Τὸ τέμενος καὶ οἱ… τεμενάδες τοῦ κ. ὑπουργοῦ

Γράφει ὁ Νατσιὸς Δημήτριος, δάσκαλος Κιλκὶς
Τὸ 1985 ἐκοιμήθη μία προγιαγιά μου, ἑκατὸ χρονῶν, μητέρα τῆς γιαγιᾶς μου. Εἶχε γεννηθεῖ τὸ 1890 περίπου στὸν Μοσχοπόταμο Πιερίας, δηλαδή, ὅταν ἀκόμη ἡ Μακεδονία βίωνε τὴν «θαυμαστὴ τάξη», ὅπως θὰ ἔλεγε καὶ ἡ χαριτόβρυτος κ. Ρεπούση, τῆς Τουρκοκρατίας. Ὁ Μοσχοπόταμος, ἡ Δρυάνιστα ὅπως λεγόταν τότε, ἦταν κεφαλοχώρι, γι’ αὐτὸ εἶχε καὶ σταθμὸ Τούρκων χωροφυλάκων, τοὺς ζαπτιέδες ἢ νιζάμηδες ὅπως τοὺς ἔλεγαν, μὲ ἀποστροφή, οἱ παπποῦδες μας. Συνέχεια

Ἑλληνικὴ γλῶσσα, νικήτρια τοῦ θανάτου.

Ἑλληνικὴ γλῶσσα: «νικήτρα τοῦ θανάτου»

ΕΙΣ. ΣΧ. «ΧΡ. ΒΙΒΛΙΟΓΡ.»: Διαβάστε καὶ ρουφῆξτε τὸ κατωτέρω ἄρθρο τοῦ Δημ. Νατσιοῦ. Καὶ σκιρτῆστε ποὺ ἀκόμα ὑπάρχουν ψυχωμένοι ἄνθρωποι στὴν Ἑλλάδα, λεβέντες καὶ ὄμορφοι στὴν ψυχή καὶ γενναῖοι στὸ φρόνημα. Καὶ ἀνυποχώρητοι στὶς ΑΛΗΘΙΝΕΣ ΑΞΙΕΣ.

Συνέχεια

«…..Ζώντας στόν τόπο σου, τίποτα δέν εἶναι πιό πικρό»

 

«Να δούμε ακόμα πού θα φτάσουμε! Δεν αφήσαμε βρωμιά, δεν αφήσαμε σιχαμένη πράξη, που να μην την κάνουμε, δεν αφήσαμε πονηρό διαλογισμό που να μην τον πούμε ή να μην τον γράψουμε με την μεγαλύτερη αδιαντροπιά. Ξεχαλινωθήκαμε πια ολότελα. Ποτέ ο άνθρωπος δεν είχε φτάσει ούτε στην μισή αναισθησία και σιχαμένη παραμόρφωση, απ’ όσο έφτασε σήμερα…». (Φ. Κόντογλου, «Μυστικά Άνθη», εκδ. «Αστήρ», σελ. 21).

Αν ζούσε σήμερα ο κυρ-Φώτης, πενήντα χρόνια μετά την Συνέχεια

Παιδεία ἐστί…

Γράφει ο Νατσιός Δημήτρης, δάσκαλος.
Ίσως ο λόγος μου, σήμερα, να είναι επιτάφιος, επικήδειος επάνω στο άταφο σώμα της Παιδείας μας, της πάλαι ποτέ Εθνικής και νυν νεοταξικής και καλύτερα δαιμονικής. “Το κακό θα έρθει από τους διαβασμένους” έλεγε ο Πατροκοσμάς… και το κακό ήρθε!

Ὁ Αἴσωπος καί οἱ πολιτικοί.

Τώρα που ησυχάσαμε κάπως από την οχλοβοή και το ποδοβολητό των εκλογών, είναι ευκαιρία, μεσούντος και του ευκάρπου θέρους, «να ελαφρώσει» κάπως και η γραφή. Συμβούλευε παλιός αρθρογράφος τους εκκολαπτόμενους συναδέλφους του, να μην πολυζαλίζουν τους αναγνώστες τους το καλοκαίρι, με θέματα «βαριά». Ας αφήσουν τον κόσμο να απολαύσει το κάλλος της Πατρίδας, τα ρόδινα ακρογιάλια της, μακριά από τις «μύγες της αγοράς», όπως θα έλεγε και ο Ελύτης. Ας αντλήσουμε, λοιπόν, προσανάμματα γραφής από το προγονικό, αείχλωρο κοίτασμα.
Από τους μύθους του Αισώπου η παρακάτω ιστορία. Στο αρχαίο κείμενο ο τίτλος είναι: