Μετὰ τὴν προσάρτηση τῆς ὑπὸ ὀθωμανικὸ ἔλεγχο αὐτόνομης ἐπαρχίας τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμυλίας στὴν βουλγαρικὴ ἠγεμονία (1885,) ἐπιδιώχθηκε ἀπὸ βουλγαρικῆς πλευρᾶς ἡ κατάργηση τῆς ἑλληνικῆς ἐκπαιδεύσεως. Ταυτόχρονα οἱ βουλγαρικὲς ἀρχὲς ἀρνοῦνταν νὰ ἀναγνωρίσουν τὶς ἑλληνικὲς ὀρθόδοξες κοινότητες ὡς νομικὰ πρόσωπα, μὲ συνέπεια τὴ δήμευση κοινοτικῶν περιουσιῶν καὶ τὴν ἀρπαγὴ πατριαρχικῶν ἐκκλησιῶν. Αὐτὸ θὰ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἀφομοίωση τοῦ ἑλληνικοῦ στοιχείου τῆς περιοχῆς.
Ὅλες αὐτὲς οἱ ἐνέργειες σὲ συνδυασμό μὲ τὴν αὔξηση τοῦ βουλγαρικοῦ ἐθνικισμοῦ, καὶ τὴν ἐπιτυχὴ δράση τῶν τῶν ἑλληνικῶν ἀνταρτικῶν σωμάτων στὴν Μακεδονία, ποὺ ἀνέτρεπε τὰ κατακτητικὰ σχέδια τῶν Βουλγάρων, ὁδήγησαν στὴν ἐκδήλωση τῆς ἀνθελληνικῆς ἐκστρατείας ποὺ ἄρχισε νὰ ἐκδηλώνεται στὶς ἀρχὲς τοῦ καλοκαιριοῦ τοῦ 1906, στὴν Ἀνατολικὴ Ρωμυλία.