Ὁ Δερβίσης

Στὴν διάρκεια τοῦ ἑλληνοϊταλικοῦ πολέμου, οἱ μοῖρες παρατηρήσεως τῆς ΕΒΑ συνεργάζοντο  στενὰ μὲ τὸ πεζικὸ σὲ ῥόλο ὑποστηρίξεως καὶ ἀναγνωρίσεως. Τὰ ἀεροπλάνα τους (τὸ πανάρχαιο Bregeut 19 καὶ τὸ πιὸ σύγχρονο Henschel Hs126K-6 ) ἔφεραν μικρὲς βόμβες ποὺ οἱ ἀεροπόροι ἔῤῥιπταν σὲ χαμηλὸ ὕψος ἐπάνω στὶς ἰταλικὲς θέσεις στὴν πρώτη γραμμή. Ἔτσι, οἱ ἐμφανίσεις τῶν ἀεροπλάνων τῶν μοιρῶν παρατηρήσεως ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐπίτευξη τῶν ἐπιχειρησιακῶν στόχων ἀνέβαζαν τὸ ἠθικὸ τῶν Ἑλλήνων φαντάρων στὸ μέτωπο, καθὼς τὰ περισσότερα ἀεροπλάνα ποὺ ἔβλεπαν ἐπάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια τοὺς ἦσαν ἐχθρικά. Ὅμως, οἱ ἀποστολὲς τῶν συγκεκριμένων μοιρῶν ἦσαν ἐξαιρετικὰ ἐπικίνδυνες, ἀφοῦ πρὸ κειμένου νὰ τὶς ἐκτελέσουν οἱ Ἕλληνες ἀεροπόροι ἔπρεπε νὰ κατεβαίνουν σὲ χαμηλὸ ὕψος καὶ ἐγίνοντο ἔτσι εὔκολοι στόχοι τῶν ἰταλικῶν ἀντιαεροπορικῶν καὶ καταδιωκτικῶν.

Ἀπὸ τὸν Νοέμβριο τοῦ 1940, οἱ ἑλληνικὲς ἐφημερίδες ἄρχισαν νὰ δημοσιεύουν συνεντεύξεις ἑνὸς χειριστοῦ μοίρας παρατηρήσεως μὲ τὸ παρατσούκλι «Δερβίσης» (ἢ «Ντερβίσης»), ποὺ προφανῶς εἶχε ἀποκτήση ἐξ αἰτίας τῶν ἐπικινδύνων ἀκροβατικῶν του ποὺ θύμιζαν τὰ στροβιλίσματα τῶν δερβίσιδων. Μάλιστα, ἦταν ὁ μόνος ἀεροπόρος τοῦ ἑλληνοϊταλικοῦ πολέμου ποὺ οἱ ἐφημερίδες ἀνέφεραν μὲ παρατσούκλι.

Ὅπως εἶναι φυσικό, στὴν διάρκεια τοῦ πολέμου οὐδὲν δημοσίευμα κατέγραψε τὸ πραγματικό του ὄνομα. Ἦταν ὅμως ἤδη γνωστὸ σὲ πολλοὺς ἀπὸ τότε ὅτι ὁ «Δερβίσης» ἦταν ὁ Σμηναγὸς Δημήτριος Παληατσέας τῆς 3ης Μοίρας Παρατηρήσεως ποὺ πετοῦσε μὲ Henschel Hs126K-6.

Ὁ Παληατσέας διέθετε μεγάλη εὐφράδεια καὶ αἴσθηση τοῦ χιοῦμορ μὲ ἀποτέλεσμα οἱ δημοσιογράφοι νὰ καταγοητευθοῦν μαζύ του. Ἔτσι μέχρι καὶ τὶς 6 Ἰανουαρίου 1941, ὅταν οἱ Ἰταλοὶ κατάφεραν νὰ καταῤῥίψουν τὸ ἀεροπλάνο του καὶ νὰ τὸν σκοτώσουν ἐπάνω ἀπὸ τὸ Πόγραδετς, ἐνεργοῦσε τρόπον τινὰ ὡς «ἐκπρόσωπος τύπου» ὅλων τῶν Ἑλλήνων ἀεροπόρων στὸ μέτωπο.

Τὸ παρακάτω κείμενο ἐδημοσιεύθη γιὰ πρώτη φορὰ τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1940 σὲ ἡμερησία ἀθηναϊκὴ ἐφημερίδα. Μεταπολεμικῶς, ὁ Ζαλόκωστας τὸ συμπεριέλαβε στὸ βιβλίο του «Πίνδος» καὶ οἱ Χατζηπατέρας καὶ Φαφαλιοῦ στὸ «Μαρτυρίες ’40-’41», σέλ. 318.

«….Ὁ Δερβίσης χαμογελᾶ:
– «Ἕνα βομβαρδιστικὸ ἔχουμε, ὅλο-ὅλο, μὰ τὸ μασκαρεύουμε γιὰ νὰ ξεγελιοῦνται οἱ Ἰταλοί, ὅπως γελασθήκατε καὶ σεῖς. Μία τὸ βάφουμε πράσινο, μία γκρίζο, μία του κολλᾶμε ψεύτικες ἕλικες. Ἂν ῥωτήσης τοὺς Ἰταλούς, θὰ σοὺ ποῦν ὅτι ἔχουμε δέκα ἀεροπλάνα στὴν Κορυτσά, γιατί τοὺς μπερδέψαμε».

Εἶναι τόσο ζωντανὸς ὁ τρόπος ποῦ περιγράφει τὰ πράματα, τόσο κωμικὲς οἱ γκριμάτσες καὶ οἱ χειρονομίες ποὺ κάνει, ὥστε οἱ φαντάροι ξεσποῦν σὲ γέλια καὶ ξενυκτοῦν δίπλα του, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουν.
– «Ζωὴ νἄχῃς», τοῦ λέει ὁ Ἀντώνης καὶ τὸν κτυπᾶ στὸν ὦμο, «μᾶς ἔκανες νὰ ξεκαρδισθοῦμε. Ἔτσι πάντα γελᾶς, ἐσύ;»
– «Ἔτσι βέβαια. Μόνο μίαν φορὰ ἔκλαψα στὴν ζωή μου».
– «Πῶς τὸ ‘παθες;»
– «Μέσα Νοεμβρίου, τότε ὅπου σεῖς πολεμούσατε στὴν Μόροβα. Εἴχαμε βγῆ νὰ βομβαρδίσουμε τὸ Ἰβᾶν, ὅταν μᾶς ἐρίχθησαν ἐννέα Φίατ. Μᾶς ἔκαναν κόσκινο τὴν καμπίνα. Μαζύ μου εἶχα γιὰ πολυβολητὴ ἕνα παιδάκι εἴκοσι χρονῶν. Κάποτε τὸν ἀκούω νὰ μοῦ λέῃ: «Πληγώθηκα, κύριε σμηναγέ». «Ποῦ;» τὸν ἐρωτῶ. «Στὸ πόδι». Τὸν διατάζω ν’ ἀφήσῃ τὸ πολυβόλο καὶ νὰ δέσῃ τὴν πληγή του. Γιὰ ν’ ἀποφύγω τὰ καταδιωκτικά, ἐχώθηκα κατὰ τὸ σύστημά μου, στὶς χαράδρες.
Ὥσπου νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ βουνοῦ, τὸν ἀκούω νὰ μοῦ λέῃ: «Ἕτοιμος, κύριε σμηναγέ». Ἅμα βγήκαμε στὸν κάμπο, μᾶς ἐπετέθησαν πάλι τὰ καταδιωκτικά. Ἡ μία πίσω ἀπὸ τὴν ἄλλη μᾶς πετυχαίνουν οἱ ῥιπὲς τῶν πολυβόλων τους. «Πληγώθηκα, κύριε σμηναγέ» μου ξαναλέει τὸ παιδί. Κάνω στροφὴ καὶ ξαναμπαίνω στὶς χαράδρες. «Δέσε τώρα τὴν πληγή σου» τὸν διατάζω. «Δὲν μπορῶ», μοῦ ἀποκρίνεται, «λαβώθηκα βαρειά, στὴν κοιλιά». Καθὼς ἤμουν ὑποχρεωμένος νὰ προσέχω τὰ ῥεύματα τοῦ ἀέρος, τὶς στροφὲς τῆς χαράδρος καὶ τὰ Φίατ, δὲν κατάφερα οὔτε μία στιγμούλα νὰ γυρίσω τὸ κεφάλι νὰ δῶ πίσω μου τὸν τραυματία. Σὲ λίγο, τὸν ἀκούω νὰ μοῦ ζητᾷ βοήθεια. «Τί θέλεις, μωρέ;» τοῦ κάνω. «Πνίγηκα στὰ αἵματα, κύριε σμηναγέ. Σῶστε με». Ἅμα εἶδα πῶς ἡ φωνὴ τοῦ ἐξασθενοῦσε, συλλογίσθηκα ὅτι θὰ ἦταν προτιμότερο ν’ ἀψηφήσω τὰ Φίατ καὶ νὰ τὸν πάω γρήγορα στ’ ἀεροδρόμιό μας. Μισῆ ὥρα ἐβάσταξε ὁ γυρισμός, μά μου φάνηκε ἕνας αἰώνας’ γύρω μου νὰ σφυρίζουν οἱ σφαῖρες, νὰ τὶς βλέπω νὰ γαζώνουν τὰ φτερά μου, καὶ πίσω μου, ν’ ἀκούω αὐτὸν τὸν δυστυχισμένο νὰ βογγᾷ καὶ πότε-πότε νὰ φωνάζῃ «βοήθεια, κύριε σμηναγὲ … μὴ μ’ ἀφήνετε ἔτσι». Μὰ δὲν μποροῦσα νὰ κουνήσω ἀπὸ τὴν θέση μου. Ὅταν ἔπαψε ὁ βόγγος του, φοβήθηκα μήπως ξεψύχησε καὶ τὸν ἐφώναξα. Δὲν ἔλαβα ἀπάντηση. Τότε κατάλαβα πῶς εἶχε πεθάνη καὶ μ’ ἐπῆραν τὰ δάκρυα. Σὰν ἔφθασα στὸ ἀεροδρόμιο καὶ τὸν ἔβγαλα ἀπὸ τὴν καμπίνα, νεκρό, οἱ συνάδελφοί μου μὲ ηὗραν νὰ κλαίω σὰν μωρό.

Ἂς εἶναι … αὐτὰ πέρασαν! Καθίστε τώρα, νὰ σᾶς πῶ τὸ λούσιμο ποὺ ἔδωσε ὁ Ντοῦτσε στὸν Τσιάνο, μόλις ἔπεσε ἡ Κορυτσᾶ …»

Λαγὸς Κωνσταντῖνος

Ἀποποίηση εὐθύνης

Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.

Leave a Reply