Δικό μου φῶς

Μεσουρανὶς ἡ ὁλόφεγγη ἡ Σελήνη
λαμποκοπᾷ κι ἀστράφτει πέρα ὡς πέρα
τὸ φῶς τῆς μὲς στὸν ἔρημον αἰθέρα
τῆς νύχτας ὅλα τἆλλα φῶτα σβύνει.

Μὰ ἐκεῖ βαθιὰ ποὺ ροδοφέγγει ἡ μέρα Συνέχεια

Ὁ ἀποχαιρετισμὸς τῆς Μάννας

Μισεύεις γιὰ τὴν ξενητιὰ καὶ μένω μοναχή μου
σύρε παιδί μου στὸ καλὸ καὶ σύρε στὴν εὐχή μου.
Τριανταφυλλένια ἡ στράτα σου, κρινοσπαρμένοι οἱ δρόμοι,
γιὰ χάρη σου ν᾿ ἀνθοβολοῦν καὶ τὰ λιθάρια ἀκόμη.

Τὰ δάκρυά μου νὰ γεννοῦν διαμάντια σ᾿ ὅ,τι ἀγγίζεις Συνέχεια

Θεώνη Δρακοπούλου (Μυρτιώτισσα). Μία μυθική γυναῖκα

Γεννημένη στήν Κωνσταντινούπολι ἀπό γονεῖς Πατρινούς, ἔζησε σέ πολλές περιοχές τῆς χώρας μας λόγω τοῦ ἐπαγγέλματος τοῦ πατέρα της . Ὁ πρῶτος (καί ἀμοιβαῖος) μεγάλος ἔρωτας, αὐτός μέ τόν Γρηγόριο Ξενόπουλο, ἀποτέλεσμα τοῦ οποίου ἦταν τό αὐτοβιογραφικό «Μυστικοί Ἀρραβῶνες», πού μεταφέρει αὐτούσια τήν ἀλληλογραφία τῶν δύο ἐρωτευμένων, δίνοντας μας τήν εὐκαιρία νά θαυμάσουμε τά ὡραιότερα, ἴσως, λόγια γυναίκας, πού ἔχει διασώσει ἡ νεοελληνική λογοτεχνία .

Ὁ ἐθνικός μας Παλαμᾶς, κι’ αὐτός ἐρωτευμένος μέ τήν νεαρή Θεώνη, εἶναι ὁ συνδετικός κρίκος τοῦ ἔρωτά της μέ τόν ἥρωα ποιητή Λορέντζο Μαβίλη, γιά τὀν ὁποῖο ἔγραψε πολλά ἀπό τά ποιήματά της ὅπως τό:    Συνέχεια

Τὸ ὡραῖο νησί

Κρήτη

Τὸ ὡραῖο νησὶ ποὺ ὁ πόθος του μ᾿ ἀνάβει,
φαντάζομαι πὼς φεύγει κι ἀρμενίζει.
Σὰ πλῶρες τὸν ἀφρὸ σκορποῦν οἱ κάβοι.
Στῶν δέντρων τους ἱστούς, ἀγέρας τρίζει.

Τὸ δρόμο ποὺ ξεκίνησε δὲ παύει
κι ἂν οὔτε πάει μπρὸς οὔτε ποδίζει,
μὰ πάντα σὰν ὀρθόπλωρο καράβι
δίχως ἐμέ, τοῦ Αἰγαίου τὸ κῦμα σκίζει. Συνέχεια

Ὁ Ἥλιος καὶ ὁ Ἀέρας

Ὁ Ἀέρας θύμωσε,
μὲ τὸν Ἥλιο μάλωσε.
Ὁ Ἀέρας ἔλεγε:
– Εἶμαι δυνατότερος!
Καὶ ὁ Ἥλιος ἔλεγε:
– Σὲ περνῶ στὴ δύναμη!

Ἕνας γέρος γεωργὸς
μὲ τὴ μαύρη κάπα του Συνέχεια

Μάθε τὸν πόνο…

Μάθε τὸν πόνο τὸ γερὸ
βουβὸς στὰ δόντια σου ν᾿ ἀλέθεις.
Χύνε τῆς λήθης τὸ νερὸ
μὲς στὸ τρελὸ κρασὶ τῆς μέθης.

Θὰ πάει κι αὐτὸ μίαν ὀμορφιὰ
καὶ πρὶν νὰ γύρει ἀκόμα ὁ χρόνος,
ἔχει ὁ Θεός, τὰ ἑφτὰ καρφιὰ
θὲ νὰ μᾶς βάλει ὁ νέος πόνος. Συνέχεια