Μπορεῖ καὶ ἐγώ (ὁ πράος, ὁ γλυκύς, ὁ ἀνεκτικός), νὰ ἔχω πρὸς στιγμὴν τὴν ἐπιθυμίαν «νὰ τὸν δῶ κρεμασμένον». Καὶ κεῖνον καὶ ἄλλούς τινας…
Ὅμως, δύναμαι παραλλήλως νὰ ἐπισημάνω ὅτι, ἡ φωτιὰ εἶναι τὸ ὅπλον τῶν ἀνάνδρων καὶ τῶν χαμερπῶν, πλὴν ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων, ὡς ἡ φωτιὰ τοῦ Κολοκοτρώνη πρὸ τοῦ Ἰμβραήμ, ἢ τοῦ Κουτούζωφ πρὸ τοῦ Ναπολέοντος.
Ἡ φωτιά -γενικῶς- εἶναι ὅπλον πρόστυχον, ἄθλιον ὡς ἐξαλεῖφον ΤΑΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ἑνὸς τόπου.
Ἡ φωτιὰ τῆς κατεχομένης Θεσσαλονίκης τοῦ 1917 ἐξηφάνισε τὴν ἰουδαϊκὴν μαρτυρίαν τῆς πόλεως, περισσότερον καὶ ἐκ τῆς σφαγῆς τῆς δευτέρας Κατοχῆς, τῆς Γερμανικῆς.
Ἡ φωτιὰ τῶν ἀλητῶν τοῦ Κεμάλ στὴν «Ἄπιστον Σμύρνην» ἐξηφάνισεν ΟΡΙΣΤΙΚΩΣ πᾶσαν χριστιανικὴν μαρτυρίαν. Συνέχεια →