
Ὁ πατέρας μου ἀπὸ τὰ ὀκτώ του χρόνια ἦταν ὀρφανός. Συνεπῶς ἔπρεπε νὰ δουλέψῃ. Ἄλλες ἐποχές… Ποῦ πολυτέλειες γιά σχολεῖα καί γιά μόρφωσι; Μετὰ βίας ἡ δευτέρα τοῦ γυμνασίου. Κι αὐτή… Ἀφῆστε τά…
Ἀλλὰ δὲν ἦταν μόνον ὁ πατέρας μου. Μία ὁλόκληρη γενεά, ἡ γενεὰ τῆς περιόδου 1945-1960, ἀπὸ πολὺ μικρὲς ἡλικίες, δίχως παπούτσια, δίχως ῥοῦχα, ἴσως μὲ ἕνα πιάτο τροφή, κατάφεραν κι ἐπεβίωσαν… Ἀπὸ συνθῆκες… Ἄς μὴ τὸ συζητᾶμε καλλίτερα…
Ἡ κυρα-Ῥούλα ὀκτῶ ἐτῶν, μὲ πατέρα ἐν ζωῇ, ἔφυγε ἀπὸ τὸ χωριό της γιὰ νὰ ἀναζητήσῃ τὴν τύχη της στὴν Ἀθήνα. Καὶ ποιὰ Ἀθήνα. Τὴν Ἀθήνα, ἤ ὀρθότερα, τὸν Πειραιᾶ τῆς Τρούμπας.
Ὁ κυρ-Ἠλίας στὰ ἕξι του ἐδόθῃ ὡς ὑπηρέτης σὲ κάποιο σπίτι.
Ἡ κυρα-Μαρίκα ἐδόθῃ, τυχερὴ αὐτή, πρὸς υἱοθεσία, στὰ ἐννέα της…. (Ἀλλὰ δὲν τῆς ἄρεσε καὶ προτίμησε τὴν σκληρὴ δουλειά… Ἔξω ἀπὸ οἰκογένειες… Δυστυχῶς!)
Συνέχεια →