«Θὰ εὕρῃς ἀριστερὰ στὸ δῶμα τοῦ Ἄδη μία κρήνη, καὶ δίπλα της νὰ στέκῃ λευκὸ κυπαρίσσι. Σὲ αὐτὴ τὴν κρήνη μὴ τυχὸν καὶ πλησιάσῃς.
Θὰ εὕρῃς καὶ μίαν ἄλλη, ποὺ τρέχει ψυχρὸ ὕδωρ ἀπὸ τὴν λίμνη τῆς Μνημοσύνης. Μπροστά της ὑπάρχουν φύλακες.
Νὰ πῇς : «Τῆς Γαίας εἶμαι παῖς καὶ τοῦ ἔναστρου Οὐρανοῦ, τὸ γένος μου οὐράνιο. Αὐτὸ τὸ ξέρετε κι ἐσεῖς. Ἔχω στεγνώσει ἀπὸ τὴν δίψα, χάνομαι. Μόνο δῶστε μου τώρα ψυχρὸ ὕδωρ ποὺ κυλάει ἀπὸ τὴν λίμνη τῆς Μνημοσύνης».
Συνέχεια