Διονυσιακοὶ καὶ Μένδιοι ὄνοι…

Ὁ ἀρχαῖος ὄνος κι ὁ κυρ-Μέντιος τοῦ Βάρναλη.

Καὶ ζευγάρι μὲ τὸ βόδι
ἄλλο μπόι κι ἄλλο πόδι
ὄργωνα στὰ ῥέματα
τ’ ἀφεντὸς τὰ στρέμματα

Καὶ στὸν πόλεμο ὅλα γιὰ ὅλα
κουβαλοῦσα πολυβόλα
Νὰ σκοτώνονται οἱ λαοὶ
γιὰ τ’ ἀφέντη τὸ φαΐ.
Συνέχεια

Θυσία

Τὸ μυτερό σου τὸ σκουφί,
Μίδ᾿ ἀπ᾿ τὴν ἄτριχη κορφὴ
πέτα κάτω
καὶ φέρε ἀπ᾿ τὸ χλωρὸ τ᾿ ἀχούρι
τὸ διχρονίτικο γαϊδούρι
τὸ βαρβάτο!

Ποὺ λάμπ᾿ ἡ πέτσα του γυαλὶ
καὶ κανεὶς δὲν τὸ καβαλλεῖ
καὶ τὴν νιότη Συνέχεια

Κάποια σιγανὰ μοιρολόγια…

«Ὅλα σκεπάζονται ξαφνικὰ μ΄ἕνα χαμηλὸ σκοτάδι, ποὺ σέρνεται σύρριζα πάνου στὴ γὴς καὶ ὅλο ζυγώνει.
Κάπου κάπου ἀστράφτει ὁ οὐρανὸς πολὺ μακριὰ καὶ πολὺ χαμηλὰ δίχως νὰ βροντᾶ.

Συνέχεια

Ὄχι Μοιραῖοι. Ζωντανοί! (ἀναδημοσίευσις)

Γιατί διαφωνῶ μὲ τὸν Βάρναλη; Τὸν ὁποῖον ὅμως λατρεύω ὡς ποιητή…

Οἱ Μοιραῖοι, τοῦ Κώστα Βάρναλη:

Μὲς τὴν ὑπόγεια τὴν ταβέρνα,

μὲς σὲ καπνοὺς καὶ σὲ βρισιές, 

ἀπάνω στρίγγλιζε ἡ λατέρνα,

κι ὅλη ἡ παρέα πίναμε ἐψές.

Ἐψὲς σὰν ὅλα τὰ βραδάκια,

νὰ πᾶνε κάτου τὰ φαρμάκια….

Σφιγγόταν ὁ ἕνας πλάΐ στὸν ἄλλον

καὶ κάπου ἐφτυοῦσε καταγῆς.

Ὢ πόσο βάσανο μεγᾶλο,

τὸ βάσανο εἶναι τῆς ζωῆ!

ὅσο κι ὁ νοῦς ἂν τυραννιέται, 

ἄσπρην ἡμέρα δὲν θυμιέται.

Ἥλιε καὶ θάλασσα γαλάζια

Συνέχεια

Ὁ Λουντέμης γιὰ τὸν Βάρναλη.

«Ἢ ποίηση τοῦ Βάρναλη, δὲ μύριζε ποτὲ γάλα. Μύριζε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μπαροῦτι· κατέβηκε δηλαδὴ στὸ στίβο χωρὶς πάρα πολλὰ γυμνάσματα καὶ δοκιμὲς καὶ περιπλανήσεις στοὺς λειμῶνες τῶν ἀσφόδελων. Συνέχεια

Τυχερός…

Ἀνεμοδέρνουν μέρα νύκτα ἀπάνου
σὲ στύλους σταυροσήμαδα φτερά σου,
νὰ γελιέσαι πὼς εἶν᾿ Ἑλλάδα ὁ τόπος.

Συνέχεια