Τὸ πήδημα τῆς καπετάνισσας…

φωτογραφία

Ὁ Νίκηζας Μπότσαρης, κατεβαίνοντας ἀπὸ τὰ Θοδώριανα, προηπάντησε τὰ λείψανα τοῦ Ζαλόγγου. Ὅλη ἡ φάρα τῶν Μποτσαραίων ἦταν ἀνήσυχη γιὰ τὴν τύχη της. Ὁ ὁπλαρχηγὸς Κώστας Πουλῆς, ποὺ τοὺς ἔταζε πὼς θὰ εὕρισκαν κάθε βοήθεια καὶ πὼς θὰ μποροῦσαν νὰ φτιάσουν καινούργιο Σούλι κατὰ τὰ μέρη τῶν Ἀγράφων, ὄχι μόνον εἶχε χαθῆ τώρα, μά, ὅπως θὰ ἰδοῦμε, κρυφὰ ἑτοίμαζε σῶμα στὰ Γιάννενα, μαζὺ μὲ ἄλλα ὄργανα τοῦ Ἀλῆ, νὰ ἔβγῃ νὰ τοὺς κτυπήσῃ. Ὁ Μάρκος Μπότσαρης, παιδὶ τότε, ὅπως εἴδαμε, εἶχε ὁρκισθῆ νὰ τιμωρήσῃ αὐτὴν τὴν ἀτιμία, βγάζοντας τρίχα τρίχα τὸ μουστάκι τοῦ Πουλῆ. Καὶ κράτησε τὸν λόγο του. Τοῦ ‘καμε, ὅταν μεγάλωσε, μία δημόσια προσβολὴ τόσο βαρειά, ποὺ ὁ Πουλὴς δὲν μπόρεσε νὰ ζήσῃ. Πέθανε ἀπὸ τὸ κακό του. Ὁ τάφος του βρίσκεται στὴν αὐλὴ τοῦ μοναστηριοῦ τῶν Μηλατῶν. 

Ὡστόσο, ἡ φάρα τῶν Μποτσαραίων ἔπρεπε νὰ σκεφθῇ γιὰ τὴν ἄμυνά της. Ἔστειλαν στὰ Ἰωάννινα τὸν Παλάσκα, τὸν γαμβρὸ τοῦ Γιώργη Μπότσαρη, τοῦ πολεμάρχου, ποὺ εἶχε ξεσηκώση τὴν φάρα καὶ τὴν εἶχε φέρη ἀπὸ τὸ Σούλι στὸ Βουλγαρέλι, νὰ διαμαρτυρηθῇ στὸν βεζύρη, ποὺ τὴν ἄλλην ἡμέρα, μετὰ τὴν ὑπογραφὴ τῆς συνθήκης, ἔστελνε στρατὸ καὶ τοὺς πετσόκοβε. Καὶ ἔστελναν τὸν Μπαλάσκα, διότι αὐτὸς ἦταν σὲ ἐπαφὴ πρωτύτερα μὲ τὸν Ἀλῆ, κι αὐτὸς εἶχε ἀνάψη τὰ μυαλά, τοῦ γέρο Γιώργη Μπότσαρη νὰ φύγῃ γιὰ τὸ Βουλγαρέλι. Τὸν ἔστειλαν στὰ Ἰωάννινα, ὄχι γιατὶ ἤλπιζαν τίποτα πιά, μὰ γιὰ νὰ κερδίσουν καιρό. Ὁ Ἀλὴς ἔκανε πὼς δὲν ἤξαιρε τίποτα γιὰ τὶς φοβερὲς σκηνὲς τοῦ Ζαλόγγου καὶ τῆς Ῥηνιάσας. Προσποιήθηκε μεγάλη κατάπληξη. Κι εἶπε στὸν Παλάσκα μὲ τὸ πιὸ ἄδολο ὗφος τοῦ κόσμου:

 – Γιατί δέν τούς λές, ὠρέ μπίρο μ’ νά ‘ρθοῦν στά Γιάννενα; Ἐδῶ δὲν ἔχουν νὰ φοβηθοῦν τίποτα!

Οἱ ἄλλοι, μόνον ποὺ δὲν τὸν σκότωσαν τὸν Παλάσκα, ἅμα τοὺς εἶπε πὼς ὅλα εἶχαν γίνῃ χωρὶς νὰ ξέρῃ ὁ βεζύρης. Ἐναντίον του ξεσποῦσε τώρα τόσο δυνατὰ ἡ γκρίνια καὶ τ’ ἀνάθεμα τῆς φάρας, ποὺ καὶ ἡ ἴδια ἡ γυναίκα του, ἡ Ἀγγελική, τὸν χώρισε σὲ λίγο, καὶ γίνηκε καλόγρια, μὲ τὸ ὄνομα Μακαρία. 

Ὠστόσο ἡ ἀποστολὴ τοῦ Παλάσκα ἔδωσε καιρὸ στὴν φάρα νὰ ξεσηκωθῇ. Στὸ Βουλγαρέλι δὲν μποροῦσαν νὰ μείνουν. Θὰ τοὺς κτυποῦσαν εὔκολα οἱ Ἀρβανιτάδες. Οἱ ἀρχηγοί τους, ὁ Κίτσος καὶ ὁ Νότης Μπότσαρης, ἔδωσαν τὴν γνώμη, πὼς ἔπρεπε νὰ τραβήξουν τὸ γρηγορότερο κατὰ τὴν Βρεστενίτσα, κυτττάζοντας νὰ διαβοῦν τὸν Ἀσπροπόταμο καὶ νὰ σκαρφαλώσουν στὰ ὑψηλότερα μέρη τῶν Ἀγράφων, ὅπου ἤλπιζαν νὰ εὕρουν ὑποστήριξι ἀπὸ τοὺς ἀρματωλοὺς καὶ κλέφτες τῆς Θεσσαλίας. Τὸ Σούλι, μὲ τοὺς ἀγῶνες καὶ τὸ πέσιμό του, εἶχε ἁνάψῃ τὶς πιὸ μεγάλες φωτιὲς στὴν ψυχὴ τῶν καπεταναίων. Χίλιες ἑκατὸν σαράντα ὀκτὼ (1148) ψυχὲς πῆραν τὸν μαρτυρικὸ δρόμο. 

Ἡ προπομπός, φθάνοντας, στὶς εἰκοσιδύο (22) τοῦ Δεκεμβρίου, στὴν Βρεστενίτσα, ἔκανε ἀναγνώρισι πρὸς τὸ Σέλτσο. Ὁ Ἀλὴς δὲν κοιμόταν καθόλου. Παρακολουθοῦσε, μὲ τὴν κατασκοπία του. Δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) στρατὸ στέλνει ἀπὸ τὰ Ἰωάννινα, μὲ τὸν Μπεκὴρ Τζογαδόρο, τὸν Κώστα Πουλῆ, τὸν Ζῆκο Μίχα καὶ τὸν Τζίμα Ἀλέξη, νὰ τοὺς κτυπήσουν. Οἱ ἀρχηγοὶ τῶν Μποτσαραίων, ὔστερα ἀπὸ σύντομο συμβούλιο, ἀποφασίζουν νὰ ταμπουρωθοῦν στὸ μοναστήρι τοῦ Σέλτσου «κοίμησις τῆς Θεοτόκου», κτισμένο στὰ 1680, σὲ ὀχυρότατη τοποθεσία. 

Κατὰ τὸν Βορειὰ τὴν κλείνει ἕνα φαράγγι στενό, σὰν μίας πετριᾶς μάκρος καὶ βαθὺ διακόσια ἑξήντα πέντε (265) μέτρα, γκρεμὸς ἀπότομος, ποὺ στὰ χείλη του στέκει τὸ μοναστήρι. Ἀπὸ τὸ μέρος τῆς Ἀνατολῆς, τὴν φράζει ὁ Ἀσπροπόταμος κι ἀπὸ τὴν Δύσι τὸ Νιγκόζι, βουνὸ ἀπότομο, κλάδος ἀπὸ τὸ Ῥοδοβίζια. Κατὰ τὸν Νοτιά, ποὺ ἦταν τὸ μέρος λιγότερο προφυλαγμένο, ἔφτιαξαν, μὲ τὴν βοήθεια τῶν γυναικῶν, μεγάλα, πέτρινα, διπλὰ ταμπούρια. Καὶ δυνάμωσαν τὸ Νιγκόζι μὲ ἕνα γερὸ ταμπούρι. Ἔτσι κλείσθηκε ἀπὸ παντοῦ.

Τὸ ταμπούρι τοῦ βουνοῦ τὸ ‘πιασε ὁ Γιάννης Μπότσαρης, αὐτὰ τὰ μεγάλα τοῦ Νοτιᾶ ὁ Κίτσος καὶ ὁ Νότης. Στὸ μοναστήρι φύλαγαν οἱ γυναῖκες, μὲ καπετάνισσα τὴν Λένω. Τὸ βαθὺ φαράγγι κι ὁ Ἀσπροπόταμος, συμπλήρωναν μὲ τ΄ ἄπαρτα φυσικά τους ἐμποδια τὴν ὀχύρωσι. Καὶ τόσο τέλεια, ποὺ ὁ στρατὸς τοῦ Μπεκῆρ Τζογαδόρου, ἕνα γύρω, ἔλιωνε ἀπὸ τὶς δεκαπέντε (15) τοῦ Γενάρη,  ἔως τὶς δεκαπέντε (15) τοῦ Ἀπρίλη, τέσσερις μῆνες κλειδωτούς, χωρὶς νὰ μπορῇ νὰ πάρῃ, οὔτε μίαν σπιθαμὴ τόπο ἀπὸ τοὺς Σουλιῶτες. Κι ἐδῶ δὲν λείπουν οἱ τροφές, οὔτε ἡ μπαρούτη. Γιατὶ μποροῦσαν καὶ περνοῦσαν ἀπ’ ὅλα. Προπάντων ἀπὸ τὴν μεριὰ τοῦ Ἀσπροποτάμου. 

Μά, φθάνοντας ὁ Ἀπρίλιος, ἄνοιξε μία μικρὴ τρύπα, στὸ ἀτσαλένιο τοῦτο συγκρότημα:
Ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ ἄρχιζε τὸ βαθὺ φαράγγι τοῦ Βορειᾶ, ὡς τὰ βορειοανατολικὰ ῥιζοβούνια τοῦ Νιγκόζι, ὁ τόπος ἦταν κλεισμένος, ὥς αὐτὴν τὴν ἐποχή, ἀπὸ τὰ χιόνια. Μὰ τώρα πῆραν καὶ ἔλειωναν. Κι ἕνα μονοπάτι ποὺ ἀνέβαινε καὶ περνοῦσε ἀνάμεσα Νιγκόζι καὶ μοναστηρίου, ποὺ ἦταν σκεπασμένο ἀπὸ τὸν πάγο κι ἀπερπάτητο, ἄνοιγε τώρα. Οἱ Ἀρβανιτάδες δὲν τὸ ἤξεραν. Μὰ εὑρέθη ὁ ἄνθρωπος νὰ τοὺς τὸ δείξῃ. Ἕνας Γιώργης Κίριος, ἕνας παλιανθρωπάκος, ποὺ ὁ Ἀλὴς τοῦ εἶχε τάξη τὸ ἀρματολίκι τῆς Λάκκας, ἔφθασε ἀπὸ τὰ Ἰωάννινα μὲ τὸν ἀδελφό του, τὸν δεύτερο μῆνα τῆς πολιορκίας. Διηγήθηκε στὸν Κίτσο Μπότσαρη – εἶχε μαζύ του κάποια συμπεθεριὰ – πὼς τάχα ἔπεσε στὴν δυσμένεια τοῦ Ἀλῆ καὶ πὼς τώρα, μετανιωμένος, θέλει νὰ πολεμήσῃ. Ὁ Κίτσος τὸν ἐδέχθη καλά. Καὶ τὸν ἔβαλε στὴν φρουρὰ τοῦ μοναστηρίου. Αὐτός, ἀλλάζοντας τὴν νύκτα γραμματάκια μὲ τὸν Μπεκὴρ Τζογαδόρο, τὸν εἰδοποίησε γιὰ τὸ μονοπάτι.

Ὁ ἀρχηγὸς τῶν Ἀρβανιτάδων κατέστρωσε τὸ σχέδιό του. Ἕνα σῶμα θὰ ἔκανε νυκτερινὸ ψευδοαιφνιδιασμό, στὰ ταμπούρια τῆς Νοτιᾶ, τὴν ὤρα ποὺ μία φάλαγγα δυνατή, ἀνεβαίνοντας ἀπὸ τὸ μονοπάτι, θὰ κτυποῦσε ἀπὸ τὸ μοναστήρι. Ἦταν περασμένα μεσάνυκτα, δεκατέσσερις (14) μὲ δεκαπέντε (15) τοῦ Ἀπριλίου, ποὺ ἄρχισαν ἔξαφνα, μὲ ἀλαλλαγμὸ μεγάλο, κι ἄγριο ντουφεκίδι, τὰ γιουρούσια στὰ ταμπούρια τοῦ Νοτιᾶ. Ὁ Κίτσος κι ὁ Νότης Μπότσαρης, ποὺ τὰ κρατοῦσαν μὲ τὰ παλληκάρια τους, στέκονταν ἀκλόνητοι, ὅταν ἡ ἄλλη φάλαγγα, τοῦ Μπεκῆρ, ἀνεβαίνοντας ἀπὸ τὸ μονοπάτι, κτυπᾶ πρῶτα τὸ μεγάλο ταμπούρι στὸ Νιγκόζι, σκοτώνει τὸν Γιάννη Μπότσαρη, μὲ τὴν μικρὴ φρουρά του, πέφτει στὸ μοναστήρι. Ὁ Γιώργης Κίριος εἶναι ἐκεῖ, γιὰ νὰ τοὺς ἀνοίξῃ τὴν πόρτα. Χυμοῦν στὴν αὐλή. Ἡ Λένω Μπότσαρη τοὺς ἀντιμετωπίζει μὲ τὶς γυναῖκες. Μὰ εἶναι πολλοὶ κι ὅλο φθάνουν ἄλλοι κι ἄλλοι, σὰν νὰ τοὺς γεννᾶ τὸ σκοτάδι καὶ νὰ τοὺς κάνῃ ἀμέτρητους.

Ὁ Κίτσος κι ὁ Νότης Μπότσαρης, ἀκούγοντας πόλεμο κι ἄγρια ξεφωνητὰ στὰ νῶτα τους, νοιώθουν πὼς προδόθηκαν. Ἀλλάζουν γρήγορα γνῶμες, ἀποφασίζουν νὰ τραβηχθῇ ὁ Κίτσος μὲ τοὺς μισοὺς στὴν δεύτερη σειρὰ τῶν ταμπουριῶν καὶ νὰ κρατῇ. Κι ὁ Νότης, μὲ τὰ μισὰ παλληκάρια, νὰ κτυπήσῃ τοὺς ἄλλους ποὺ ἔμπαιναν στὸ μοναστήρι. Μὰ τοῦ Νότη ὁ πόλεμος εἶναι ἄγριος. Εἶναι πολλοί, ἀπὸ τοῦτο τὸ μέρος, οἰ ἐχθροί. Παίρνει μία λαβωματιά, δεύτερη, τρίτη… Ἀστράφτει, φέγγει ὅλος ὁ τόπος ἀπὸ τὶς ντουφεκιές…. Ἡ Λένω τρέχει κοντά του. Ἀπαντῶνται κάτω ἀπὸ ἕνα δένδρο, ἀνάμεσα μοναστήρι καὶ ταμπούρια:

φωτογραφία

– Τί νά κάνω πατέρα; τοῦ φωνάζει. 
 – Νὰ πεθάνῃς, παιδί μου! Ἦλθε ἡ ὥρα σου!

Ἔτσι τῆς λέει καὶ σωριάζεται μὲ μία τετάρτη λαβωματιὰ στὸ κούτελο.  Οἱ γυναῖκες ξεφωνίζουν ἄγρια, μέσα στὸ σκοτάδι, βαθειά, κατὰ τὸ μοναστήρι. Οἱ Ἀρβανιτάδες τὶς ἔχουν κυκλώσει. Δὲν τοὺς μένει παρὰ τὸ βαθὺ φαράγγι. Τὸ βάραθρο. Πέφτουν μέσα. Δεύτερο Ζάλογγο. Ἡ Λένω, κυνηγημένη, παίρνει τὰ χείλη τῆς χαράδρας, ποὺ χαμηλώνοντας ὁλοένα καὶ περισσότερο, τὴν βγάζει στὸν Ἀσπροπόταμο. Ξημερώνει. Ξεχωρίζει πίσω της τσοχανταραίους τοῦ Ἀλῆ. Θέλουν νὰ τὴν σκλαβώσουν γιὰ τὸ χαρέμι. Φθάνει στὸν ὄχτο, ῥίχνεται στὰ νερά, βγαίνει κολυμπῶντας, σὲ ἕνα νησάκι ἀμμουδερό, ἀπὸ αὐτὰ ποὺ γίνονται μέσα στὰ ποτάμια. Χλωμή, τσακισμένη ἀπὸ τὴν κούρασι, μὰ ἀστράφτει ἀπὸ τὴν ὀμορφιά. Ὁ πρῶτος τσοχαντάρης ποὺ ζυγώνει, στέκει νὰ τὴν καμαρώσῃ. 

– Βαΐζ, -πουλάκι μου-τῆς φωνάζει, δέν λυπᾶσαι τά νειάτα σου; Ἔλα νὰ σὲ γλυτώσω! 
– Καὶ τῆς προτείνει τὸ ντουφέκι του, ἀπ’ τὸ κοντάκι, νὰ πιασθῇ. Αὐτὴ πιάνεται, μὰ τραβᾶ τὴν σκανδάλη. Ὁ τσοχαντάρης σωριάζεται. Ἄλλος προβαίνει, τὴν φθάνει, Ἁρπάζονται σῶμα μὲ σῶμα καὶ χάνονται οἱ δύο γιὰ πάντα, κάτω ἀπὸ τὰ θολὰ νερά. Τὸ κορμὶ τῆς Λένως δὲν ματαφάνηκε. Τὸ μέρος ἔμεινε μὲ τ΄ ὄνομα: τὸ πήδημα τῆς καπετάνισσας.

φωτογραφία

Κι ἐδῶ καὶ λίγα χρόνια ἀκόμη, ὅποιος περνοῦσε ἀπὸ ἐκεῖ, ἔπρεπε νὰ πάρῃ χαλίκι ἀπὸ κάτω, νὰ τὸ πετάξῃ στὸ ῥέμα, γιὰ μνημόσυνο τῆς τραγικῆς πηδηξιᾶς της, καὶ νὰ πῇ:
Θεὸς σχωρέσ’ την!

 κεφάλαιον «τὸ πήδημα τῆς καπετάνισσας», τὸ λιοντάρι τῆς Ἠπείρου, Σπύρου Μελᾶ, ἐκδόσεις Μπίρη, Ἀθῆναι 1969.

Μὲ ἀφορμὴ τὴν ἡμέρα μνήμης γιὰ τὸ Ζάλογγο καὶ τὴν σφαγὴ ποὺ ὑπέστησαν οἱ Σουλιῶτες ἀπὸ τὸν Ἀλή, ἀντιγράφω καὶ παρουσιάζω τὸ ἐπόμενον κεφάλαιον, μὲ τὴν μάχη στὸ μοναστήρι τοῦ Σέλτσου. Βέβαια αὐτὴ ἡ μάχη ξεκίνησε λίγες ἡμέρες μετὰ τὶς μάχες καὶ τὴν θυσία τοῦ Ζαλόγγου καὶ τῆς Ῥηνιάσας, στὶς 15 Ἰανουαρίου τοῦ 1804  καὶ τελείωσε στὶς 21 Ἀπριλίου τοὺ ἰδίου ἔτους.

Ἡ φάρα τῶν Μποτσαραίων ἐξεκληρίσθη. Μόλις 65 (κατ’ ἄλλους 54) Σουλιῶτες ἐσώθησαν. Μεταξύ τους ὁ Κίτσος καὶ ὁ υἱός του Μάρκος, ὁ γνωστὸς ἥρως τοῦ 1821, ποὺ ἐκρύφθησαν σὲ μίαν σπηλιά. (Σπηλιὰ τοῦ Κίτσου Μπότσαρη.)
Ὁ Ἀλὴς ἐπὶ τέλους ἡσύχασε.

φωτογραφία

Μέσα στὸ ἐκστρατευτικὸ σῶμα τοῦ Ἀλῆ συμμετεῖχαν, μὲ τὰ σώματά τους οἱ ἐξῇς:

Μπεκὴρ Τζογαδοῦρος, Ἄγος Μπουχορδάρης ἤ Βασιάρης ἤ Μουχουρντάρης, Βελῆ πασάς, καὶ οἱ Ἕλληνες ἀρματωλοί:
Ζῆκος Μίχας καὶ  Ἀλέξης Τζίμας (ἤ Τζήμας) τῆς Λάκκας Λελόβων, Κωνσταντῖνος Πουλῆς  καὶ Δημήτρης Καραΐσκος τοῦ Βάλτου. (Ναί, ὁ πατέρας τοῦ Καραϊσκάκη!!!)

 Ὁ Μπουχουρντάρης ἦταν αὐτὸς ποὺ ξεπάστρεψε λίγο ἀργότερα καὶ τὸν Κατσαντώνη, στὰ 1808. Τὸ 1823 ὅμως, στὴν μάχη τοῦ Κεφαλόβρυσου, τὸν ἐσκότωσε ὁ Μάρκος Μπότσαρης, στὴν ὁποίαν μάχη ἔπεσε κι ὁ ἴδιος. 

Ἕνας μεγάλος κύκλος ἔκλεισε μὲ τὴν πολιορκία καὶ τὴν τελικὴ μάχη τοῦ Σέλτσου. Μαζύ της ἔκλεισε ἐπισήμως ὁ κύκλος τῆς δράσεως τῶν Σουλιωτῶν στὴν Ἤπειρο.
Θὰ ἐπιστρέψουν πολλὲς φορές, εἶτε γιὰ νὰ στέρξουν στοὺς ἀγῶνες τῆς ἐπαναστάσεως εἶτε ἀκόμη καὶ γιὰ νὰ τιμωρήσουν τὸν Ἀλή. Διότι ὁ Ἀλὴς ἐστάθη σὰν μετεμορφωμένος διάολος ἀπέναντί τους. 

Φιλονόη.

προηγούμενον κεφάλαιον:

Κάποτε στὸ Ζάλογγο…

Ἀποποίηση εὐθύνης

Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.

Ἀπαντῆστε

Ἡ ἠλεκτρονική σας διεύθυνση δὲν θὰ δημοσιευθεῖ. Τὰ ὑποχρεωτικὰ πεδία σημειώνονται μὲ *