
Ἴσως τὸ γράμμα αὐτὸ νὰ μὴ διαβασθῇ ποτέ, ἀπὸ κανέναν, ἀλλὰ στ᾿ ἀλήθεια δὲ μὲ νοιάζει. Ἴσως μέχρι νὰ φτάσῃ στὰ χέρια σας νἄχω πειὰ ὁλότελα ξεχασθῆ ἀπ᾿ ὅλους. Ἀλλά, οὔτε δὰ κι᾿ αὐτὸ τὸ τελευταῖο μὲ νοιάζει. Ἐξάλλου, δὲν ἔχω καὶ πολλὰ νὰ σᾶς πῶ, θέλω μόνο νὰ σᾶς θυμίσω ὅτι κάποτε ὑπῆρξα. Κάποτε ὑπῆρξα κι᾿ ἤμουν καὶ ζωὴ καὶ θάνατος μαζύ. Καὶ ζωὴ καὶ Χάρος ἤμουν!
Ἔζησα, τὁμολογῶ, μιὰ ζωὴ δηλητηριασμένη, γι᾿ αὐτὸ θαρρῶ ἀπεφάσισα νὰ τὴν ἐγκαταλείψω. Ἐκεῖνο ποὺ γιὰ τοὺς ἄλλους ἤταν ζωή, γιὰ ἐμένα θάνατος ἦταν. Γεννιόμουν καὶ πέθαινα κάθε ἡμέρα, ὥρα καὶ στιγμή. Ζοῦσα μὲ τὸ θάνατο, ζοῦσα γιὰ νὰ πεθάνω, μὰ τουλάχιστον δὲν ζοῦσα νεκρὴ ὅπως οἱ γύρω μου, τὰ μικρὰ ἀστεῖα ἀνθρωπάκια ποὺ ἔλεγαν πὼς μ᾿ ἀγάπησαν, κι᾿ ἂς μὴ μπόρεσαν ποτέ, κι᾿ ἂς μὴ τόλμησαν ποτὲ νὰ διαβάσουν τὴν ψυχὴ ποὔκρυβε περίσσιο φῶς καὶ σκοτάδι μέσα της. Κατὰ βάθος μὲ ἐφοβοῦντο καὶ δὲν ἀργοῦσαν νὰ τραποῦν εἰς ἄτακτον φυγήν. Δὲν ἄντεχαν νὰ μὲ κυττοῦν κατάμματα, μὴ τύχῃ καὶ τοὺς κλέψω τὴν ψυχή τους.
Ἀγαπήθηκα, ἀγαπήθηκα πολύ, μὰ μπορεῖ ποτὲ κανεὶς νὰ φαντασθῆ ὅτι λυπόμουν βαθειὰ ὅταν καταλάβαινα ὅτι μ᾿ ἀγαποῦσαν; Ἐγώ, ἴσως νὰ μὴν ἀγάπησα ἀρκετά, ὄχι ὅσο ἔπρεπε. Τὸν ἰδανικό μου ἔρωτα θαρρῶ τὸν Συνέχεια