Δὲν ἔχεις δῇ.
Καὶ οὔτε θὰ δῇς.
Γνωστή μου κυρία, ἡ κυρία Ῥούλα, πρὸ ἐτῶν πῆγε γιὰ ἐπίσκεψι στὴν Γερμανία, ὅπου εἶχε περάσῃ μεγάλο μέρος τῶν νεανικῶν της χρόνων.
Γνώριζε τοὺς νόμους, τὶς παραξενιὲς καὶ τὶς ἀπολυτότητες τῶν Γερμανῶν.
Ἕνα μεσημέρι κάθισε σὲ ἕνα παγκάκι νὰ ἀπολαύσῃ τὸν ἥλιο καὶ, δίχως νὰ τὸ ἀντιληφθῇ, τῆς ἔπεσε ἕνα χαρτομάνδηλο ἀπὸ τὴν τσέπη της. Μέσα σὲ λίγα λεπτὰ ἕνα περιπολικὸ ἦταν ἐκεῖ καὶ τῆς ἔκοβε πρόστιμο, μαζὺ μὲ τρεῖς Γερμανούς, ποὺ ἀδημονοῦσαν γιὰ τὴν τιμωρία της.
Καί οἱ τρεῖς εἶδαν τό χαρτομάνδηλο νά πέφτῃ; Ἀμφίβολον. Ἀλλὰ ὁπωσδήποτε ἦσαν ἐκεῖ γιὰ νὰ ἀποδείξουν πόσο πολὺ ἔπρεπε νὰ τιμωρηθῇ ἡ γυναικούλα.