Πατρίδα (β)

Πάλλευκο νούφαρο
που ταξιδεύεις απτόητο
μέσα σε μι’αγκαλιά
ανάμεσα σε Ιόνιο κι Αιγαίο
χωρίς σταματημό.
Νούφαρο από το μίσχο
κρατημένο του Βορρά σου
και της καρδιάς σου την αλάθητη Συνέχεια

Ἐλευθερία ἤ …Freedom!!!

Κρότος καὶ λάμψις… πέτρα καὶ σκόνη παντοῦ…
Κορμιὰ στὸν ἀέρα …σκλαβιὰ καὶ φοβέρα …
Οἱ φίλοι καντήλι σὲ κάποια γωνία τ’ οὐρανοῦ…
Μπαροῦτι μυρίζει ἐδῶ…
Σὲ ξένο πιστεύεις θεό…
Τὸ ξέρεις καλά…
Ἐδῶ… δὲν θὰ βρῆς γιατρειά.
Καὶ γέρνεις τὸ βάρος στοὺς ὤμους καὶ ψάχνεις τὴν γῆ…
Μὲ ἔνα παλαιὸ λεωφορεῖο ποὺ μοιάζει μὲ νεκροταφεῖο…
Σέρνεις βαρειὲς ἁλυσίδες κι οἱ εὐπατρίδες κρατοῦν τὸ κλειδί… Συνέχεια