῦ, μιὰ  ὑβριστικὴ
ἐναντίον μου ἐπιστολή, ἐνὸς λογίου, ποὺ εἶχε ἀσχοληθῆ μὲ τὸ θέμα πρὶν ἀπὸ ἐμένα κι ἐγὼ τὸ

ἀγνοοῦσα, ὅπως αὐτὸς ἁγνοοῦσε ἄλλες πηγές, παλαιότερες ἀπὸ τὴν δική του ἐργασία, πηγὲς ποὺ ἐγνώριζα ἐγώ.
Μὲ πρόσχημα κάποιο λάθος, στὸ ὁποῖο ἐνδεχομένως ὑπέπεσα
, σχετικὰ μ’ ἔνα ὄνομα καὶ μὲ τὴν σχέση πατρὸς καὶ υἱοῦ, ὁ ἐπιστολογράφος ἐξαπέλυσε

ἐναντίον μου ἔναν ὀχετὸ ὕβρεων, ὡσὰν να ἤμουν ἐγὼ ὁ ἠθικὸς αὐτουργὸς τῆς ἐκτελέσεως.
Ἡ ἐπιστολὴ δημοσιεύθηκε στὸν «Οἰκονομικό» μὲ ταυτόχρονη ἀπάντηση δική μου.
Ἀπάντηση φυσικὰ ἀποστομωτική.
Ἔκτοτε συνέχισε να λιβελλογραφῇ ἐναντίον μου σὲ
κάποια ἔντυπα τῆς Θεσπρωτίας, παίζοντας φυσικὰ ἄθελά του τὸ παιχνίδι τῶν Ἀλβανῶν.
Κι
εἶναι κρῖμα! Γιατὶ ἐπὶ ἡμερῶν δικτατορίας, ὅταν εἶχε διοριστῆ Γενικὸς Γραμματέας τῆς Βουλῆς, ποὺ φυσικὰ ἤταν κλειστή, εἶχε ἐπιμεληθῆ μιᾶς θαυμασίας ἐκδόσεως ποὺ περιελάμβανε τὰ ἀρχέτυπα καὶ τὶς ἐκδόσεις τοῦ ΙΕ’ καὶ ΙΣΤ’ αἰῶνα, ποὺ φυλάσσονται στὴν βιβλιοθήκη τῆς Βουλῆς, μιᾶς ἐκδόσεως ὄντως θαυμαστῆς ποὺ, κατὰ πῶς τὸ συνήθιζαν οἱ λόγιοι τῆς ἐποχῆς, ἤταν προφρόνως ἀφιερωμένη, μ’ ἕνα γλειῶδες ἀρχαϊκὸ ἐπίγραμμα, στον τότε -ἀστὲ ντούα-  πρωθυπουργὸ Γεώργιο Παπαδόπουλο!

Σαράντος Καργάκος
Ἀλβανοί, Ἀρβανῖτες, Ἕλληνες, τόμος Β, κεφάλαιον 5ον

Διὰ τὴν μεταγραφὴ Φιλονόη

φωτογραφία

 

Ἀποποίηση εὐθύνης

Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.

4 thoughts on “Ἡ παραμονὴ τῶν Τσάμηδων στὴν Ἑλλάδα.

  1. Τὸ παρὸν ἀναδημοσιεύθηκε στὸ Aussiedlerbetreuung und Behinderten – Fragen καὶ σχολίασε:
    Wie bereits erwähnt, wurde die Absicht der griechischen Regierung vertreiben jedes Opfer Tsams, die sicher ist, Probleme für uns zu schaffen, war. Sie schreibt Zeithistoriker ‘Natürlich übernahm die griechischen Behörden von da (pt. S. I. R. Ie 1925) True ‘Kampagne’ zu Chams reden, verlassen, auch die Zahlung einer besonderen Aufwand zu assoziieren die’ religiöse Heads ‘, dh mouftidon.Opos Petenten Absicht der griechischen Regierung ……………… Glück, Auf, meine Heimat!

Leave a Reply to Senatssekretär FREISTAAT DANZIGCancel reply