Ἐλεύθεροι Πολιορκημένοι, Σολωμός Διονύσιος, ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Β’, ΧΙΙΙ,6
***
Ποιός εἶναι ἰκανὸς νὰ περιγράψῃ τὶς στιγμὲς ἐκεῖνες τοῦ σπαρακτικοῦ μεσονύκτιου ἀποχαιρετισμοῦ, ὅταν οἱ Μεσολογγίτες καὶ οἱ Μεσολογγίτισσες χωρίσθηκαν ἀπὸ τοὺς ἀγαπημένους καὶ τοὺς ἀσθενεῖς, ἔδωσαν τὸν τελευταῖον ἀσπασμόν καὶ κατευθύνθηκαν πρὸς τὰ τέσσερα ξύλινα γεφύρια· τὰ γυναικόπαιδα χωριστὰ πρὸς τὸ τελευταῖο πρὸς τὴν θάλασσα γεφύρι ὡς «ἀπέχον περισσότερον τῶν προμαχώνων» τοῦ ἐχθροῦ; Ἀλλὰ οἱ περισσότερες γυναῖκες φοροῦσαν φουστανέλλα καὶ ἦταν ζωσμένες τὴν σπάθη, ἔτοιμες πρὸς τὴν ἔσχατη πάλη· καὶ τὰ παιδιὰ ἐκεῖνα, τὰ παιδιὰ ἔπαιρναν μαχαίρια καὶ πιστόλια μακρύτερα τῶν χεριῶν τους…
Ποιὸς μπορεῖ νὰ περιγράψῃ τὴν ἀνυπομονησία τῶν ἀντρῶν ἐκείνων ποὺ θὰ ὀρμοῦσαν πρῶτοι στὴν Ἔξοδο, νὰ περιμένουν πλαγιασμένοι κατὰ γῆς, νὰ περιμένουν τὸ σημάδι ὅτι χτυπήθηκε ὄπισθεν ὁ ἐχθρὸς, καὶ μὴ ἀντέχοντας ἄλλο τὴν ἀναμονή νὰ ὡρμοῦν φωνάζοντας «Ἐμπρός!»… Ὁ Νότης Μπότσαρης πρὸς τὰ δεξιά, Ὁ Μακρῆς πρὸς τ΄ἀριστερὰ καὶ ὁ Κίτσος Τζαβέλλας στὸ μέσο, ὅλοι πνέοντες ἐκδίκηση, χωρὶς νὰ ὑποπτεύονται ποιὰ ἐνέδρα τοὺς περίμενε…