Ἀνεφώνησε ὁ φίλος Μῆτσος, πρὸ ἠμερῶν.
Γελοῦσα… Ὄχι διότι ἐπίστευσα ποτὲ πὼς ὑπῆρχε περίπτωσις νὰ εἶμαι (ἐν ἀγνοίᾳ μου!!!) προδότης, ἀλλὰ διότι, ὅσο κι ἐὰν ἤμουν βεβαία γιὰ τὶς ἐπιλογές μου, κάπου μέσα μου πονοῦσα γιὰ τὶς κουβέντες ποὺ μοῦ εἶπε.
Ἀφῆστε δὲ ποὺ παραλλήλως αἰσθανόμουν πὼς ἦταν ἄδικο νὰ χάσῳ κάποιους καλοὺς φίλους, ἐπεὶ δὴ ἀμφισβήτησα μερικοὺς κοινοὺς καραγκιόζηδες.
Ἀναφέρομαι σὲ ἕνα κείμενον ποὺ ἔγραψα πρὸ δύο ἐτῶν περίπου κι ἀφᾠροῦσε στὸν νεο-ἐθνο-«σωτῆρα» ἈρτεΜΑΚΗ.
Τί κι ἐάν ἐξηγοῦσα τότε στόν φίλο μου πώς «ἄλλο τό «θέλω μου» κι ἄλλη ἡ πραγματικότης»; Συνέχεια