Ἡ φωτογραφία

Ανοίγω το άλμπουμ. 299 φωτογραφίες μαρτυρούν την καταγωγή μου. Πρόγονοι κτηνοτρόφοι, αγρότες, δάσκαλοι, οικοδόμοι, νοικοκυρές, πρόσφυγες, βιοπαλαιστές με μάτια λαμπερά να κοιτούν την κάμερα μη φοβούμενοι ότι θα φανεί στο βλέμμα τους τίποτε άλλο από αυτό που πραγματικά είναι. Καθαροί! Καταγωγή μπερδεμένη, όπως όλων μας άλλωστε. Συνέχεια

Ἐσύ ἔχεις Μάννα;*


 

«Οι άνθρωποι αλλάζουν, και χαμογελούν:
αλλά η αγωνία παραμένει.»
Τ.Σ. Έλιοτ – Τέσσερα Κουαρτέτα

Δεν ήταν καλά ο Βαγγέλης σήμερα. Φαινόταν από την καλημέρα που δεν είπε μόλις μπήκε στο γραφείο.
«Γεια σας παιδιά», είπε κοιτώντας το πάτωμα.
Χαιρετισμός ήταν αυτός; Ξέπνοα βγήκαν οι λέξεις από το στόμα του.
«Καλημέρα λέει ο κόσμος, Βαγγέλη», είπα χωρίς να σηκώσω το κεφάλι μου από τα χαρτιά που είχα να υπογράψω. Το ’χω για γρουσουζιά να μην λέει καλημέρα Συνέχεια

«Ὁ πράκτορας»

«Ὁ πράκτορας», ἢ
Εἰς τὰς ῥίζας τοῦ αἰωνίου ἐθνικοῦ μύθου…
Καὶ ὄντις τἄχαμε συμφωνήσει καὶ ἐβγήκαμεν ἀπ᾿ τὸ Μεσολόγγι καὶ πετύχαμε νὰ τοὺς ξαφνιάσουμε κι᾿ οἱ ἀράπηδες τοῦ Μπραΐμη καὶ τοῦ τοῦ Κιουτάγια τὰ ἄτιμα σκυλιὰ μεριάζανε συχισμένα, ἕνας ἀπὸ μᾶς, «ἕνας ἐλεεινός, ἕνας φιλιππουπολίτης», φώναξε: Συνέχεια

«Μὰ εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχῃ κάποιος τόσον ἄφραγκος;».

«Μὰ εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχῃ κάποιος τόσον ἄφραγκος;».
Χαρώνειον ταχύδραμα.
Ἀπόδοσις κειμένου («μετάφρασις» διὰ «κάποιους» φιλολόγους μας), Φρεάντλης.

ΧΑΡΩΝ
ἀπόδος, ὦ κατάρατε, τὰ πορθμεῖα.
(Ξηλώσου συφοριασμένε καὶ δῶσε τὰ περατιάτικα). Συνέχεια

Νά σᾶς κάνω μία πίπα κύριε;

Προσοχή: Τὸ κείμενό που ἀκολουθεῖ εἶναι αὐστηρῶς (ἐπαναλαμβάνω ΑΥΣΤΗΡΩΣ) ἀκατάλληλο για ἀνηλίκους

(Θεατρικὸ μονόπρακτο δρόμου)

ΠΡΟΣΩΠΑ:  Ἠλίας

Ὁδηγοὶ 1, 2, 3, 4, 5, 6

Γυναῖκα

(Τὸ φανάρι σὲ ἕνα μεγάλο ἀστικὸ δρόμο. Ἀπὸ κάτω τοῦ δεν περιμένει κάποιος κουτσὸς Πακιστανὸς ἢ Ἀφγανὸς ἢ Οὐρουγουανὸς οὔτε κάποιος ἀθίγγανος, ἀλλὰ ἔνας «κανονικός» ἄνθρωπος. Ὁ Ἠλίας, λευκός, ἀρτιμελής, Ἕλληνας, φρεσκοξυρισμένος καὶ μὲ καθαρὰ ῥούχα. Μόλις ἀνάβει τὸ κόκκινο πλησιάζει τὸ πρῶτο αὐτοκίνητο. Ἀνοίγει τὴν πόρτα τοῦ ὁδηγοῦ καὶ σκύβει πρὸς τὸν καβάλο τοῦ.)

ΗΛΙΑΣ: Νά σᾶς κάνω μιά πίπα, κύριε; Συνέχεια

Ἄν δὲν κυνηγήσῃς τὰ ὄνειρα σου, κάποιαν ἡμέρα θὰ σὲ κυνηγήσουν αὐτά.

(Ιστορίες του Αδάμ)

Η Γενοβέφα ζούσε στο δώμα που βρισκόταν στην ταράτσα της πολυκατοικίας. Η μητέρα του Αδάμ έλεγε πως ήταν Ρωσσίδα ζωγράφος, αλλά ο πατέρας του προτιμούσε να τη λέει “τρελοκαλλιτέχνιδα”.

Ζούσε μόνη της και ήταν πολύ πιο μεγάλη από τη μητέρα του, αλλά όταν την πετύχαινε στο ασανσέρ είχε τα χείλη της κόκκινα και τα μάγουλα ροζ. Έβαζε τόσο πολύ άρωμα που ο Αδάμ έκλεινε τη μύτη του μέχρι να φτάσουν στον όροφο τους.

Φορούσε πάντα ένα κίτρινο φουλάρι στο λαιμό – “για να μη φαίνονται οι ζάρες”, έλεγε ο πατέρας του- και έβαφε κόκκινα τα αραιά μαλλιά της. Συνέχεια