
Ὁ διαχωρισμός τῶν συνοικιῶν σέ χριστιανικές καί μουσουλμανικές ἐπιβάλλεται ἀπό τήν ὀθωμανική διοίκηση. Σύμφωνα μέ τήν ὀθωμανική ἀντίληψη, οἱ ὑπήκοοι τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας χωρίζονται μέ βάση τόν ἰσλαμικό νόμο σέ μουσουλμάνους καί μή μουσουλμάνους, σέ κυρίους καί ὑποταγμένους. Ὁ διαχωρισμός αὐτός ἐπιβάλλεται μέ κανονισμούς καί στό δομημένο περιβάλλον, ὥστε πάντα νά προβάλλεται τό μουσουλμαικό στοιχεῖο. Αὐστηρά περιοριστικά μέτρα ἐπιβάλλουν κανονισμούς καί ἀπαγορεύσεις, ὥστε τά θρησκευτικά κτίρια τῶν ὑποδούλων λαῶν νά μήν εἶναι ἐμφανῆ καί νά μήν προβάλλονται, ἀλλά καί νά μή κτίζονται καινούρια. Ἀνάλογα, οἱ οἰκοδομές ἀνεγείρονται μέ διαφορετικά μέτρα δομήσεως γιά κάθε κατηγορία πολιτῶν. Τά σπίτια τῶν χριστιανῶν δέν μποροῦν νά εἶναι ὑψηλότερα ἀπό αὐτά τῶν μουσουλμάνων, ἀλλά καί δέν μποροῦν νά εἶναι τριώροφα. Ἡ πόλη διαχωρίζεται σέ περιοχές μουσουλμάνων καί μή μουσουλμάνων μέ διαφορετικούς κανονισμούς γιά τήν ἀνέγερση τῶν κατοικιῶν καί ὀργανώνεται σέ ἑνότητες.

Κατά εὐτυχὴ συγκυρία ἡ ἀνοικοδόμηση τῆς Ξάνθης, ὅπως εἶναι σήμερα γνωστή ὡς Παλαιά Πόλη, λαμβάνει χώρα σέ μία ἐποχή κατά τήν ὁποία αἵρονται οἱ αὐστηροί κανονισμοί πού ἀφοροῦσαν στά θρησκευτικά καί κοσμικά κτίσματα τῶν μή μουσουλμανικῶν πληθυσμῶν τῆς Αὐτοκρατορίας. Σύμφωνα μέ τόν ἱερό νόμο, ἀπαγορευόταν ἡ ἀνέγερση νέων ἐκκλησιῶν καί μόνο κατ’ ἐξαίρεση ἐπιτρεπόταν ἡ ἐπισκευή τῶν παλαιῶν πού ὑπῆρχαν πρίν τήν τουρκική κατάκτηση. Κατά τήν περίοδο τοῦ Τανζιμάτ, καί ἰδίως μετά τήν δημοσίευση τοῦ Χάτι Χουμαγιοῦν τοῦ 1856, ἀρχίζει νά ἐπιτρέπεται ἡ ἀνέγερση νέων ἐκκλησιῶν, ἀφοῦ ὑποβληθεῖ πρῶτα σχέδιο στήν διοίκηση καί ἐγκριθεῖ μέ αὐτοκρατορικό διάταγμα. Οἱ μεταρρυθμίσεις τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἀπέβλεπαν στόν διοικητικό, τόν οἰκονομικό καί τόν κοινωνικό ἐκσυγχρονισμό τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Οἱ οἰκοδομές καί κατοικίες τῶν μή μουσουλμάνων, οἱ ὁποῖες εὑρίσκοντον κάτω ἀπό αὐστηρή ἐπιτήρηση, μποροῦν πλέον νά ἀνεγείρονται χωρίς τίς διακρίσεις πού ἴσχυαν ἐπί αἰῶνες. Τό ἐπιτρεπόμενο ὕψος, ὁ ἀριθμός τῶν ὀρόφων, τά χρώματα τῶν κατοικιῶν τῶν μή μουσουλμάνων δέν βρίσκονται πλέον κάτω ἀπό ἀπαγορευτικά ὅρια. Ἐνῶ ἐξακολουθοῦν νά ἰσχύουν οἱ κανόνες γιά τήν ὀργάνωση τῆς πόλεως, τῶν συνοικιῶν, τόν διαχωρισμό τῶν κοινοτήτων καί τῶν χρήσεων.
Ὁ οἰκισμός πού σήμερα χαρακτηρίζουμε ὡς Παλαιά Πόλη τῆς Ξάνθης εἶναι κτισμένος μετά τό 1829. Ἡ Παλαιά Πόλη τῆς Ξάνθης διατηρεῖ λίγα ἴχνη τῆς βυζαντινῆς Ξάνθειας, πού ἐντοπίζονται στά θεμέλια τῶν ἐκκλησιῶν καί στήν διάταξη τοῦ πολεοδομικοῦ ἱστοῦ, ὅπως καί τῶν μοναστηριῶν πού ἔχουν ἱδρυθεῖ μετά τήν μεσοβυζαντινή ἐποχή καί εἶναι τοποθετημένα, ὥστε νά καθαγιάζουν τόν χῶρο. Ἡ Παλαιά Πόλη τῆς Ξάνθης διατηρεῖται σήμερα σέ μεγάλο βαθμό ἄθικτη καί ἔχει κηρυχθεῖ διατηρητέα τό 1976. Ἡ διατήρησή της ὀφείλεται στήν οἰκονομική δυσπραγία τῶν πρώτων μεταπολεμικῶν ἐτῶν, ἡ ὁποία δέν ἐπέτρεψε τήν ἀνοικοδόμηση μέ πολυκατοικίες, ὅπως ἔγινε στίς ἄλλες ἑλληνικές πόλεις. Ὁ σωζόμενος σήμερα οἰκισμός τῆς Παλαιᾶς Πόλεως τῆς Ξάνθης εἶναι ὁ μεγαλύτερος παραδοσιακός οἰκισμός πού διασώζεται στήν Βόρειο Ἑλλάδα, ἀλλά καί μαζὺ τό καλλίτερα διατηρούμενο δομημένο δεῖγμα τῆς κοινοτικῆς ὀργανώσεως τῶν Ἑλλήνων κατά τήν ὕστερη Τουρκοκρατία πού διασώζεται στόν ἑλλαδικό χῶρο. 

Παρά τό ὅτι μιλᾶμε γιά τήν «Παλαιά Πόλη» τῆς Ξάνθης, ὡστόσο –σέ σχέση μέ τό ἱστορικό βάθος τῆς πατρίδας μας–, χαρακτηρίζουμε ἔτσι μία σχετικῶς νεόκτιστη πόλη. Κτίτορας τῆς Παλαιᾶς Πόλεως τῆς Ξάνθης εἶναι ἡ Ἑλληνορθόδοξη Κοινότητα. Πρωτεργάτης τῆς ἀνοικοδομήσεως εἶναι ἡ κεφαλή τῆς Δημογεροντίας ὁ Μητροπολίτης Εὐγένιος, ὁ ὁποῖος ἀρχιεράτευε τήν κρίσιμη δεκαετία τοῦ 1830. Ἡ ἐξωστρέφεια τῶν Ρωμηῶν ἐμπόρων τοῦ καπνοῦ καί ἡ αἴγλη τῆς μεγάλης ἀστικῆς παραδόσεως τῶν Δυτικῶν συντελοῦν ὥστε ἡ πόλη νά ἀνοικοδομηθεῖ ὡς ἕνα ὑβρίδιο τῆς «ἀρχοντικῆς» ἀρχιτεκτονικῆς τοῦ νοτίου ἑλληνικοῦ χώρου τοῦ 18ου αἰώνα (Πήλιο, Ζαγόρι, Δυτική Μακεδονία) καί τῆς ἐκλεκτικιστικῆς ἀρχιτεκτονικῆς τῆς Κεντρικῆς Εὐρώπης, ὅπως αὐτή θριάμβευε τήν ἐποχή ἐκείνη στά ἀστικά κέντρα τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. 

Ἡ κατεστραμμένη πόλη ἀνοικοδομεῖται μέ πόλους καί πυρῆνες τά θεμέλια τῶν ἐκκλησιῶν, πού ἀνῆκαν μᾶλλον στήν βυζαντινή Ξάνθεια καί πού ἐπάνω τους στηρίχθηκαν οἱ νέες ἐκκλησίες –κέντρα τῶν συνοικιῶν. Ἡ ὁδική χάραξη φαίνεται νά παραμένει σταθερή. Ἡ ἀνοικοδόμηση ἔγινε μέ γνώμονα τίς νεοελληνικές κοινοτικές ἀντιλήψεις, ἀλλά καί σύμφωνα μέ πρακτικές αἰώνων: εἶναι πλήρης ὁ ἐθνικοθρησκευτικός διαχωρισμός καί οἱ χριστιανικές συνοικίες, οἱ ὁποῖες παραμένουν στά ὅρια πού ἔχουν καθιερωθεῖ ἐπί αἰῶνες, ἁπλώνονται πέριξ τῶν ἐκκλησιῶν πού ἀποτελοῦν καί τά κέντρα τοῦ οἰκιστικοῦ ἱστοῦ. Ἡ πολεοδομική μορφή τοῦ χώρου τῆς Ξάνθης ὀργανώνεται σέ γειτονιές (μαχαλᾶδες), σύμφωνα μέ τίς ὀθωμανικές ἀντιλήψεις καί πρακτικές διοικήσεως, μέ διαχωρισμό τῶν κατακτημένων λαῶν σέ θρησκευτικά ἔθνη (μιλλέτ).
Δέν σώζεται σχεδόν τίποτα μέσα στήν πόλη πού νά παραπέμπει σέ ἐποχή παλαιότερη τῶν σεισμῶν. Τό παλαιότερο χρονολογημένο σπίτι τῆς Ξάνθης ἀνάγεται στό 1849. Ἀμέσως μετά τήν καταστροφή τοῦ 1829, ὅμως, ἀνεγείρονται ἀπό τόν Μητροπολίτη Εὐγένιο πέντε κοινοτικοί ναοί μέσα στήν πόλη, τό καθολικό τῆς Μονῆς τῆς Ἀρχαγγελιώτισσας καί τρεῖς ναοί στήν περιφέρεια. Ἡ ἐντυπωσιακή αὐτή οἰκοδομική ἔξαρση θά πρέπει νά στηρίχθηκε στίς οἰκονομικές δυνατότητες πού προσέφερε στόν Μητροπολίτη Εὐγένιο ἡ ρωμαίικη κοινότητα. Εὐνοϊκές ἦταν, ὅπως ἐξηγήθηκε, καί οἱ πολιτικές συνθῆκες.
Ὅλα τά σπίτια ἔχουν θέα πρός τήν πεδιάδα καί ἐλεύθερο ὁρίζοντα κατά παλαιότατη πολεοδομική πρακτική τῶν Βυζαντινῶν πού υἱοθέτησαν καί οἱ Ὀθωμανοί Τοῦρκοι: μποροῦσες νά κτίσεις ὅπως ἤθελες, ἀρκεῖ νά μήν ἐμπόδιζες τήν θέα τῶν γειτόνων. Ἔτσι, οἱ γειτονιές τῆς Ξάνθης εἶναι ἀμφιθεατρικά κτισμένες σέ πλαγιές, ἐνῶ οἱ νέες περιοχές, οἱ κτισμένες μετά τήν ἐπέκταση τῆς πόλεως μετά τό 1870, ὅπως καί ἡ σύγχρονη πόλη, βρίσκονται στό κατώτερο σημεῖο της πρός τήν πεδιάδα. 

Τό δομημένο πλέγμα περιλαμβάνει ἐλευθέρους χώρους, αὐλές, κήπους καί δρόμους καί συναρτᾶται μέ τό γύρω περιβάλλον μέ γραφικό τρόπο. Τό ἀκανόνιστο τῶν οἰκοδομικῶν τετραγώνων καί ἡ καμπυλότητα τῶν δρόμων συγκροτοῦν αἰσθητικά σύνολα. Ἡ σύνδεση καί ἡ διαμόρφωση τοῦ χώρου γίνεται ἐλεύθερα καί αὐθόρμητα, ὥστε τά ὅρια τοῦ δημοσίου καί τοῦ ἰδιωτικοῦ χώρου νά συντηροῦν τήν οἰκειότητα καί νά ὑποστηρίζουν τήν αἰσθητική ἐντύπωση. Τό ἀνάγλυφο τοῦ οἰκισμοῦ στίς πλαγιές καί σέ ὁρισμένες θέσεις ἐπιτρέπουν ὀπτικές φυγές, ὥστε νά δίνεται πάντα μιά εἰκόνα ἑνός ποικιλόμορφου συνόλου καί νά γεννᾶται στόν ἐπισκέπτη ἡ αἴσθηση μιᾶς ἐσωτερικῆς ἁρμονίας.
Ὁ 20ός αἰώνας βρίσκει τήν πόλη σέ πλήρη ἀκμή μέ ἰσάριθμες συνοικίες χριστιανῶν καί μουσουλμάνων. Οἱ χριστιανικές συνοικίες εἶναι ἑπτά, δομημένες γύρω ἀπό μεταβυζαντινούς ναούς τῆς ὕστερης Τουρκοκρατίας. Οἱ πέντε ἀπό τίς χριστιανικές συνοικίες βρίσκονται μέσα στά ὅρια τῆς σημερινῆς Παλαιᾶς Πόλεως. Οἱ μουσουλμανικές συνοικίες ἐκτείνονται περιφερειακά καί εἶναι ἕξη, ἐκ τῶν ὁποίων οἱ δύο βρίσκονται στήν Παλαιά Πόλη. Τέλος, τά βιοτεχνικά καί τά βιομηχανικά κτίρια, οἱ καπναποθῆκες καί τά καπνομάγαζα κτισμένα μετά τό 1860, βρίσκονται στό νότιο κατώτερο καί πεδινό τμῆμα τῆς πόλεως. Ὁ διαχωρισμός τῆς κατοικίας ἀπό τίς βιομηχανικές δραστηριότητες εἶναι πλήρης.
Στήν περιφέρεια τῆς πόλεως κατοικοῦν σέ μονώροφες ἤ διώροφες μονοκατοικίες μέ περίκλειστη αὐλή οἱ ἐσωστρεφεῖς καί ὑπομονετικοί τουρκογενεῖς μουσουλμάνοι. Στήν συνοικία Σοῦννε κατοικοῦν σέ μεγάλα κονάκια μέ πτέρυγες οἱ μουσουλμάνοι τσιφλικάδες καί ἔμποροι μπέηδες καί σέ μικρότερες ἀστικές κατοικίες οἱ μουσουλμάνοι δημόσιοι ὑπάλληλοι. Στά βόρεια ὑψώματα τῆς περιφέρειας τῆς πόλεως, κατοικοῦν σέ μικρές φτωχικές κατοικίες οἱ αὐστηροί, ἐργατικοί Πομάκοι, ἀπόγονοι γηγενῶν ὀρεσιβίων Θρακῶν, τῶν ὁποίων ἡ γλῶσσα καί ἡ ταυτότητα βρίσκονται σέ συνεχή ἀπειλή. Στήν νότια περιφέρεια βρίσκονται οἱ φτωχοί καί ὀλιγαρκεῖς Ἀθίγγανοι. Στήν νέα συνοικία τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων κατοικοῦν στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα λίγοι σλαυόφωνοι ὀπαδοί τῆς Βουλγαρικῆς Ἐξαρχίας καί δυτικά ὑπάρχει μία κοινότητα Ἑβραίων. Τέλος, στίς κεντρικές συνοικίες κατοικοῦν οἱ ἔμποροι, μικρέμποροι, βιοτέχνες, μαστόροι καί ἐργάτες πού εἶναι Ἕλληνες, αὐτόχθονες ἤ ἐπήλυδες, ἀπό πολλά μέρη τῆς Ἑλλάδας καί κυρίως ἀπό τήν Ἤπειρο καί τήν Μακεδονία.
Μέσα στήν Ξάνθη ἐγκαθίστανται κατά περιόδους χριστιανικοί πληθυσμοί ἀπό τήν Βόρεια Θράκη, τήν Χαλκιδική, τήν Ἤπειρο καί τήν Μακεδονία, ὅπως καί Μουσουλμάνοι πρόσφυγες ἀπό τά Βαλκάνια κατά τόν Ρωσσοτουρκικό Πόλεμο τό 1877–1878. Ἀργότερα, ἐγκαθίστανται στήν πόλη Κρητικοί καί, μετά τό 1922, ἐγκαθίστανται μαζικά πρόσφυγες τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης, τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί τοῦ Πόντου καί, τέλος, πληθυσμοί ποντιακῆς καταγωγῆς ἀπό τήν πρώην Σοβιετική Ἕνωση, τελευταῖοι αὐτοί φυγᾶδες τῆς πάλαι ποτέ ἑλληνικῆς Ἀνατολῆς.
Ἡ πόλη εὐτύχησε νά βρίσκεται σέ μία περιοχή ἡ ὁποία διαθέτει πλούσιο καί ποικίλο φυσικό περιβάλλον. Τό φυσικό περιβάλλον περιβάλλει τήν πόλη, εἶναι ἀπό παντοῦ ὁρατό καί λειτουργεῖ ὡς συνοδευτικό στοιχεῖο τοῦ δομημένου χώρου, τόν διαφοροποιεῖ ἀκόμη περισσότερο καί τόν ἀναδεικνύει. Ἐνδιαφέρουσα εἶναι ἡ διάταξη τῶν τριῶν μοναστηριῶν τῆς πόλεως στά γύρω ὑψώματα, μέ τρόπο πού δημιουργεῖ στόν ἐπισκέπτη αἰσθήματα οἰκειώσεως καί σιγουριᾶς, ἀφοῦ τά μοναστήρια φαίνεται σάν νά αἰωροῦνται ἐπάνω ἀπό τήν πόλη καί νά τήν περιβάλλουν προστατευτικά.
Ἀποποίηση εὐθύνης
Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.