Ἡ παλαιὰ πόλις τῆς Ξάνθης

Στήν σή­με­ρα ὀνο­μα­ζό­με­νη Πα­λαιά Πό­λη πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται ὁ χῶ­ρος πού ἱστο­ρι­κά προσ­δι­ό­ρι­ζε τόν βυ­ζαν­τι­νό οἰκι­σμό καί τόν οἰκι­σμό τῆς Τουρ­κο­κρα­τί­­ας.  Πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται δη­λα­δή οἱ ση­με­ρι­νές συνοι­κί­ες Μη­τρο­πό­λε­ως, Κα­βα­κί­ου (Τα­ξιαρ­χῶν), Ἀκαθίστου   Ὕμ­νου καί ἡ μου­σουλ­μα­νι­κή συνοι­κία Ἀ­κρο­πό­λε­ως (Ἀ­χρι­άν). Πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται ἐπί­σης ὁ λε­γό­με­νος Πά­νω Μα­χα­λᾶς, πε­ρι­ο­χή τμῆ­μα τῆς ὁποί­ας ἀγο­ρά­σθη­κε γύ­ρω στά μέ­σα τοῦ 19ου αἰώ­να ἀπό τούς μου­σουλ­μά­νους ἰδι­ο­κτῆ­τες της.  Ἡ ὕπαρ­ξη στήν πε­ρι­ο­χή τοῦ Πάνω Μαχαλᾶ δύο ἀπό τίς πα­λιές­ ἐκ­κλη­σί­ες τῆς Ξάν­θης μαρ­τυ­ρᾶ τήν ἐκεῖ ἀπό αἰώ­νων πα­ρου­σία χρι­στια­νῶν κα­τοί­κων.  Ἡ πε­ρι­ο­χή αὐ­τή ἀνοι­κο­δο­μή­θη­κε γιά  νά στε­γά­σει πολ­λούς ἀπό αὐ­τούς πού ἀπέ­κτη­σαν πλοῦ­το ἀπό τό ἐμ­πό­ριο τοῦ κα­πνοῦ. Ὀνο­μά­σθη­κε ἔτσι καί συνοι­κία τῶν Κα­πνεμ­πό­ρων. Στήν Πα­λαιά Πό­λη πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται, ἐπί­σης, καί ἡ συνοι­κία Σα­μα­κώβ, στήν ὁποία κα­τοί­κη­σαν οἱ πρό­σφυ­γες ἀπό τήν ὁμώ­νυ­μη πό­λη τῆς Βό­ρειας Θρά­κης. Τἐλος, στήν Πα­λαιά Πό­λη πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται καί ἡ μου­σουλ­μα­νι­κή συνοι­κία Σοῦν­νε. Εἶ­ναι δη­λα­δή ἡ Πα­λαιά Πό­λη ὁ χῶ­ρος ὁ ὁποῖ­ος προ­στα­τεύ­ε­ται νο­μο­θε­τι­κά μέ τήν ἀνα­κή­ρυ­ξή του ὡς δια­τη­ρη­τέ­ου οἰκι­σμοῦ στίς 5 Μα­ΐ­ου 1976.

Ὁ δια­χω­ρι­σμός τῶν συνοι­κι­ῶν σέ χρι­στια­νι­κές καί μου­σουλ­μα­νι­κές ἐπι­βάλ­λε­ται ἀπό τήν ὀθω­μα­νι­κή δι­οί­κη­ση. Σύμ­φω­να μέ τήν ὀθω­μα­νι­κή ἀν­τί­λη­ψη, οἱ ὑπή­κο­οι τῆς Ὀθω­μα­νι­κῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας χω­ρί­ζον­ται μέ βά­ση τόν ἰσ­λα­μι­κό νό­μο σέ μου­σουλ­μά­νους καί μή μου­σουλ­μά­νους, σέ κυρίους καί ὑπο­τα­γμέ­νους.  Ὁ δια­χω­ρι­σμός αὐ­τός ἐπι­βάλ­λε­ται μέ κα­νο­νι­σμούς καί στό δο­μη­μέ­νο πε­ρι­βάλ­λον, ὥστε πάν­τα νά προ­βάλ­λε­ται τό μου­σουλ­μαι­κό στοι­χεῖο.  Αὐ­στη­ρά πε­ρι­ο­ρι­στι­κά μέ­τρα ἐπι­βάλ­λουν κα­νο­νι­σμούς καί ἀπα­γο­ρεύ­σεις, ὥστε τά θρη­σκευ­τι­κά κτίρια τῶν ὑπο­δού­λων λα­ῶν νά μήν εἶ­ναι ἐμ­φα­νῆ καί νά μήν προ­βάλ­λον­ται, ἀλ­λά καί νά μή κτί­ζον­ται και­νούρ­ια.  Ἀνά­λο­γα, οἱ οἰκο­δο­μές ἀνε­γεί­ρον­ται μέ δια­φο­ρε­τι­κά μέ­τρα δομήσεως γιά  κά­θε κα­τη­γο­ρία πο­λι­τῶν. Τά σπίτια τῶν χριστιανῶν δέν μποροῦν νά εἶναι ὑψηλότερα ἀπό αὐτά τῶν μουσουλ­μάνων, ἀλλά καί δέν μποροῦν νά εἶναι τριώροφα.  Ἡ πό­λη δια­χω­ρί­ζε­ται σέ πε­ρι­ο­χές μου­σουλ­μά­νων καί μή μου­σουλ­μά­νων μέ δια­φο­ρε­τι­κούς κα­νο­νι­σμούς γιά  τήν ἀνέ­γερ­ση τῶν κα­τοι­κι­ῶν καί ὀρ­γα­νώ­νε­ται σέ ἑνό­τη­τες.
Κα­τά εὐ­τυ­χὴ συγ­κυ­ρία ἡ ἀνοι­κο­δό­μη­ση τῆς Ξάν­θης, ὅπως εἶναι σήμερα γνωστή ὡς Παλαιά Πόλη, λαμ­βά­νει χώ­ρα σέ μία ἐπο­χή κα­τά τήν ὁποία αἵ­ρον­ται οἱ αὐ­στη­ροί κα­νο­νι­σμοί πού ἀφο­ροῦ­σαν στά θρη­σκευ­τι­κά καί κο­σμι­κά κτί­σμα­τα τῶν μή μου­σουλ­μα­νι­κῶν πλη­θυ­σμῶν τῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας. Σύμ­φω­να μέ τόν ἱε­ρό νό­μο, ἀπα­γο­ρευ­ό­ταν ἡ ἀνέ­γερ­ση νέ­ων ἐκ­κλη­σι­ῶν καί μό­νο κα­τ’ ἐξαί­ρε­ση ἐπι­τρε­πό­ταν ἡ ἐπι­σκευή τῶν πα­λαι­ῶν πού ὑπῆρ­χαν πρίν τήν τουρ­κι­κή κα­τά­κτη­ση. Κα­τά τήν περί­ο­δο τοῦ Ταν­ζι­μάτ, καί ἰδί­ως με­τά τήν δη­μο­σί­ευ­ση τοῦ Χά­τι Χου­μα­γι­οῦν τοῦ 1856, ἀρχί­ζει νά ἐπι­τρέ­πε­ται ἡ ἀνέ­γερ­ση νέ­ων ἐκ­κλη­σι­ῶν, ἀφοῦ ὑπο­βλη­θεῖ πρῶ­τα σχέ­διο στήν δι­οί­κη­ση καί ἐγκρι­θεῖ μέ αὐ­το­κρα­το­ρι­κό δι­ά­τα­γμα. Οἱ μεταρρυθμίσεις τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἀπέβλεπαν στόν διοικητικό, τόν οἰκονομικό καί τόν κοινωνικό ἐκσυγχρονισμό τῆς Ὀθω­μανικῆς Αὐτοκρατορίας. Οἱ οἰκο­δο­μές καί κα­τοι­κίες τῶν μή μου­σουλ­μά­νων, οἱ ὁποῖες εὑρίσκοντον κά­τω ἀπό αὐ­στη­ρή ἐπι­τή­ρη­ση, μπο­ροῦν πλέον νά ἀνε­γεί­ρον­ται χω­ρίς τίς δια­κρί­σεις πού ἴσχυαν ἐπί αἰῶ­νες. Τό ἐπι­τρε­πό­με­νο ὕψος, ὁ ἀριθ­μός τῶν ὀρό­φων, τά χρώ­μα­τα τῶν κα­τοι­κι­ῶν τῶν μή μου­σουλ­μά­νων δέν βρί­σκον­ται πλέον κά­τω ἀπό ἀπα­γο­ρευ­τι­κά ὅρια.  Ἐνῶ ἐξα­κο­λου­θοῦν νά ἰσχύ­ουν οἱ κα­νό­νες γιά  τήν ὀρ­γά­νω­ση τῆς πό­λεως, τῶν συνοι­κι­ῶν, τόν δια­χω­ρι­σμό τῶν κοι­νο­τή­των καί τῶν χρή­σε­ων.
Ὁ οἰκι­σμός πού σή­με­ρα χα­ρα­κτη­ρί­ζου­με ὡς Πα­λαιά Πό­λη τῆς Ξάν­θης εἶ­ναι κτι­σμέ­νος με­τά τό 1829Ἡ Πα­λαιά Πό­λη τῆς Ξάν­θης δια­τη­ρεῖ λί­γα ἴχνη τῆς βυ­ζαν­τι­νῆς Ξάν­θειας, πού ἐντο­πί­ζον­ται στά θε­μέ­λια τῶν ἐκ­κλη­σι­ῶν καί στήν δι­ά­τα­ξη τοῦ πο­λε­ο­δο­μι­κοῦ ἱστοῦ, ὅπως καί τῶν μο­να­στη­ρι­ῶν πού ἔχουν ἱδρυ­θεῖ με­τά τήν με­σο­βυ­ζαν­τι­νή ἐπο­χή καί εἶναι τοποθετη­μένα, ὥστε νά καθαγιάζουν τόν χῶρο.  Ἡ Πα­λαιά Πό­λη τῆς Ξάν­θης δια­τη­ρεῖ­ται σή­με­ρα σέ με­γά­λο βαθ­μό ἄθι­κτη καί ἔχει κη­ρυ­χθεῖ δια­τη­ρη­τέα τό 1976.  Ἡ δια­τή­ρη­σή της ὀφεί­λε­ται στήν οἰκο­νο­μι­κή δυ­σπρα­γία τῶν πρώ­των με­τα­πο­λε­μι­κῶν ἐτῶν, ἡ ὁποία δέν ἐπέ­τρε­ψε τήν ἀνοι­κο­δό­μη­ση μέ πο­λυ­κα­τοι­κί­ες, ὅπως ἔγι­νε στίς ἄλ­λες ἑλ­λη­νι­κές πό­λεις.  Ὁ σω­ζό­με­νος σή­με­ρα οἰκι­σμός τῆς Πα­λαιᾶς Πό­λεως τῆς Ξάν­θης εἶ­ναι ὁ με­γα­λύ­τε­ρος πα­ρα­δο­σια­κός οἰκι­σμός πού δια­σώ­ζε­ται στήν Βό­ρειο  Ἑλ­λά­δα, ἀλ­λά καί μα­ζὺ τό κα­λλίτε­ρα δια­τη­ρού­με­νο δο­μη­μέ­νο δεῖ­γμα τῆς κοι­νο­τι­κῆς ὀρ­γανώσεως τῶν  Ἑλ­λή­νων κα­τά τήν ὕστε­ρη Τουρ­κο­κρα­τία πού δια­σώ­ζε­ται στόν ἑλ­λα­δι­κό χῶ­ρο. 
Πα­ρά τό ὅτι μι­λᾶ­με γιά  τήν «Πα­λαιά Πό­λη» τῆς Ξάν­θης, ὡ­στό­σο –σέ σχέ­ση μέ τό ἱστο­ρι­κό βά­θος τῆς πα­τρί­δας μας–, χα­ρα­κτη­ρί­ζου­με ἔτσι μία σχε­τι­κῶς νε­ό­κτι­στη πό­λη. Κτί­το­ρας τῆς Πα­λαι­ᾶς Πό­λεως τῆς Ξάν­θης εἶ­ναι ἡ Ἑλληνορθόδοξη Κοινότητα. Πρω­τερ­γά­της τῆς ἀνοι­κο­δομή­σεως εἶ­ναι ἡ κε­φα­λή τῆς Δη­μο­γε­ρον­τί­ας ὁ Μη­τρο­πο­λί­της Εὐ­γέ­νι­ος, ὁ ὁποῖ­ος ἀρ­χι­ε­ρά­τευε τήν κρί­σι­μη δε­κα­ε­τία τοῦ 1830.  Ἡ ἐξω­στρέ­φεια τῶν Ρω­μη­ῶν ἐμπό­ρων τοῦ κα­πνοῦ καί ἡ αἴγλη τῆς με­γά­λης ἀστι­κῆς πα­ραδό­σεως τῶν Δυ­τι­κῶν συν­τε­λοῦν ὥστε ἡ πόλη νά ἀνοι­κο­δο­μη­θεῖ ὡς ἕ­να ὑβρί­διο τῆς «ἀρ­χον­τι­κῆς» ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κῆς τοῦ νοτίου ἑλ­λη­νι­κοῦ χώ­ρου τοῦ 18ου αἰώ­να (Πήλιο, Ζαγόρι, Δυτική Μακεδονία) καί τῆς ἐκλε­κτι­κι­στι­κῆς ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κῆς τῆς Κεν­τρι­κῆς Εὐ­ρώ­πης, ὅπως αὐ­τή θρι­άμ­βευε τήν ἐπο­χή ἐκεί­νη στά ἀστι­κά κέν­τρα τῆς Ὀθω­μα­νι­κῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας. 
Ἡ κα­τε­στραμ­μέ­νη πό­λη ἀνοι­κο­δο­μεῖ­ται μέ πό­λους καί πυ­ρῆ­νες τά θε­μέ­λια τῶν ἐκ­κλη­σι­ῶν, πού ἀνῆ­καν μᾶλ­λον στήν βυ­ζαν­τι­νή Ξάν­θεια καί πού ἐπά­νω τους στη­ρί­χθη­καν οἱ νέες ἐκ­κλη­σίες –κέν­τρα τῶν συνοι­κι­ῶν.  Ἡ ὁδική χάραξη φαίνεται νά παραμένει σταθερή.  Ἡ ἀνοι­κο­δό­μη­ση ἔγι­νε μέ γνώ­μο­να τίς νε­ο­ελ­λη­νι­κές κοι­νο­τι­κές ἀντι­λή­ψεις, ἀλλά καί σύμφω­να μέ πρακτικές αἰώνων: εἶ­ναι πλή­ρης ὁ ἐθνι­κο­θρη­σκευ­τι­κός δια­χω­ρι­σμός καί οἱ χρι­στια­νι­κές συνοι­κί­ες, οἱ ὁποῖες πα­ρα­μέ­νουν στά ὅρια πού ἔχουν κα­θι­ε­ρω­θεῖ ἐπί αἰῶνες, ἁπλώ­νον­ται πέ­ριξ τῶν ἐκ­κλη­σι­ῶν πού ἀπο­τε­λοῦν καί τά κέν­τρα τοῦ οἰκι­στι­κοῦ ἱστοῦ.  Ἡ πο­λε­ο­δο­μι­κή μορ­φή τοῦ χώ­ρου τῆς Ξάν­θης ὀρ­γα­νώ­νε­ται σέ γει­το­νιές­ (μα­χα­λᾶ­δες), σύμ­φω­να μέ τίς ὀθω­μα­νι­κές ἀντι­λή­ψεις καί πρα­κτι­κές δι­οικήσεως, μέ δια­χω­ρι­σμό τῶν κα­τα­κτη­μέ­νων λα­ῶν σέ θρη­σκευ­τι­κά ἔθνη (μιλ­λέτ).
Δέν σώ­ζε­ται σχε­δόν τί­πο­τα μέ­σα στήν πό­λη πού νά πα­ρα­πέμ­πει σέ ἐπο­χή πα­λαι­ό­τε­ρη τῶν σει­σμῶν. Τό πα­λαι­ό­τε­ρο χρο­νο­λο­γη­μέ­νο σπί­τι τῆς Ξάν­θης ἀνά­γε­ται στό 1849.  Ἀμέ­σως με­τά τήν κα­τα­στρο­φή τοῦ 1829, ὅμως, ἀνε­γεί­ρον­ται ἀπό τόν Μη­τρο­πο­λί­τη Εὐ­γέ­νιο πέν­τε κοι­νο­τι­κοί να­οί μέ­σα στήν πό­λη, τό κα­θο­λι­κό τῆς Μο­νῆς τῆς Ἀρ­χαγ­γε­λι­ώ­τισ­σας καί τρεῖς να­οί στήν πε­ρι­φέ­ρεια.  Ἡ ἐντυ­πω­σια­κή αὐ­τή οἰκο­δο­μι­κή ἔξαρ­ση θά πρέ­πει νά στη­ρί­χθη­κε στίς οἰκο­νο­μι­κές δυ­να­τό­τη­τες πού προσέφε­ρε στόν Μη­τρο­πο­λί­τη Εὐ­γέ­νιο ἡ ρω­μαί­ι­κη κοι­νό­τη­τα. Εὐ­νο­ϊ­κές ἦταν, ὅπως ἐξηγήθηκε, καί οἱ πο­λι­τι­κές συν­θῆ­κες.
 Ὅ­λα τά σπί­τια ἔχουν θέα πρός τήν πε­δι­ά­δα καί ἐλεύ­θε­ρο ὁρί­ζον­τα κα­τά πα­λαι­ό­τα­τη πο­λε­ο­δο­μι­κή πρα­κτι­κή τῶν Βυ­ζαν­τι­νῶν πού υἱο­θέ­τη­σαν καί οἱ Ὀθω­μα­νοί Τοῦρ­κοι: μπο­ροῦ­σες νά κτί­σεις ὅπως ἤ­θε­λες, ἀρ­κεῖ νά μήν ἐμπό­δι­ζες τήν θέα τῶν γει­τό­νων.  Ἔ­τσι, οἱ γει­το­νιές­ τῆς Ξάν­θης εἶ­ναι ἀμ­φι­θε­α­τρι­κά κτι­σμέ­νες σέ πλα­γι­ές, ἐνῶ οἱ νέες πε­ρι­ο­χές, οἱ κτι­σμέ­νες με­τά τήν ἐπέ­κτα­ση τῆς πό­λεως με­τά τό 1870, ὅπως καί ἡ σύγ­χρο­νη πό­λη, βρί­σκον­ται στό κα­τώ­τε­ρο ση­μεῖο της πρός τήν πε­δι­ά­δα. 
Τό δο­μη­μέ­νο πλέ­γμα πε­ρι­λαμ­βά­νει ἐλευθέρους χώ­ρους, αὐ­λές, κή­πους καί δρό­μους καί συναρ­τᾶ­ται μέ τό γύ­ρω πε­ρι­βάλ­λον μέ  γρα­φι­κό τρό­πο. Τό ἀκα­νό­νι­στο τῶν οἰκο­δο­μι­κῶν τε­τρα­γώ­νων καί ἡ καμ­πυ­λό­τη­τα τῶν δρό­μων συγ­κρο­τοῦν αἰσθη­τι­κά σύ­νο­λα.  Ἡ σύν­δε­ση καί ἡ δια­μόρ­φω­ση τοῦ χώ­ρου γί­νε­ται ἐλεύ­θε­ρα καί αὐ­θόρ­μη­τα, ὥστε τά ὅρια τοῦ δη­μοσί­ου καί τοῦ ἰδι­ω­τι­κοῦ χώ­ρου νά συντη­ροῦν τήν οἰκει­ό­τη­τα καί νά ὑπο­στη­ρί­ζουν τήν αἰσθη­τι­κή ἐν­τύ­πω­ση. Τό  ἀνά­γλυ­φο τοῦ οἰκι­σμοῦ στίς πλα­γιές­ καί σέ ὁρι­σμέ­νες θέ­σεις ἐπιτρέ­πουν ὀπτι­κές φυ­γές,  ὥστε νά δί­νε­ται πάν­τα μιά εἰκό­να ἑνός ποι­κι­λό­μορ­φου συνό­λου καί νά γεν­νᾶ­ται στόν ἐπι­σκέ­πτη ἡ αἴσθη­ση μι­ᾶς ἐσω­τε­ρι­κῆς ἁρ­μο­νί­ας. 
20ός αἰώ­νας βρί­σκει τήν πό­λη σέ πλή­ρη ἀκμή μέ ἰσά­ριθ­μες συνοι­κίες χρι­στια­νῶν καί μου­σουλ­μά­νων. Οἱ χρι­στια­νι­κές συνοι­κίες εἶ­ναι ἑπτά, δο­μη­μέ­νες γύ­ρω ἀπό με­τα­βυ­ζαν­τι­νούς να­ούς τῆς ὕστε­ρης Τουρ­κο­κρα­τί­ας. Οἱ πέν­τε ἀπό τίς χρι­στια­νι­κές συνοι­κίες βρί­σκον­ται μέ­σα στά ὅρια τῆς ση­με­ρι­νῆς Παλαι­ᾶς Πό­λεως. Οἱ μου­σουλ­μα­νι­κές συνοι­κίες ἐκτεί­νον­ται πε­ρι­φε­ρεια­κά καί εἶ­ναι ἕ­ξη, ἐκ τῶν ὁποί­ων οἱ δύο βρί­σκον­ται στήν Πα­λαιά Πό­λη. Τέ­λος, τά βι­ο­τε­χνι­κά καί τά βι­ο­μη­χα­νι­κά κτί­ρια, οἱ κα­πνα­πο­θῆ­κες καί τά κα­πνο­μά­γα­ζα κτι­σμέ­να με­τά τό 1860, βρί­σκον­ται στό νό­τιο κα­τώ­τε­ρο καί πε­δι­νό τμῆ­μα τῆς πό­λεως.  Ὁ δια­χω­ρι­σμός τῆς κα­τοι­κί­ας ἀπό τίς βι­ο­μη­χα­νι­κές δρα­στη­ρι­ό­τη­τες εἶ­ναι πλή­ρης.
Στήν πε­ρι­φέ­ρεια τῆς πό­λεως κα­τοι­κοῦν σέ μο­νώ­ρο­φες ἤ δι­ώ­ρο­φες μο­νο­κα­τοι­κίες μέ περί­κλει­στη αὐ­λή οἱ ἐσω­στρε­φεῖς καί ὑπο­μο­νε­τι­κοί τουρ­κο­γε­νεῖς μου­σουλ­μά­νοι. Στήν συνοι­κία Σοῦν­νε κα­τοι­κοῦν σέ με­γά­λα κο­νά­κια μέ πτέ­ρυ­γες οἱ μου­σουλ­μά­νοι τσι­φλι­κά­δες καί ἔμποροι μπέ­η­δες καί σέ μι­κρό­τε­ρες ἀστι­κές κα­τοι­κίες οἱ μου­σουλ­μά­νοι δη­μό­σι­οι ὑπάλ­λη­λοι. Στά βό­ρεια ὑψώ­μα­τα τῆς πε­ρι­φέ­ρειας τῆς πό­λεως, κα­τοι­κοῦν σέ μι­κρές φτω­χι­κές κα­τοι­κίες οἱ αὐ­στη­ροί, ἐρ­γα­τι­κοί Πο­μά­κοι, ἀπό­γο­νοι γη­γε­νῶν ὀρε­σιβίων Θρα­κῶν, τῶν ὁποί­ων ἡ γλῶσ­σα καί ἡ ταυ­τό­τη­τα βρί­σκον­ται σέ συνε­χή ἀπει­λή. Στήν νό­τια πε­ρι­φέ­ρεια βρί­σκον­ται οἱ φτω­χοί καί ὀλι­γαρ­κεῖς Ἀθίγ­γα­νοι. Στήν νέα συνοι­κία τῶν Δώ­δε­κα Ἀπο­στό­λων κα­τοι­κοῦν στίς ἀρ­χές τοῦ 20οῦ αἰώ­να λί­γοι σλαυό­φω­νοι ὀπα­δοί τῆς Βουλ­γα­ρι­κῆς  Ἐξαρ­χί­ας καί δυ­τι­κά ὑπάρ­χει μία κοι­νό­τη­τα  Ἑ­βραί­ων. Τέ­λος, στίς κεν­τρι­κές συνοι­κίες κα­τοι­κοῦν οἱ ἔμπο­ροι, μι­κρέμ­πο­ροι, βι­ο­τέ­χνες, μα­στό­ροι καί ἐρ­γά­τες πού εἶ­ναι  Ἕλ­λη­νες, αὐ­τό­χθο­νες ἤ ἐπή­λυ­δες, ἀπό πολ­λά μέ­ρη τῆς  Ἑλ­λά­δας καί κυ­ρί­ως ἀπό τήν  Ἤπει­ρο καί τήν Μα­κε­δο­νία.
Μέ­σα στήν Ξάν­θη ἐγκα­θί­σταν­ται κα­τά πε­ρι­ό­δους χρι­στια­νι­κοί πλη­θυ­σμοί ἀπό τήν Βό­ρεια Θρά­κη, τήν Χαλ­κι­δι­κή, τήν   Ἤπει­ρο καί τήν Μα­κε­δο­νί­α, ὅπως καί Μου­σουλ­μά­νοι πρό­σφυ­γες ἀπό τά Βαλ­κά­νια κα­τά τόν Ρωσ­σο­τουρ­κι­κό Πό­λε­μο τό 18771878.  Ἀρ­γό­τε­ρα, ἐγκα­θί­σταν­ται στήν πό­λη Κρη­τι­κοί καί, με­τά τό 1922, ἐγκα­θί­σταν­ται μα­ζι­κά πρό­σφυ­γες τῆς Ἀνα­το­λι­κῆς Θρά­κης, τῆς Μι­κρᾶς Ἀσί­ας καί τοῦ Πόν­του καί, τέ­λος, πλη­θυ­σμοί πον­τια­κῆς κα­τα­γω­γῆς ἀπό τήν πρώ­ην Σο­βι­ε­τι­κή  Ἕνω­ση, τε­λευ­ταῖ­οι αὐ­τοί φυ­γᾶ­δες τῆς πάλαι πο­τέ ἑλ­λη­νι­κῆς Ἀνα­το­λῆς.
Ἡ πό­λη εὐ­τύ­χη­σε νά βρί­σκε­ται σέ μία πε­ρι­ο­χή ἡ ὁποία δια­θέ­τει πλού­σιο καί ποι­κί­λο φυ­σι­κό πε­ρι­βάλ­λον. Τό φυ­σι­κό πε­ρι­βάλ­λον πε­ρι­βάλ­λει τήν πό­λη, εἶ­ναι ἀπό παν­τοῦ ὁρα­τό καί λει­τουρ­γεῖ ὡς συνο­δευ­τι­κό στοι­χεῖο τοῦ δο­μη­μέ­νου χώ­ρου, τόν δια­φο­ρο­ποι­εῖ ἀκό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο καί τόν ἀνα­δει­κνύ­ει.  Ἐν­δια­φέ­ρου­σα εἶ­ναι ἡ δι­ά­τα­ξη τῶν τρι­ῶν μο­να­στη­ρι­ῶν τῆς πό­λεως στά γύ­ρω ὑψώ­μα­τα, μέ τρό­πο πού δη­μι­ουρ­γεῖ στόν ἐπι­σκέ­πτη αἰσθή­μα­τα οἰκειώσεως καί σι­γου­ρι­ᾶς, ἀφοῦ τά μο­να­στή­ρια φαί­νε­ται σάν νά αἰω­ροῦν­ται ἐπάνω ἀπό τήν πό­λη καί νά τήν πε­ρι­βάλ­λουν προ­στα­τευ­τι­κά.
Ἀποποίηση εὐθύνης

Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.

Leave a Reply