Εὑρεθήκαμε μὲ κάποιους φίλους ἀπὸ τὰ παλαιά, πρὸ ἡμερῶν. Μαζύ τους, στὴν συνάντησιν, ἦσαν καὶ οἱ γονεῖς τους.
Τὰ λέγαμε χαρούμενοι καὶ χαλαροί… Ζέστη εἴχαμε… Χρόνο εἴχαμε… Καλὸ κρασάκι εἴχαμε…
Καλὴ καρδιὰ ἐπίσης…
Κι ἐκεῖ, ἐπάνω στὴν κουβέντα, πιάσαμε καὶ τὰ πολιτικά. (Πῶς νά τό ἀποφύγουμε ἄλλως τέ;)
Ὁ πατέρας τοῦ φίλου μας ἕνας ῥομαντικὸς ἄνθρωπος, πολὺ γλυκός, ποὺ ἐπέρασε τὰ χρόνια του μὲ πολὺ κόπο, δουλειὰ κι ἀγωνία, ἀλλὰ πάντα ἐστάθη ἀποστασιοποιημένος. Ἡ ζωή του ΔΕΝ τοῦ ἄρεσε καὶ σιγὰ σιγὰ ἔφτιαξε ἕναν δικό του κόσμο, ἕναν κόσμο ποὺ χωροῦσε ὅλα αὐτὰ ποὺ δὲν κατάφερε καὶ ποὺ δὲν ἐτόλμησε νὰ διεκδικήσῃ καὶ νὰ ζήσῃ.
Τὸ παθαίνουν αὐτὸ οἱ εὐαίσθητοι ἄνθρωποι.
Ὅμως σὲ ἐκείνην τὴν συνάντησιν δὲν ἦταν ὁ καταθλιπτικὸς κυριούλης, ἀλλὰ ἕνας ἰδιαιτέρως ἱκανοποιημένος κι εὐχαριστημένος ἄνθρωπος. Ὅ,τι καὶ νὰ λέγαμε ἐκεῖνος χαιρόταν.
Κι ὅταν τὸν ἐρώτησα γιὰ τὰ αἴτια τῆς ἱκανοποιήσεώς του, μοῦ ἀπεκάλψυε πὼς ἔρχεται ἡ ἀριστερὰ ἐπὶ τέλους στὰ πράγματα καὶ τοῦ φεύγει ἕνα βάρος. Τώρα δικαιώνεται ἡ γενιά του. Τώρα, ἐπὶ τέλους, μπορεῖ νὰ ἐλπίζῃ… Συνέχεια →