Ἀναρωτιόμουν τί εἶμαι, καθὼς ἡ σιωπὴ τοῦ χιονιᾶ ἔστεκε γύρω,
ἁπλωμένη σὲ κάθε τοῦ χωριοῦ γαλήνην, ἴσαμε τ’ ἄφωτα σπίτια.
Περπατοῦσα χαμογελαστός
κι ἦταν μονάχα τ’ ἀστέρια άπὸ πάνω μου γεμάτα ἀπορίαν,
βλέποντας τὴν χαράν μου καὶ τὸ πλέον ταχύ μου βῆμα, Συνέχεια