Οἱ βαπτίσεις τὰ πρῶτα χρόνια τοῦ χριστιανισμοῦ ἐγίνοντο σὲ ἐνήλικες ἀλλὰ ἐπειδὴ οἱ Ἕλληνες δὲν ἀποδέχοντο τὸν Χριστιανισμὸ παρ’ ὅ,τι ἡ παράβασις αὐτὴ τιμωρεῖτο μὲ θάνατο, στοὺς Βυζαντινοὺς χρόνους, ὁ Ἰουστινιανὸς ἐπενόησε τὸν νηπιοβαπτισμό. Ἔτσι καθιερώθηκε τὸ βάπτισμα σὲ νηπιακὴ ἡλικία καθὼς καὶ ἡ ὑποχρέωσις ὅτι τὸ νήπιο θὰ ἀκολουθοῦσε τὴν Χριστιανικὴ πίστη. Αὐτὸ τὸ ἀνελάμβανε ἔνας ἐνήλιξ χριστιανόός, ὁ λεγόμενος «πνευματικὸς πατέρας» ἢ «ἀνάδοχος», ὁ ὁποῖος πρώτα ἀπὸ ὅλα ἐπέλεγε τὸ ὄνομα, τὸ ὁποῖο ἦταν χριστιανικό. Κατὰ τὴν τελετὴ τοῦ βαπτίσματος ἀπηγόρευαν στοὺς γονεῖς νὰ παρίσταντο καί, οὔτε βέβαια νὰ ὁρίζουν τὸ ὄνομα, τὸ ὁποῖο τὸ μάθαιναν μετὰ τὴν τελετὴ ἀπὸ κάποιο πιτσιρίκι. Συνέχεια →