Ὁ Νίκηζας Μπότσαρης, κατεβαίνοντας ἀπὸ τὰ Θοδώριανα, προηπάντησε τὰ λείψανα τοῦ Ζαλόγγου. Ὅλη ἡ φάρα τῶν Μποτσαραίων ἦταν ἀνήσυχη γιὰ τὴν τύχη της. Ὁ ὁπλαρχηγὸς Κώστας Πουλῆς, ποὺ τοὺς ἔταζε πὼς θὰ εὕρισκαν κάθε βοήθεια καὶ πὼς θὰ μποροῦσαν νὰ φτιάσουν καινούργιο Σούλι κατὰ τὰ μέρη τῶν Ἀγράφων, ὄχι μόνον εἶχε χαθῆ τώρα, μά, ὅπως θὰ ἰδοῦμε, κρυφὰ ἑτοίμαζε σῶμα στὰ Γιάννενα, μαζὺ μὲ ἄλλα ὄργανα τοῦ Ἀλῆ, νὰ ἔβγῃ νὰ τοὺς κτυπήσῃ. Ὁ Μάρκος Μπότσαρης, παιδὶ τότε, ὅπως εἴδαμε, εἶχε ὁρκισθῆ νὰ τιμωρήσῃ αὐτὴν τὴν ἀτιμία, βγάζοντας τρίχα τρίχα τὸ μουστάκι τοῦ Πουλῆ. Καὶ κράτησε τὸν λόγο του. Τοῦ ‘καμε, ὅταν μεγάλωσε, μία δημόσια προσβολὴ τόσο βαρειά, ποὺ ὁ Πουλὴς δὲν μπόρεσε νὰ ζήσῃ. Πέθανε ἀπὸ τὸ κακό του. Ὁ τάφος του βρίσκεται στὴν αὐλὴ τοῦ μοναστηριοῦ τῶν Μηλατῶν.