Εὐθύνη.

Στὸ λεξικὸ Δημητράκου διαβάζουμε πὼς εὐθύνη σημαίνει ὑποχρέωσις λογοδοσίας. Ἀρχικῶς ἐλέγετο εὔθυνα καὶ ἐσήμαινε τιμωρία ἀλλὰ καὶ λογοδοσία τῶν αρχόντων μετὰ τὸ πέρας τῆς θητείας τους.

Λίγο πιὸ κάτω ὅμως βλέπουμε τὸν εὐθὺν καὶ τὴν εὐθύτητα.
Εὐθὺς εἶναι ὁ ἴσος, ὁ βαίνων χωρὶς νὰ κάμπτεται ἤ νὰ ἀλλάσσῃ κατεύθυνσιν. Ἐξ οὔ καὶ ἡ εὐθεία. 
Ἐπίσης σημαίνει εἰλικρινής, δίκαιος, ἔντιμος,
Τὸ ἐπίῤῥημα εὐθὺς σημαίνει ἀμέσως, παραχρῆμα Συνέχεια

Συγχωρῶ.

Σὺν καὶ χωρῶ.
Δῆλα δὴ ἐγὼ κι ἐσὺ μποροῦμε νὰ ΧΩΡΕΣΟΥΜΕ στὸν αὐτὸν χῶρο.
Δῆλα δή… Ἐγὼ κι ἐσὺ δὲν ἔχουμε λόγους συγκρούσεων, διότι ἔχουμε ΑΠΟΦΑΣΙΣΗ, ἀπὸ κοινοῦ, νὰ ἐπιλύουμε τὶς διαφορές μας καὶ νὰ κάνουμε πιὸ ἐλαστικὰ τὰ ὅριά μας…

Ἡ λέξις συγχωρῶ δὲν σημαίνει αὐτὸ ποὺ ἀντιλαμβανόμεθα σήμερα ὡς κοινωνίες.
Συγχωρῶ σημαίνει κατανοῶ, συζητῶ, ἐπικοινωνῶ, ἀποφασίζω, συμμετέχω. Δῆλα δὴ δρῶ. Δὲν κόβω, ῥάβω, ξηλώνω ἀναλόγως τῆς  συναισθηματικῆς μου καταστάσεως ἤ τῶν ἀδιεξόδων μου. Συνέχεια

Ἐμμονές.

Ἐμμένω. Ἐν + μένω… Ἐντὸς μένω…
Κλειδωμένος μένω κάπου… Φυλακισμένος…
Παραμένω κάπου, ἐντός, δίχως νὰ (τολμῶ τὶς περισσότερες φορὲς ἤ νὰ μπορῷ)  νὰ φύγῳ ἀπὸ ἐκεῖ.

Ἐμμένω κι ἐμμονές… Συνέχεια

Ἀνατροπή.

Τρέπω σημαίνει ἐκ-τρέπω ἀπὸ τῆς πορείας του κάτι. Στρέφω. Ἀλλάζω πορεία.
Ἐὰν προσθέσουμε καὶ τὸ «ἀνά», τότε ἔχουμε οὐσιαστικῶς …ἀναποδογύρισμα.
Ναί, ἀλλά…
Αὐτὸ ποὺ μὲ ἀφορᾶ καὶ μὲ ὁδηγεῖ στὸ νὰ καταπιάνομαι σήμερα μὲ τὴν λέξιν ἔχει νὰ κάνῃ μὲ τὰ ὅσα θεωρῶ ἔως τώρα  ἀπόλυτα κι ἀδιαπραγμάτευτα, τὰ ὁποία καὶ ὀφείλω νὰ ἐπανεξετάσω καὶ νὰ καθάρω. Συνέχεια

Συνείδησις…

Ἡ συνείδησις, μία πολὺ σπουδαία ὑπόθεσις, ἐπίσης κατὰ πολὺ παρεξηγημένη.
Συν-εἰδός, μᾶς λέει ὁ Δημητράκος. (Συνειδητὴ καί) συνολικὴ γνώσις μετ΄ ἄλλου, ἐπίγνωσις, συναίσθησις.

Οὔτε λίγο, οὔτε πολύ, ἡ λέξις συνείδησις σημαίνει νὰ γνωρίζῳ καλὰ τὰ τοῦ ἑαυτοῦ μου.
Δῆλα δὴ πάλι καταλήγουμε στὸ ΓΝΩΘΙΣΑΥΤΟΝ. Συνέχεια

Εἶμαι Ῥατσιστής. Ἐσύ;

Θὰ προσπαθήσω τώρα λοιπὸν νὰ εὕρω τὴν ἀπόλυτο καὶ συγκεκριμένη ἔννοια τῆς λέξεως «Ῥατσισμός».
Ἄς δοῦμε τὶ ἀναφέρει γιὰ τὸν Ῥατσισμὸ ἡ ἐλεύθερη ἐγκυκλοπαίδεια Βικιπαίδεια:

«Ὁ ῥατσισμὸς εἶναι τὸ δόγμα που ἀναπτύσσεται μὲ σύνδεσμο συγκεκριμένα γνωρίσματα “traits”, ὅπως π.χ. ἐθνικά, θρησκευτικά, πολιτιστικὰ κ.λπ., προκειμένου να ἀναγάγει μιᾷ ὁμάδα ἀντίστοιχα (κοινωνική, φυλετική, θρησκευτική), ὠςυπέρτερη ἄλλων. Τὸ πιὸ συνηθισμένο εἶδος ῥατσισμού, καὶ αὐτό που ἔχει δώσει τὴν ἀρχικὴ ὀνομασία στην λέξῃ (ἐκ τῆς ἰταλικῆς (“ῥάτσα”) razza = φυλή), εἶναι ὁ φυλετικὸς ῥατσισμός.»

Ἑλληνικὴ ἐγκυκλοπαίδεια

Πράγματι, ἂν ἀκούσουμε τὶ μᾶς λέει ἢ ἴδια ἡ λέξις, γιὰ τὸν ἑαυτό της, θὰ δοῦμε ὅτι προέρχεται ἀπὸ τὴν Ἰταλικὴ λέξῃ Ῥάτσα (razza = φυλή) καὶ στὰ Ἑλληνικὰ θὰ μεταφραζόταν ὡς Φυλετισμὸς ἢ Φυλετικότης.
Μέχρι ἐδῶ, δίχως νὰ ξεχειλώσουμέ τις ἔννοιες, βλέπουμε ὅτι ἡ λέξις ῥατσισμός, αὐτὴ καθ’ αὑτή, σημαίνει τὴν ἀναγνώρισι τῆς φυλῆς, στὴν ὁποία ἀνήκει κάποιο ἄτομο, καὶ ὄχι ὅτι ὑπάρχει κάποια ἀνωτέρα ἢ κατωτέρα φυλή. Μπορεὶ δηλαδὴ κάποιος νὰ ἀναγνωρίζῃ ὅ,τι ἐκεῖνος ἐκεῖ ποὺ κάθεται στὴν γωνία καὶ πίνει τὸν καφέ του, ἀνήκει στὴν κίτρινη φυλή.
Διακρίνει τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς φυλῆς του, δηλαδὴ τὴν κατατομὴ τοῦ σώματός του, τὸ χρῶμα τοῦ δέρματος, τὸ σχῆμα τοῦ προσώπου καὶ τῶν ματιῶν του, τὴν γλῶσσα του κλπ … Μέχρι ἐδῶ δὲν ὑπάρχει τίποτα τὸ κακό.
Ἀπό ποῦ λοιπόν ἡ λέξις ῥατσισμός ἀπέκτησε τήν γνωστή ἀρνητική ἔννοια, πού σήμερα τῆς ἀποδίδεται; Συνέχεια