Ἡ ἀπόφασις γιὰ τὰ δάνεια σὲ ἐλβετικὸ φράγκο

Η απόφαση 334/2016 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε επί συλλογικής αγωγής καταναλωτών για τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο

Πάμε, κατ’ αρχήν, να δούμε πως ακριβώς λειτουργούν, υπέρ των τραπεζών, οι συμβάσεις δανείων σε ελβετικό φράγκο (CHF):

1. Που βρήκαν οι τράπεζες τα CHF που δάνεισαν στους πολίτες;

Μια άποψη είναι ότι τα δανείστηκαν από την διατραπεζική αγορά. Στην συνέχεια τα «έσπασαν» σε δάνεια και τα έδωσαν στους πολίτες. Ωστόσο, ο έγκριτος συνάδελφος και καλός φίλος Μάριος Μαρινάκος, τεκμηριώνει τον ισχυρισμό, σύμφωνα με τον οποίο οι τράπεζες δεν δανείστηκαν ποτέ τα ελβετικά φράγκα που, στην συνέχεια, εμφανίζονται να δάνεισαν στους καταναλωτές, διότι τα ποσά σε ελβετικά φράγκα, που μετατράπηκαν σε ευρώ και δόθηκαν ως δάνεια στους καταναλωτές, δεν ήταν παρά στιγμιαίες λογιστικές πράξεις!

2. Αντισταθμίζουν οι τράπεζες ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΑ τον κίνδυνο από την διακύμανση της ισοτιμίας EURO/CHF στον οποίο εκτέθηκαν;

Οι τράπεζες αντισταθμίζουν αποτελεσματικά τον κίνδυνο με χρηματοπιστωτικά παράγωγα. Αυτό ομολογείται στις ετήσιες οικονομικές εκθέσεις όπου αναγράφονται τα ποσά που έχουν δανεισθεί σε CHF, τα συμβόλαια αντισταθμίσεως, καθώς και τα κέρδη που έχουν από αυτά. Για να μην επισυνάπτω ογκώδεις οικονομικές καταστάσεις τραπεζών και μπερδεύω με τεχνικούς όρους, παραπέμπω στην πρόσφατη ανακοίνωση της Eurobank με αφορμή την προσφυγή της στον ELA:
«Όσον αφορά στις χρηματοδοτήσεις της τράπεζας σε ελβετικό φράγκο είναι ύψους 3 δισ. αλλά είναι καλυμμένες (hedge) από θέσεις τέτοιες για να αντισταθμίσουν επιπτώσεις όπως συνέβη κατά την πρόσφατη υποτίμηση του ευρώ».
πηγὴ

3. Είχαν οι Τράπεζες υποχρέωση να ενημερώσουν τους δανειολήπτες για τις μεθόδους διαχειρίσεως συναλλαγματικού κινδύνου, που θα μπορούσαν να τους θωρακίσουν πλήρως από τον συναλλαγματικό κίνδυνο στον οποίο εκτέθηκαν, τόσο σε επίπεδο δόσεως όσο και αλήκτου κεφαλαίου;

Σαφώς και όφειλαν. Όχι από τα συναλλακτικά ήθη, αλλά ευθέως από τον νόμο!
Στην παρ. β του ΠΔΤΕ 2501/31.3.2002 (ελαχίστη απαιτουμένη ενημέρωση) ορίζεται ότι, «Ειδικά για τις χορηγήσεις (δάνεια) θα πρέπει οι υποψήφιοι πελάτες να ενημερώνονται σχετικά με τον κίνδυνο από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας στην περίπτωση δανείων σε συνάλλαγμα ή με ρήτρα συναλλάγματος (παρ. 2 στοιχ. χ’) και για την δυνατότητα  και το κόστος  χρησιμοποιήσεως τεχνικών καλύψεως του κινδύνου από την ενδεχόμενη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας ή και των επιτοκίων (παρ. 2 στοιχ. χϊ)». [Ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί τον πυρήνα της υποθέσεως των δανείων σε ελβετικά φράγκα. Αν η νομική βάση που πατά επάνω στην «ελαχίστη απαιτουμένη ενημέρωση», που επιτάσσει η  ΠΔΤΕ 2501/31.3.2002 παραμείνει αδίκαστη (δεν αποφανθεί δηλαδή το δικαστήριο επί του ισχυρισμού αυτού, κατά τρόπο σαφή και κατηγορηματικό), η δικαστική έκβαση της υποθέσεως των δανείων σε ελβετικά φράγκα ενδέχεται να καταλήξει με σημαντική ζημία για τους δανειολήπτες]

4. Γιατί οι τράπεζες απέκρυψαν από τους καταναλωτές τις μεθόδους διαχειρίσεως συναλλαγματικού κινδύνου, που θα μπορούσαν να τους θωρακίσουν πλήρως από τον συναλλαγματικό κίνδυνο, την στιγμή που αυτές αποδεδειγμένα έχουν αντισταθμίσει αποτελεσματικά τον δικό τους συναλλαγματικό κίνδυνο;

Για να καρπώνονται την διαφορά της ισοτιμίας μεταξύ της ισοτιμίας που «κλείδωσαν» με χρηματοπιστωτικά παράγωγα (1,60 περίπου) και της ισοτιμίας που σήμερα οι δανειολήπτες υποχρεώνονται να αποπληρώνουν τα δάνειά τους (0,98)… Γιατί καρπώνονται όχι μόνο την διαφορά στην μηνιαία δόση, αλλά -και θέλω εδώ την προσοχή σου- την διαφορά που προκύπτει στό άληκτο κεφάλαιο από την καταγγελία του δανείου. Διότι με την καταγγελία ζηούν ευρώ  (με ισοτιμία CHF/EURO 0,98 σήμερα).

5. Όταν το 2007 οι τράπεζες ξεκίνησαν να χορηγούν δάνεια σε CHF, υπήρχαν σαφείς ενδείξεις για την στροφή των επενδυτών προς το ασφαλές λιμάνι του Ελβετικού φράγκου, άρα και την υποτίμηση του Ευρώ σε σχέση με το Ελβετικό φράγκο; Ήταν οι ενδείξεις αυτές, αποδεδειγμένα, σε γνώση των τραπεζών;

Το έτος 2007 το ΔΝΤ υπέδειξε στις ελληνικές τράπεζες το σενάριο του συναλλαγματικού κινδύνου, όπως αυτό αυτολεξεί καταγράφεται στην ετήσια οικονομική έκθεση της Εθνικής τραπέζης, σύμφωνα με το οποίο τα επόμενα χρόνια αναμένετο υποτίμηση του ευρώ κατά 30%!!!
Η ετήσια Οικονομική Έκθεση της ΕΤΕ εδώ.

6. Διανοείται ο νους του ανθρώπου όρο σε σύμβαση δανείου σε ελβετικά φράγκα με τον οποίο απαγορεύεται η απ΄ ευθείας  πληρωμή των δόσεων σε Ελβετικά φράγκα;

Ασφαλώς! Εθνική και Millennium απαγορεύουν την καταβολή της δόσεως ή την αποπληρωμή του κεφαλαίου σε ελβετικό φράγκο!!! Ο λόγος; Επειδή αν με τα ευρώ σου πας σε ένα ανταλλακτήριο και αγοράσεις CHF (γιατί τα βρήκες σε καλλίτερη τιμή) και μετά πας στο γκισέ της Τράπεζας και πληρώσεις με CHF (αυτά που προμηθεύτηκες από το ανταλλακτήριο), τότε η τράπεζα δεν μπορεί να βάλει στην τσέπη την διαφορά! Διότι η Τράπεζα βάζει στην τσέπη την διαφορά, μόνον αν κάνει η ίδια την μετατροπή από EURO σε CHF !

Στην συνέχεια θα προσπαθήσω να εξηγήσω, σε απλή και κατανοητή γλώσσα, την νομική έννοια του αιτιολογικού και του διατακτικού μιας δικαστικής αποφάσεως.

Κάθε δικαστική απόφαση εμπεριέχει το αιτιολογικό και το διατακτικό.

Αιτιολογικό, είναι το σκεπτικό της απιφάσεως. Είναι το κείμενο της αποφάσεως.
Στο αιτιολογικό της αποφάσεως αποτυπώνονται οι σκέψεις του δικαστηρίου που οδηγούν στο διατακτικό.

Το διατακτικό, το οποίο βρίσκεται στο τέλος της αποφάσεως, διατάζει τον τρόπο που ρυθμίζεται η υπόθεση που κρίθηκε από το δικαστήριο. Παράδειγμα: ο Χ υποχρεώνεται να πληρώσει στον Ψ ποσό τάδε, η Τράπεζα Χ υποχρεώνεται να αποδέχεται την καταβολή δόσεως δανείου σε ελβετικά φράγκα με την ισοτιμία εκταμιεύσεως του δανείου, κλπ.

Με την 334/2016 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, συμβαίνει το εξής παράδοξο (για τους μη μυημένους στα νομικά): Ενώ το διατακτικό της αποφάσεως είναι καλό (για τους δανειολήπτες), δεν ισχύει το ίδιο με το αιτιολογικό• το αιτιολογικό δεν είναι καλό (για τους δανειολήπτες).
Ειδικότερα:

Ως προς το (καλό, για τους δανειολήπτες) διατακτικό, όλα σχεδόν τα αιτήματα της αγωγής έγιναν δεκτά. Μεταξύ αυτών, δεκτά έγιναν, η υποχρεωτική αποδοχή καταβολής δόσεων με την ισοτιμία που ίσχυε κατά τον χρόνο της εκταμιεύσεως, η απόφαση απαγορεύει την καταγγελία των συμβάσεων για όσο χρόνο οι δανειολήπτες καταβάλλουν τις δόσεις με ισοτιμία εκταμιεύσεως, διατάσσεται αναδρομικός επανυπολογισμός του συνόλου της οφειλής με ισοτιμία εκταμιεύσεως, κρίθηκε άκυρος ο ΓΟΣ για πλασματική αναγνώριση του χρέους που εκτίθετο στις ρυθμίσεις που οι δανειολήπτες υπογράφουν λόγω αδυναμίας εξυπηρετήσεως των δανείων.
Δεν ισχύει όμως το ίδιο και με το αιτιολογικό.

Ως προς το (όχι καλό, για τους δανειολήπτες) αιτιολογικό: Δεν ερευνήθηκαν μείζονα της υποθέσεως ζητήματα. Συγκεκριμένα δεν ερευνήθηκαν,
α) αν οι τράπεζες δανείστηκαν τα ελβετικά φράγκα από την διατραπεζική αγορά, ή αν πρόκειται για στιγμιαίες λογιστικές πράξεις άνευ χρηματικού αντικρύσματος,
β) αν οι τράπεζες αντισταθμίζουν αποτελεσματικά τον κίνδυνο από την διακύμανση της ισοτιμίας EURO/CHF στον οποίο εκτέθηκαν,
γ) αν οι Τράπεζες είχαν, από την παρ. β του ΠΔΤΕ 2501/31.3.2002 – (ελάχιστη απαιτουμένη ενημέρωση), την υποχρέωση να ενημερώσουν τους δανειολήπτες για τις μεθόδους διαχειρίσεως συναλλαγματικού κινδύνου, που θα μπορούσαν να τους θωρακίσουν πλήρως από τον συναλλαγματικό κίνδυνο στον οποίο εκτέθηκαν, τόσο σε επίπεδο δόσεως όσο και αλήκτου κεφαλαίου,
δ) αν οι τράπεζες καρπώνονται την διαφορά της ισοτιμίας μεταξύ της ισοτιμίας που «κλείδωσαν» με χρηματοπιστωτικά παράγωγα (1,60 περίπου) και της ισοτιμίας που σήμερα οι δανειολήπτες υποχρεώνονται να αποπληρώνουν τα δάνειά τους,
ε) αν ήδη από το 2007, όταν οι τράπεζες ξεκίνησαν να χορηγούν δάνεια σε CHF, υπήρχαν σαφείς ενδείξεις για την στροφή των επενδυτών προς το ασφαλές λιμάνι του Ελβετικού φράγκου, άρα και την υποτίμηση του Ευρώ σε σχέση με το Ελβετικό φράγκο κατά 30%, όπως η έκθεση του 2007 του ΔΝΤ υποδεικνύει στην Εθνική Τράπεζα, και αν οι ενδείξεις αυτές ήταν αποδεδειγμένα σε γνώση των τραπεζών, (βλ. το κείμενο παραπάνω υπό στοιχεία 1-5 • το 6 θα τεθεί σε επόμενη συλλογική αγωγή κατά της Εθνικής Τραπέζης).

Προκύπτει από τα παραπάνω ότι πρόκειται για κλασική περίπτωση αγωγής, η οποία έχει περισσότερες βάσεις, η μία εκ των οποίων απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, η άλλη έγινε δεκτή και οι υπόλοιπες δεν ερευνήθηκαν.
Όμως: ο εξαντλητικός έλεγχος της τηρήσεως της διαφανείας, χωρίς να αποσαφηνισθούν τα παραπάνω κρίσιμα της υποθέσεως ζητήματα, δεν αρκεί, διότι στην περίπτωση αυτή υπάρχει το ενδεχόμενο μετριασμού των πραγματικών ευθυνών των τραπεζών, αν τα κρίσιμα παραπάνω ζητήματα δεν αχθούν στην κρίση του Εφετείου.

Δεδομένου ότι η απόφαση αυτή δημιουργεί, κατά το δεύτερο εδάφιο, της παραγράφου 20 του άρθρου 10 του Ν. 2251/1994, ιδιότυπο δεδικασμένο, που ισχύει έναντι πάντων, ισχύει δηλαδή και υπέρ των ζημιωθέντων δανειοληπτών, έστω και αν αυτοί δεν έχουν συμμετάσχει στην σχετική δίκη, απαιτείται προσεκτικός νομικός χειρισμός στο Εφετείο, τον οποίο η επιστημονική επάρκεια των, Μάριου Μαρινάκου, Αριάδνης Νούκα και Ιωάννη Θωμά Μυταλούλη εγγυάται πλήρως. Ωστόσο, επειδή αισθάνομαι και προσωπικά την υποχρέωση, τόσο την νομική όσο και την ηθική, που έχω έναντι των 70.000 κατατρεγμένων συμπολιτών μας που είχαν την ατυχία να δανεισθούν σε ελβετικά φράγκα, προτίθεμαι να συμβάλλω, όπως μπορώ, συνεισφέροντας με την νομική μου γνώση κάθε τι που, ενδεχομένως, θα μπορούσε να βοηθήσει τους καταπονημένους (οικονομικά και ψυχικά) συνανθρώπους μας.

Λαμβάνοντας, δε, υπόψιν,

α) την έφεση που με βεβαιότητα θα ασκήσει η εναγόμενη Τράπεζα,

β) την απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε επί συλλογικής αγωγής καταναλωτών, η οποία έχει περισσότερες βάσεις, η μία εκ των οποίων απορρίφθηκε, η άλλη έγινε δεκτή και οι υπόλοιπες δεν ερευνήθηκαν, άλλως ερευνήθηκαν ελλιπώς ή εσφαλμένα,

γ) έφεση έχει δικαίωμα να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε, εφόσον έχει έννομο συμφέρον (άρθρο 516 παρ 2 ΚΠολΔ), άλλως και ο διάδικος που νικήθηκε εν μέρει στην πρωτοβάθμια δίκη (516. 1)

δ) η συνδρομή του εννόμου συμφέροντος κρίνεται από την προσβαλλόμενη απόφαση και υπάρχει όταν ο διάδικος που νίκησε βλάπτεται από την αιτιολογία της αποφάσεως και ειδικότερα αν η αιτιολογία της αποφάσεως αποτελεί στοιχείο του δικαιώματος που κρίθηκε στην δίκη και φέρει έτσι στοιχεία διατακτικού,

ε) από το δεδικασμένο, ως στοιχείο του δικανικού συλλογισμού, καλύπτονται τόσο η ιστορική όσο και η νομική αιτία, υπό την προϋπόθεση, μόνο, ο δικανικός συλλογισμός να λαμβάνεται υπόψιν και λειτουργεί ως ενιαίο όλο,

στ) οι εσφαλμένες αιτιολογίες της εκκαλουμένης αποφάσεως, καταλήγουν σε βλάβη του εκκαλούντος με αντίστοιχες προς αυτές διατάξεις που διαλαμβάνονται στο διατακτικό της,

ζ) αν το αιτιολογικό της αποφάσεως που έχει προσβληθεί με έφεση κρίνεται εσφαλμένο, αλλά το διατακτικό της ορθό, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αντικαθιστά τις αιτιολογίες και απορρίπτει την έφεση (άρθρο 534),

η) κάθε αίτηση που έχει υποβληθεί στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο της εφέσεως και της δευτεροβάθμιας δίκης και αν δεν έχει αποφανθεί γι` αυτήν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (άρθρο 525 παρ 1),

θ) με την έφεση, η υπόθεση μεταβιβάζεται στο Εφετείο στα όρια που καθορίζονται από αυτή προς έλεγχο της ορθότητας της πρωτόδικης αποφάσεως (άρθρο 522 ΚΠολΔ) υπό τον περιορισμό του άρθρου 536 ΚΠολΔ, κατά το οποίο το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα, χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση,

ι) σφάλματα ή παραλείψεις της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου μη προσβληθέντα υπό του διαδίκου με λόγους εφέσεως δεν μπορούν να εξετασθούν αυτεπάγγελτα υπό του Εφετείου ούτε συγχωρείται σ’ αυτό, αν τα διαπιστώσει, να απαγγείλει την εξαφάνιση της εκκληθείσας αποφάσεως, συνεπώς το Εφετείο δεν δύναται να εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση και ως προς το μη προσβαλλόμενο με λόγο εφέσεως κεφάλαιο και να εξετάσει εκ νέου την ιστορική βάση της αγωγής, αν με την έφεσή του ο εναγόμενος – εκκαλών ρητώς δεν προβάλλει σφάλματα ή παραλείψεις όσον αφορά στην αντίστοιχη κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ιδίως όταν έχει και έννομο συμφέρον προς τούτο, αλλά ούτε και οι ενάγοντες – εφεσίβλητοι έχουν ασκήσει δική τους έφεση ή αντέφεση,

ια) επί αγωγής, η οποία έχει τρεις ή περισσότερες βάσεις, είναι δυνατό η μία να απορριφθεί από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, η άλλη να γίνει δεκτή και οι υπόλοιπες να μην ερευνηθούν, οπότε στην περίπτωση αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αν εξαφανίσει την απόφαση ύστερα από έφεση του εναγομένου και απορρίψει την βάση της αγωγής που έγινε δεκτή, θα ερευνήσει αυτεπαγγέλτως την βάση που δεν ερευνήθηκε πρωτοδίκως, ενώ δεν μπορεί να πράξει το ίδιο και για τις βάσεις που απορρίφθηκαν, διότι στην έρευνα αυτών μπορεί να προβεί μόνο αν ασκήθηκε έφεση και από τον ενάγοντα,

έχω, από τα παραπάνω, την άποψη, ότι η άσκηση εφέσεως (από τα σωματεία καταναλωτών) αποτελεί μονόδρομο, ώστε τα κεφαλαιώδη της αγωγής ζητήματα για τα οποία ΔΕΝ έχει αποφανθεί το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (βλ. το κείμενο παραπάνω υπό στοιχεία 1-5), να αχθούν στο σύνολό τους στην δικαστική κρίση του Εφετείου, με σκοπό το αιτιολογικό της αποφάσεως να μεταρρυθμισθεί προς όφελος των δανειοληπτών. Σε διαφορετική περίπτωση, λαμβανομένου υπόψιν των νομικών και πραγματικών παραδοχών που εκτέθηκαν στις υπό στοιχεία α, β, γ, δ, ε, στ, η, θ, ι και ια νομικές σκέψεις, ενδέχεται να οδηγήσουν σε μετριασμό της ευθύνης των τραπεζών.

Τέλος, μονόδρομος είναι, κατά την άποψή μου, η κατάθεση (προ πάσης επιδόσεως) εφέσεως, για τον πρόσθετο λόγο να επιχειρηθεί από την εναγόμενη τράπεζα το πρωτοφανές νομικά, της παρακάμψεως του δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας (!!), με παραίτηση από το δικαίωμα της εφέσεως (!!), ενόσω, (α) το ένδικο μέσο της εφέσεως έχει ασκηθεί και δεν έχει απορριφθεί, ή (β) αν κάποιος από τους διαδίκους δεν παραιτείται από το δικαίωμα ασκήσεως αυτού του ενδίκου μέσου, εφόσον δεν έχει παρέλθει ακόμη η προθεσμία για την άσκησή του για οποιονδήποτε από τους διαδίκους, οπότε η οριστική απόφαση δεν κατακτά τον βαθμό ωριμότητας της τελεσιδικίας για κάποιον από τους διαδίκους, πρακτική που είχε ακολουθήσει το ελληνικό Δημόσιο μετά την έκδοση της αποφάσεως 1101/2012 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που είχε εκδοθεί επί συλλογικής αγωγής καταναλωτών για το χαράτσι της ΔΕΗ, ζήτημα που είχα εξαντλήσει νομικά εδώ.

Σε κατακλείδα, η απόφαση 334/2016 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών δεν πρέπει να φθάσει στον Άρειο Πάγο, αν προηγουμένως δεν περάσει από το Εφετείο, ώστε να ερευνηθούν οι νομικοί και πραγματικοί ισχυρισμοί που δεν ερευνήθηκαν από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών που εξέδωσε την απόφαση με αριθμό 334/2016, που εκδόθηκε επί συλλογικής αγωγής καταναλωτών για τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο.

Ἀλαμπάσης Θανάσης

Ἀποποίηση εὐθύνης

Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.

Leave a Reply