Ὅταν ἢμουν παιδάκι ἄκουγα ἀπὸ τὴν γιαγιὰ Πολυξένη ἀπίστευτες ἱστορίες γιὰ τὴν βαρβαρότητα τῶν τούρκων. Ἱστορίες ποὺ τότε δὲν μποροῦσα νὰ ταξινομήσω καὶ νὰ συνειδητοποιήσω. Μϊα ὀργὴ ἐδομεῖτο μέσα μου ὅμως σταδιακῶς. Μϊα ὀργὴ γιὰ τὸν ἀναίτιο πόνο ποὺ ἔζησαν πρόγονοι καὶ μή.
Μεγαλώνοντας ὅλες αὐτὲς οἱ ἱστορίες σιγὰ σιγὰ ταξινομήθηκαν. Βρῆκαν τὴν θέσι τους στὴν καρδιά μου καὶ στὴν συνείδησί μου. Προσπάθησα μὲ τὴν λογικὴ νὰ ἀποτρέψω τὴν συντήρησι συναισθημάτων μίσους καὶ τὴν ἐπιθυμία γιὰ ἐκδικητικότητα ποὺ ἀνέδυε κάθε φορὰ ποὺ ἔφερνα στὸν νοῦ μου τέτοιες θύμισες. Διάβασα, σκέφτηκα, συζήτησα, ἔγραψα, ἀκόμη καὶ κατενόησα σὲ ἕναν βαθμό, ἐπέτρεψα στὸ μυαλό μου νὰ ἀπεγκλωβιστῇ ἀπὸ τὶς φυλακὲς τῶν ἀρνητικῶν συναισθημάτων καὶ ἰδίως τοῦ πόνου καὶ τοῦ θυμοῦ.