Στὴν ζωὴ μοῦ μέχρι σήμερα, ἔχω μπλέξει σὲ καβγᾶδες τέσσερεις φορές. Ἡ τελευταία φορὰ ἦταν, ὅταν ἤμουν περίπου 22 χρονῶν. Δὲν τοὺς εἶχα προκαλέσει ἐγώ, ἀλλὰ τοὺς εἶχα ἀποδεχθεῖ, ἀφοῦ δὲ μποροῦσα νὰ κάνω κάτι ἄλλο.
Θὰ ἀναφερθῶ στὴν πρώτη φορά, ποὺ ἦταν στὸ Λύκειο, διότι ἐμπεριέχει καὶ ἕνα δίδαγμα περὶ φόβου, ποὺ μοῦ ἐχρησίμευσε πολὺ στὴν μετέπειτα ζωή μου. Φαντάζομαι, ὅτι πολλοὶ ἀπὸ ἐσᾶς θὰ ἔχετε κάποιαν ἀνάλογο ἐμπειρία ἀπὸ τὰ μαθητικά σας χρόνια.
Ἦταν, λοιπόν, κάποιος συμμαθητής μας τότε στὴν Ἀ΄λυκείου, δυνατὸς καὶ νευρώδης, τσαμπουκᾶς καὶ προκλητικὸς πρὸς ὅλους. Εἶχε πάντα τὸ ζωνάρι του λυμένο γιὰ καβγᾶ καὶ γιὰ τὸ παραμικρό σου ζητοῦσε τὸν λόγο. Ἦταν μάγκας καὶ κακὸς στὰ μαθήματα καὶ εἶχε καταφέρει νὰ ἐξελιχθῃ σὲ φόβητρο ὅλων, ἕνας μικρὸς τύραννος. Εἶχε δείρει καὶ ἕναν δύο, εἴχαμε λουφάξει ὅλοι. Προσωπικὰ τὸν ἀπέφευγα γιὰ νὰ μὴ μπλέξω. Συνέχεια →