«…Ἐμεῖς δὲν θὰ φύγουμε μακρυὰ πολὺ ἀπὸ τὸ παλαιό μας χωριό. Θέλουμε νὰ βλέπουμε. Ἀπέναντι θὰ κάνουμε νέο χωριό. Κτήματα δημόσια καὶ μοναστηριακὰ εἶναι ἐκεῖ. Χίλιες δραχμὲς ἅμα πάρῃ ὁ καθένας μας, θὰ φτιάξη τὸ σπιτάκι του κι ἔχει ὁ Θεός, ποῦ ξέρεις, νὰ ξαναπᾶμε γρήγορα στὴν Παλαιὰ Κουτσούφλιανη, ἐλευθερωμένη…»
Ο «ατυχής» Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 και το “ολοκαύτωμα” της Κουτσούφλιανης (13 Μαΐου 1898)
Το χωριό της Κουτσούφλιανης βρισκόταν στην ορεινή περιοχή της Καλαμπάκας, τοποθεσίας που αντιστοιχεί σήμερα στην περιοχή ανάμεσα στους νομούς Τρικάλων και Γρεβενών. Η περιοχή αυτή εφάπτετο με την μεθόριο μεταξύ Ελλάδος – Οθωμανικής αυτοκρατορίας, μετά την διαρρύθμιση των συνόρων του 1881 και την προσάρτηση της Θεσσαλίας και μέρους της Ηπείρου στην Ελλάδα.
Η Κουτσούφλιανη είχε περίπου επτακόσιους κατοίκους (όλοι βλαχόφωνοι) και λόγω της επίκαιρης θέσεώς της, της ορεινής τοποθεσίας της και της πυκνής βλαστήσεως της, αποτέλεσε πύλη εισόδου των ελληνικών τμημάτων των Μακεδονομάχων στην Οθωμανική Μακεδονία κατά τον «Μακεδονικό Αγώνα», αλλά και ορμητήριο των τμημάτων της «Εθνικής Εταιρείας» που δραστηριοποιήθηκαν στην περιοχή λίγο πριν την έναρξη του ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1897 εισβάλλοντας πρόωρα στα τουρκικά εδάφη.Το 1897 έγινε η εκ νέου εξέγερση των Ελλήνων στην Κρήτη με αίτημα την Ένωση του πολύπαθου νησιού στην Ελλάδα. Ακολούθησε η αποστολή ελληνικού αποσπάσματος υπό τον υπασπιστή του βασιλιά Γεωργίου Τιμολέοντα Βάσο. Η έκρηξη του ελληνοτουρκικού πολέμου το 1897 βρήκε εντελώς ανέτοιμο τον ελληνικό στρατό ο οποίος ηττήθηκε αρχικώς στην ορεινή περιοχή του Τιρνάβου και αμέσως μετά σε διαδοχικές μάχες στα Φάρσαλα και στον Δομοκό. Οι Τούρκοι κατά την ορμητική προέλασή τους κατέλαβαν την Λάρισα αλλά απέτυχαν να καταλάβουν τον Βόλο λόγω της γενναίας αντιστάσεως που προέβαλαν οι Ελληνικές δυνάμεις υπό τον Κωνσταντίνο Σμολένσκι, αλλά και την ορεινή δύσβατη περιοχή της Καλαμπάκας με την Κουτσούφλιανη. Όταν υπεγράφη η ανακωχή μεταξύ των δύο εμπολέμων, χάρις στην επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων της εποχής (Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Ρωσσία), προβλεπόταν να δοθεί μεγάλη χρηματική αποζημίωση στον Σουλτάνο από την Ελλάδα, αλλά και να μην υπάρξει μεταβολή των συνόρων εκτός από ασήμαντες μεθοριακες αλλαγές υπέρ των Οθωμανών.
Μοναδική εδαφική αξίωση των Οθωμανών ήταν η προσάρτηση της ορεινής περιοχής της Κουτσούφλιανης, για την καλλίτερη επίβλεψη της μεθορίου με την Ελλάδα, από τις οθωμανικές αρχές. Για τον σκοπό αυτό η Πύλη επικαλέστηκε επιστολή των κατοίκων του χωριού που ζητούσαν την επιστροφή τους στην αυτοκρατορία επειδή δήθεν ήταν ρουμανικής εθνικής συνειδήσεως. Οι Έλληνες διπλωμάτες έδιναν μάχη ώστε η περιοχή να μη χαθεί για την Ελλάδα, αλλά αυτό ήταν αρκετά δύσκολο, καθώς η ελληνική πλευρά είχε χάσει τον πόλεμο, δεν είχε περιθώρια ελιγμών και ο ρόλος της στην υπόθεση ήταν καθαρά συμβουλευτικός. Οι κάτοικοι της Κουτσούφλιανης δεν γνώριζαν ούτε για την δήθεν επιστολή που είχαν στείλει, ούτε ότι η περιοχή τους παζαρευόταν σε διεθνές επίπεδο, καθώς την εποχή εκείνη στα ορεινά δύσβατα μέρη η ενημέρωση γινόταν με σημαντική καθυστέρηση. Όταν οι Κουτσοφλιανιωτες ενημερώθηκαν ότι ο τόπος τους έμελε να προσαρτηθεί στην Οθωμανική αυτοκρατορία διαμαρτυρήθηκαν με επιστολές τους προς όλες τις ευρωπαϊκές αυλές, τα ανακτοβούλια και τους πρεσβευτές των μεγάλων δυνάμεων. Η αντίδραση των κατοίκων του χωριού επέφερε εμπλοκή στην χάραξη των συνόρων Ελλάδος – Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Συγκεκριμένα, στις 17 Νοεμβρίου 1897 διεκόπησαν οι εργασίες της επιτροπής για την διαρρύθμιση των συνόρων και ενώ υπολείπετο το κομμάτι της μεθορίου που αφορούσε στην περιοχή της Κουτσούφλιανης και του Μαλακασίου (κοντινό χωριό). Σαν επίσημη δικαιολογία εμφανίστηκε το γεγονός ότι εκείνες τις ημέρες υπήρξε έντονο ψύχος και χιονοπτώσεις στην περιοχή. Μάλλον, όμως, ο αληθινός λόγος ήταν πως οι εκπρόσωποι των Μεγάλων Δυνάμεων στην επιτροπή οροθεσίας έκαναν έναν ελιγμό μετά την αίτηση των Κουτσουφλιανιωτών, για να δώσουν το χρόνο και την ευκαιρία στην Κουτσούφλιανη να κερδίσει την υπόθεση, ή να δεχθούν σιγά-σιγά όλοι οι Κουτσουφλιανιώτες την μοίρα τους αδιαμαρτύρητα.
Όταν η διεθνής επιτροπή χαράξεως συνόρων άφησε τελικώς εκτός της ελληνικής επικράτειας την Κουτσούφλιανη οι κάτοικοί της έλαβαν μια τραγική όσο και μεγαλειώδη απόφαση: στις 13 Μαΐου 1898 έκαψαν τις πατρογονικές τους εστίες, ξέθαψαν τα οστά των προγόνων τους, έκαψαν τα λείψανα των νεκρών του προσφάτου πολέμου του 1897, για να μην τα βεβηλώσουν οι Τούρκοι και με επικεφαλής τους προκρίτους και τον ιερέα τους, με τα εικονίσματα από την εκκλησία τους ανά χείρας, διέβησαν την νέα μεθόριο και επέστρεψαν στην Ελλάδα διαλέγοντας μια νέα τοποθεσία για να ξανακτίσουν το χωριό τους από την αρχή.
Η τοποθεσία αυτή βρισκόταν κοντά στο μοναστήρι του Λιμποχόβου λίγα μόλις χιλιόμετρα από την αρχική τοποθεσία της Κουτσούφλιανης. Όπως άλλωστε είπε ένας κάτοικος της σε δημοσιογράφο της εφημερίδας «ΕΣΤΙΑ»: «Ἐμεῖς δὲν θὰ φύγουμε μακρυὰ πολὺ ἀπὸ τὸ παλαιό μας χωριό. Θέλουμε νὰ βλέπουμε. Ἀπέναντι θὰ κάνουμε νέο χωριό. Κτήματα δημόσια καὶ μοναστηριακὰ εἶναι ἐκεῖ. Χίλιες δραχμὲς ἅμα πάρῃ ὁ καθένας μας, θὰ φτιάξη τὸ σπιτάκι του κι ἔχει ὁ Θεός, ποῦ ξέρεις, νὰ ξαναπᾶμε γρήγορα στὴν Παλαιὰ Κουτσούφλιανη, ἐλευθερωμένη.». Το νέο χωριό ονομάστηκε εύλογα «Νέα Κουτσούφλιανη»” (σημερινή Παναγία Καλαμπάκας).Το «ολοκαύτωμα της Κουτσούφλιανης» απετέλεσε ένα μεγαλειώδες ξέσπασμα του ελληνισμού σε μια εποχή που το μικρό ελληνικό βασίλειο είχε ηττηθεί στρατιωτικά και εδέχετο συνεχώς διπλωματικές πιέσεις και εξευτελισμούς ενώ ευρίσκετο και υπό διεθνή οικονομικό έλεγχο. Η γενναία στάση των κατοίκων της Κουτσούφλιανης προκάλεσε πανελλήνια συγκίνηση, οι εφημερίδες της εποχής αναφέρθηκαν εκτεταμένα στο θέμα («έφυγαν οι ήρωες της Κουτσούφλιανης» έγραφαν τα πρωτοσέλιδα της εποχής), ενώ πολλοί εύποροι Έλληνες προσήλθαν αυθόρμητα και προσέφεραν χρήματα υπέρ της δοκιμαζομένης κοινότητας. Πολλοί ποιητές εμπνεύστηκαν και απαθανάτισαν σε έργα τους την υπερηφάνεια των κατοίκων (ανάμεσα τους και ο Γεώργιος Σουρής).
Στὴν Κουτσούφλιανη τὴν σκλάβα
ποὺ σκορπᾶ φωτιὲς καὶ λάβα.
Ὤ! χωριὸ ποὺ καῖς τὰ σπίτια, τοὺς σταυρούς, τὰ μνήματά σου
Τί ντροπές ἀσπρίζει μαῦρες ἡ καπνίλα τῆς φωτιᾶς σου.
Μὲς στὴν στάκτη σου τῆς Δόξας θεμελιώνετ΄ ἐκκλησιά,
Κάθε σπίθα κι ἕνας ἥλιος, κάθε φλόγα καὶ δροσιά.(Γεώργιος Σουρῆς)
«Μὲ τὸ πύρινο δάκρυ, φλόγα γίνετ΄ ὑψηλὴ κι ἀγκαλιάζει
πυρπολεῖ τὸ χωριὸ ἀπ΄ ἄκρη σ’ ἄκρη σὰν θριάμβου ἀνατολή.
Κι ἡ μαρτυρικὴ πατρίδα σκοτισμένη ἀπὸ ντροπή,
ἔνοιωσε μίαν ἀστραπὴ νὰ περνᾷ σὰν τὴν ἐλπίδα στὴν καρδιά της χαρωπή.
Δόξα στὸ χωριὸ ποὺ χύνει στὰ σκοτάδια τὰ βαρεῖα, φλογερὴ παρηγορία
κι ὁλοκαύτωμα ἔχει γίνει γιὰ τὴν θεία λευτεριά…»(Ἀριστομένης Προβελέγγιος )
Η περιοχή απετέλεσε εστία εντάσεως μεταξύ των ντόπιων κατοίκων και των Οθωμανικών αρχών για όλη την σύντομη περίοδο που ακολούθησε ως το 1912. Μετά την οριστική απελευθέρωση της περιοχής με τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-1913 κάποιοι κάτοικοι επέστρεψαν στην παλαιά Κουτσούφλιανη, ενώ το 1933 οι κάτοικοι της περιοχής ήγειραν θέμα κυριότητας, όταν η κυβέρνηση Τσαλδάρη με απόφαση της μοίραζε τις Οθωμανικές γαίες της περιοχής σε ακτήμονες, το οποίο ικανοποιήθηκε. Η επέτειος του «ολοκαυτώματος» της Κουτσούφλιανης γιορτάζεται στα δύο χωριά με λαμπρότητα κάθε χρόνο ανήμερα στις 13 Μαϊου, ως τις ημέρες μας.
Ἀποποίηση εὐθύνης
Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.