Ἐχθὲς ἐπεσκέφθην φιλικὸ χῶρο καὶ συνηντήθην μὲ μίαν κυρία πού, πρὸ μερικῶν ἐτῶν, εἴχαμε συγκρουσθεῖ ἔντονα, λόγῳ τῶν ΛΑΘΡΟεποίκων καὶ τῆς ἐγκληματικότητος.
Τότε ἡ κυρία αὐτὴ ἔλεγε πὼς εἶμαι ἄδικη, πὼς εἶναι ἄνθρωποι σὲ μεγάλη ἀνάγκη, πὼς χρειάζονται τὴν στήριξί μας…
Κι ἄλλα πολλά, ἐξαιρετικῶς ἐκνευριστικά, ὄχι διότι ἦσαν ψευδῆ αὐτὰ ποὺ ὑπεστήριζε ἀλλὰ διότι ἦσαν μονόπλευρα καὶ φυσικὰ δὲν μποροῦσε νὰ γίνῃ διάλογος.
Ἡ κυρία αὐτὴ δὲν ἄκουγε. Ἀγόρευε.
Ἐχθές, μετὰ τὴν παρέλευσι ἀρκετῶν ἐτῶν ἀπὸ τὴν τελευταῖα μας συνάντησι, ξανά-εὑρέθημεν. Συμπτωματικῶς πηγαίνοντας πρὸς τὸν φιλικό μου χῶρο δὲν συνήντησα οὔτε ἕναν ΛΑΘΡΟέποικο, ἐν τελῶς παράδοξον γιὰ τὴν περιοχή.