Θὰ προσπαθήσω τώρα λοιπὸν νὰ εὕρω τὴν ἀπόλυτο καὶ συγκεκριμένη ἔννοια τῆς λέξεως «Ῥατσισμός».
Ἄς δοῦμε τὶ ἀναφέρει γιὰ τὸν Ῥατσισμὸ ἡ ἐλεύθερη ἐγκυκλοπαίδεια Βικιπαίδεια:
«Ὁ ῥατσισμὸς εἶναι τὸ δόγμα που ἀναπτύσσεται μὲ σύνδεσμο συγκεκριμένα γνωρίσματα “traits”, ὅπως π.χ. ἐθνικά, θρησκευτικά, πολιτιστικὰ κ.λπ., προκειμένου να ἀναγάγει μιᾷ ὁμάδα ἀντίστοιχα (κοινωνική, φυλετική, θρησκευτική), ὠςυπέρτερη ἄλλων. Τὸ πιὸ συνηθισμένο εἶδος ῥατσισμού, καὶ αὐτό που ἔχει δώσει τὴν ἀρχικὴ ὀνομασία στην λέξῃ (ἐκ τῆς ἰταλικῆς (“ῥάτσα”) razza = φυλή), εἶναι ὁ φυλετικὸς ῥατσισμός.»
Ἑλληνικὴ ἐγκυκλοπαίδεια
Πράγματι, ἂν ἀκούσουμε τὶ μᾶς λέει ἢ ἴδια ἡ λέξις, γιὰ τὸν ἑαυτό της, θὰ δοῦμε ὅτι προέρχεται ἀπὸ τὴν Ἰταλικὴ λέξῃ Ῥάτσα (razza = φυλή) καὶ στὰ Ἑλληνικὰ θὰ μεταφραζόταν ὡς Φυλετισμὸς ἢ Φυλετικότης.
Μέχρι ἐδῶ, δίχως νὰ ξεχειλώσουμέ τις ἔννοιες, βλέπουμε ὅτι ἡ λέξις ῥατσισμός, αὐτὴ καθ’ αὑτή, σημαίνει τὴν ἀναγνώρισι τῆς φυλῆς, στὴν ὁποία ἀνήκει κάποιο ἄτομο, καὶ ὄχι ὅτι ὑπάρχει κάποια ἀνωτέρα ἢ κατωτέρα φυλή. Μπορεὶ δηλαδὴ κάποιος νὰ ἀναγνωρίζῃ ὅ,τι ἐκεῖνος ἐκεῖ ποὺ κάθεται στὴν γωνία καὶ πίνει τὸν καφέ του, ἀνήκει στὴν κίτρινη φυλή.
Διακρίνει τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς φυλῆς του, δηλαδὴ τὴν κατατομὴ τοῦ σώματός του, τὸ χρῶμα τοῦ δέρματος, τὸ σχῆμα τοῦ προσώπου καὶ τῶν ματιῶν του, τὴν γλῶσσα του κλπ … Μέχρι ἐδῶ δὲν ὑπάρχει τίποτα τὸ κακό.
Ἀπό ποῦ λοιπόν ἡ λέξις ῥατσισμός ἀπέκτησε τήν γνωστή ἀρνητική ἔννοια, πού σήμερα τῆς ἀποδίδεται; Συνέχεια →