- Ἐλευθερία ἢ Θάνατος; (Θάνατος γιὰ κάθε τὶ καὶ κάθε ἕναν ποὺ ἐπρόδωσε!)
Μιλήσαμε μὲ τὸν Κωστῆ! Πολὺ θυμωμένος! Πάρα πολύ!
Γλῶσσες πύρινες ξερνοῦσε τὸ στόμα του!
«Μᾶς ξεπούλησαν! Τὰ πούλησαν ὅλα! Μᾶς ἔκλεψαν τὸ παρόν, τὸ μέλλον καὶ μᾶς ἔθαψαν διὰ παντὸς τὰ ὄνειρα!!!»
Χαμογελοῦσα! Δὲν μποροῦσα νὰ τὸν σταματήσω μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο!!!
Ἦταν τόσο θυμωμένος ποὺ ἀδυνατοῦσε νὰ συζητήσῃ! Μονόλογο ἔκανε! Ἕναν ἀπελπισμένον μονόλογο! Συνέχεια
Ἀρχεῖα ἐτικέττας: φόβος
Ἕνα χαμόγελο!
Γιὰ τὸ χατήρι μίας φίλης, καὶ πολλῶν ἄλλων ποὺ ξέρω πὼς τὸ χρειάζονται, ἀναδημοσιεύεται σήμερα μὲ πάρα πάρα πάρα πολὺ μεγάλη πίστη πὼς θὰ τὰ καταφέρουμε!
Εἶναι τὸ μεγαλύτερο ὅπλο μας! Δὲν ἔχουμε κανένα ἄλλο, πλὴν αὐτοῦ!
Ξέρω, πονᾶμε. Ξέρω, δὲν γίνεται νὰ κρυώνῃ τὸ παιδί σου καὶ νὰ χαμογελᾶς. Θὰ εἶναι ψεύτικο!
Γεννήθηκα Ἐλεύθερος!
Ὅταν τὸ στόμα σωπαίνῃ, φωνάζει τὸ σῶμα.
Μπᾶχ.
Κάποτε τὸν ἐδιάβαζα μετὰ μανίας. Τὸν ἐλάτρευα.
Μοῦ ἔδειξε δρόμους ποὺ ἀδυνατοῦσα νὰ φαντασθῶ.
Ἀκόμη ἔχει τιμητικὴ θέσι στὴν βιβλιοθήκη μου.
«Πᾶμε τώρα, οἱ δύο μας».
Εἶχα πολὺ καιρὸ νὰ δῶ τὸν Παναγιώτη.
Τὸν συνήντησα πρὸ μερικῶν ἡμερῶν στὸν δρόμο καὶ σταθήκαμε λίγη ὥρα νὰ κουβεντιάσουμε.
Στὴν ἀρχὴ γενικολογῶντας μιλούσαμε γιὰ τὰ τυπικά… «…Χαθήκαμε… Τά νέα μας… Πόσα παιδιὰ ἀπέκτησε ἀπὸ τότε ἔως τώρα, πόσο ἡ πίεσις στὴν ζωή του ηὐξήθη… Πόσο ἄλλαξε ἡ ζωή του…»
Ξέρετε… Συνέχεια
Μόνον μὲ τὸν Ἔρωτα ζῶ!
Ἔχω ἐδῶ καὶ μῆνες ἀρχίσει ἕνα περίεργο σύστημα. Ψηλώνω, ψηλώνω, ψηλώνω… Μία φυλακή, ἐντὸς τῆς ὁποίας διαβιῶ τόσους αἰῶνες, μικραίνει, μικραίνει, μικραίνει… Κυττῶ γύρω μου… Οἱ τοῖχοι σπᾶζουν, διαλύονται… Κομματιάζονται… Μεγαλώνω… Ἀναπτύσσομαι… Ψηλώνω… Ξανακυττῶ γύρω μου… Ἐρημιά! Εἶμαι μόνη μου! Συνέχεια